Ο Γκυ Ρασσέ γράφει: «Δεν μίλησα για το Βυζάντιο, γιατί σε καμιά περίπτωση δεν είναι η Ελλάδα, είναι μάλλον η άρνηση της Ελλάδας.».Αλήθεια, πόσο κακό επέφερε ο εκχριστιανισμός των Λατίνων («Βυζαντινοί»)?
Ποιά η σχέση της υπεριεραρχημένη βυζαντινής Αυλής με τους χίλιους τίτλους που μας φαίνονται σαν γελοία παιδιαρίσματα, τη δυσκίνητη δημόσια διοίκηση με τα πλήθη των υπαλλήλων, σε πλήρη αντίθεση προς την απλότητα και την ευκαμψία της διακυβέρνησης των δημοκρατιών ή και των ελληνιστικών βασιλείων?
Εάν παρατηρήσουμε όλη αυτή την επίδειξη, τον δεσποτισμό των αυτοκρατόρων, τον φανατισμό που αποτελεί τη συνηθέστερη εκδήλωση σε όλη τη διάρκεια της μετά θάνατον αποκαλούμενης ως «Βυζαντινής Ιστορίας», τη διαμάχη των εικονοκλαστών που ήταν μια παραφροσύνη ανάμεσα σε τόσες άλλες, εκείνη τη σκληρότητα, τη βαρβαρότητα, το αίμα που ρέει και κηλιδώνει την ιστορία του Βυζαντίου απ' αρχής μέχρι τέλους, εκείνες τις μηχανορραφίες, τις επαναστάσεις του παλατιού, πάντοτε θηριώδεις και φοβερές.
Τίποτε άλλο δεν υπάρχει που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση προς το ελεύθερο και φωτεινό πνεύμα της Αθήνας των Ελλήνων!
Η Αθήνα είναι η αξεπέραστη κορωνίδα του πολιτισμού με όλες τις αξίες που αυτός περιέχει, είναι ο θρίαμβος του κάλλους, η κατ' εξοχήν πατρίδα του τίμιου ανθρώπου, του «καλού καγαθού». Στον αντίποδα, το Βυζάντιο είναι ο θρίαμβος των βαρβαροτήτων της Ανατολής, ο θρίαμβος της πιο ανήθικης ιδέας που ταλαιπώρησε τον άνθρωπο, ότι δηλαδή η Γη είναι μια κοιλάδα δακρύων, ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται σε έναν νεφελώδη και υποθετικό ουράνιο κόσμο και ότι η ζωή δεν είναι παρά μια.......προετοιμασία για το θάνατο!!
Σε άλλα λόγια, γνωστές χριστιανικές «αξίες».
Η δε βυζαντινή λογοτεχνική παραγωγή είναι εντούτοις εξαιρετικά φτωχή, ρηχή και απογοητευτική. Σε έναν Ηρόδοτο, σε έναν Θουκυδίδη, έναν Πολύβιο, οι μόνοι που έχει να αντιπαρατάξει το Βυζάντιο είναι ο Προκόπιος, ή ο Ψελλός. Στον Ισοκράτη και το Δημοσθένη, ο Νικηφόρος Γρηγοράς. Στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο, ο Δημήτριος Κυδωνιεύς ας πούμε? Στον Πλούταρχο, ο Μάρκος ο Διάκονος?
Δεν τολμά κανείς καν να αναφέρει τον Όμηρο, διότι ούτε η Αλεξιάς της Άννας Κομνηνής ούτε τα ποιήματα του Τζέτζη μπορούν να παραβληθούν με τα ομηρικά έργα! Τα χάνει κανείς μπροστά σε τόση ευτέλεια, σε τόση βυζαντινή ελαφρότητα .
Τέλος, εάν συγκρίνουμε αυτόν τον Παντοκράτορα Χριστό, τον τόσο τυπικά και θλιβερά χριστιανικά-βυζαντινό, με τα κοίλα, υπερμεγέθη μάτια, μαύρα όπως Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, με το σκυθρωπό και κάτωχρο πρόσωπο, και ας τον συγκρίνουμε με οποιαδήποτε μορφή του Ερμή, του Απόλλωνα ή του Διονύσου, που ακτινοβολούν από ζωή, ομορφιά, ισορροπία και αρμονία, και ευθέως θα καταλάβουμε τη χαοτική απόσταση που χωρίζει την ελληνική από τη χριστιανική-βυζαντινή ψυχή.
Είναι ο θρίαμβος της ζωής του Έλληνα και του καθαρού λόγου, απέναντι στον θρίαμβο του θανάτου και τoύ ανατολίτικου μυστικισμού που διαποτίζει το σκοτάδι του χριστιανισμού.
Είναι η ψυχή η ξαναμμένη από την ομορφιά, την καλλιτεχνική δημιουργία, την αγάπη για ζωή, απέναντι σε μια φτωχή και αποστειρωμένη ψυχή, συντεθλιμμένη από μια θρησκεία του θανάτου και του πόνου, μια θρησκεία που περιφρονεί τον άνθρωπο, τη φύση, τη ζωή και οτιδήποτε γήινο, όλα δηλαδή όσα κάνουν τη ζωή μας να αξίζει, και τον άνθρωπο να χαίρετε που ζει και όχι να ζει για να πεθάνει!
Αλήθεια, πόση Ελλάδα στέρεισε το μισαλλόδοξο βυζάντιο παρέα με τον χριστιανισμό, απο την ψυχή του Έλληνα?