συντομη βιογραφια:Γεννήθηκε στο Μελένικο της Μακεδονίας (σήμερα Μελνίκ, πόλη της Βουλγαρίας) από γονείς πρόσφυγες από τη Θράκη[1] όπου και έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Με τη βοήθεια οικογενειακών φίλων στάλθηκε σε μικρή ηλικία από το 1818 για σπουδές (νομικά, ιστορία και κοινωνικές επιστήμες) στη Βιέννη, το Γκαίτινγκεν και το Βερολίνο. Με την έκρηξη της επανάστασης διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Ελλάδα. Μετά από περιπέτεια βρέθηκε στην Τεργέστη απ' όπου μαζί με άλλους Φιλέλληνες πέρασε στο Μεσολόγγι. Στο Μεσολόγγι συνεργάστηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ασπάστηκε τις πολιτικές του αντιλήψεις και έγινε γραμματέας του εκτελεστικού. Αναφέρεται ότι έλαβε μέρος στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (αν και αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τα Πρακτικά[2]).Επιστολή του της 3ης Σεπτεμβρίου 1824 βρίσκεται στο αρχείο του Σπυρίδωνος Τρικούπη[3] Το 1827 εκλέγεται πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αναχωρεί για το Παρίσι με σκοπό την ολοκλήρωση των σπουδών του.
Επιστρέφοντας από τη Γαλλία, ο Πολυζωίδης πολέμησε την διακυβέρνηση του Καποδίστρια εκδίδοντας στην Ύδρα την εφημερίδα «Απόλλων» η οποία και εκδιώχθηκε. Η αρθρογραφία του ήταν πάντα ορμητική και μεστή επιχειρημάτων[1]. Το 1832 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία πρόεδρος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.α. Ο Πολυζωίδης τότε μαζί με τον Τερτσέτη γνωρίζοντας πολύ καλά την αθωότητα των κατηγορουμένων αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους για εσχάτη προδοσία. Η κίνησή του προκάλεσε την φυλάκιση και την άγρια κακοποίηση του. Αναμφίβολα η άρνησή του να αποδεχτεί την κρατική παρέμβαση στα της δικαιοσύνης ήταν ενδεικτική της ακεραιότητας του Πολυζωίδη.
Με την ενηλικίωση του Όθωνα, αποκαταστάθηκε και διορίστηκε αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και σύμβουλος επικρατείας. Το 1837 διορίστηκε υπουργός παιδείας και εσωτερικών. Ως υπουργός παιδείας συνέβαλε καταλυτικά στη θεμελίωση του Εθνικού πανεπιστημίου ενώ από τη θέση του υπουργού εσωτερικών αγωνίστηκε για την ελευθερία του λόγου. Το 1862 διορίστηκε νομάρχης Αττικοβοιωτίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πολυζωίδης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε, σε ομιλία του στο Ναύπλιο, τον όρο Ιερή πόλη για το Μεσολόγγι, που από τότε καθιερώθηκε.
Πέθανε το 1873 στην Αθήνα.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο από πατέρα καθολικό και μητέρα ορθόδοξη, που άρχισαν να καβγαδίζουν αν το γιο τους θα τον είχε θρησκευτικό υπήκοο ο Πάπας ή ο Πατριάρχης. Ο πατέρας του τον βάφτισε καθολικό, μα η μητέρα τον βούτηξε κρυφά στην ορθόδοξη κολυμπήθρα. Σαν το έμαθε ο πατέρας τον ξαναβάφτισε για τρίτη φορά καθολικό. Όταν μεγάλωσε ο Τερτσέτης προτίμησε το ορθόδοξο βάφτισμα. Η οικογένειά του είχε σημαντικό όνομα στον τόπο του, όμως δεν ήταν από τις ντόπιες αρχοντικές οικογένειες της Ζακύνθου και τον λογάριαζαν για ποπολάρο.
Στα παιδικά του χρόνια πήγε στο ίδιο σχολείο με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Θ. Κολοκοτρώνη, τον Πάνο και τον Γενναίο. Το 1816, έφυγε για την Ιταλία, όπου σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα νομικά καθώς και λατινική - ιταλική φιλολογία. Επέστρεψε στο νησί του το 1820 μετά το πέρας των σπουδών του.
Με την έκρηξη της επανάστασης ο Τερτσέτης βρέθηκε στο Μοριά με πολλούς άλλους συμπατριώτες του. Ασθενικής όμως κράσης, δεν άντεξε τις κακουχίες και αρρώστησε. Μεταφέρθηκε στο μικρό νησί Κάλαμο και στη συνέχεια πίσω στη Ζάκυνθο. Στη Ζάκυνθο δέθηκε με αδελφική φιλία με το Δ. Σολωμό. Σ' αυτόν χρωστάμε τον περίφημο «Διάλογο» για την γλώσσα του εθνικού μας ποιητή, όπως το μόνο αντίγραφο που σώθηκε βρέθηκε στα χέρια του. Παρόλο που δεινοπάθησε την πρώτη φορά που κατέβηκε να αγωνιστεί, τον ξαναβρίσκουμε στη πρώτη γραμμή, όταν ο Ι. Καποδίστριας ελευθέρωνε τη Ρούμελη.
Το 1832-1833 διετέλεσε καθηγητής της γενικής και της Ελληνικής ιστορίας στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου. Με την έλευση της Αντιβασιλείας σχετίστηκε τόσο με τον Μαιζόν όσο και με τον πρόεδρό της Άρμανσπεργκ, που μάθαινε ελληνικά στις κόρες του. Το 1832 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία μέλος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκαζε τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.α. Ο Τερτσέτης τότε μαζί με τον Πολυζωίδη γνωρίζοντας πολύ καλά την αθωότητα των κατηγορουμένων αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο δια αποκεφαλισμού για εσχάτη προδοσία. Η κίνησή τους αυτή προκάλεσε την οριστική τους παύση, την φυλάκιση και την άγρια κακοποίηση τους.
Το 1864 εξελέγη αντιπρόσωπος της Ζακύνθου στη Βουλή. Πέθανε στις 15 Απριλίου 1874 στην Αθήνα.
Σημερα η Ελλας τους χρειαζεται οσο ποτε.