…. «Ο Ζήνων από την άλλη, ο ιδρυτής της Στωϊκής Σχολής ή «Στοάς» όπως καθιερώθηκε να λέγεται, από τον τόπο που εδίδασκε ο ιδρυτής της («Ποικίλη Στοά» της Αγοράς των Αθηνών), θέλει τον άνθρωπο να ζει σύμφωνα με την Φύση, με το να αποδέχεται μέσω της Γνώσεως την Φορά των συγκεκριμένων εκείνων γεγονότων που εκφράζουν την Θέληση του Κόσμου και των Θεών (θέση που οι Στωϊκοί εξέλιξαν σε υλοζωϊσμό και ηθικό ορθολογισμό). Ο ίδιος ο Ζήνων ο Κιτιεύς (333/322-262/261, ή Ζήνων ο Πρεσβύτερος), είχε μία καλή Σωκρατική παιδεία (σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, 7,31, πρωτοήλθε από πολύ νεαρή ηλικία σε επαφή με τη Σωκρατική Φιλοσοφία), καθώς και Πλατωνική και Κυνική, που τον εβοήθησαν πολύ στη συγκρότηση της δικής του Σχολής, γύρω στο έτος 300 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως σε ηλικία περίπου 30 ετών (εσπούδασε πρώτα δίπλα στον Κυνικό Κράτητα τον Θηβαίο και στη συνέχεια στους Μεγαρικούς Στίλπωνα και Διόδωρο Κρόνο, καθώς και στους Ακαδημικούς Ξενοκράτη και Πολέμωνα).
Οι χριστιανικές πυρές κατεσπάραξαν τα έργα του ιδρυτού της «Στοάς», με αποτέλεσμα εμείς να έχουμε πενιχρά μόνον αποσπάσματα της διδασκαλίας του, πλην όμως ένας κατάλογος των έργων του μάς παραδίδεται από τον Διογένη Λαέρτιο (“Λύσεις”, “Έλεγχοι”, “Περί σημείων”, “Περί λέξεων”, “Περί του κατά Φύσιν βίου”, “Περί παθών”, “Περί του καθήκοντος”, “Περί της Ελληνικής Παιδείας”, “Καθολικά”, κ.ά.) και ανάμεσά τους και 5 βιβλία «Ομηρικών Προβλημάτων» και μία «Πολιτεία». Η «Πολιτεία» του, θεωρείται σχεδίασμα ενός ιδανικού πολιτεύματος, κοινοτιστικής μορφής, και αποδίδεται στα πρώτα χρόνια της φιλοσοφικής του διαδρομής, όταν ακόμη ο φιλόσοφος ήταν υπό την επίδραση της κυνικής φιλοσοφίας (σε ένα από τα ελάχιστα μάλιστα διασωθέντα αποσπάσματα, προτείνει κατάργηση του χρήματος και των γάμων).
Η διαδρομή της μετεξελίξεως του Σωκρατισμού από τον Ζήνωνα, σε νέα και αυτόνομη Σχολή, δεν είναι πλήρως γνωστή, καθώς τα αποσπάσματα που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο ( το σύστημα που εσχεδίασε ο Ζήνων, εδέχθη αργότερα μεγάλες τροποποιήσεις από τον Χρύσιππο, ο οποίος και απεκλήθη «επανιδρυτής» της Στοάς). Εικάζεται πάντως ότι ο Ζήνων ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη διδασκαλία στους τομείς της Φυσικής, της Λογικής και της Ηθικής, με πολλά στοιχεία ηρακλειτείας Φιλοσοφίας (διδασκαλία περί Λόγου). Στο έργο «Περί Φύσεως», γράφει για δύο αιώνιες Αρχές, την Θεϊκή (ενεργητική Αρχή) και την δίχως ιδιότητες ‘Υλη (παθητική Αρχή). Η Ηθική του ήταν προσανατολισμένη προς μια ζωή σύμφωνη με την Φύση, προς την πραγμάτωση ορισμένων αρετών και την απελευθέρωση από τα πάθη.
Βασική θέση του Ζήνωνος για τον Κόσμο υπήρξε η “Ενότητα του Όντος”, δηλαδή ότι ο Κόσμος είναι “Ένας” (Διογ. Λαέρτ. 7, 143) πλην όμως δομείται από δύο Αρχές, την Ενεργητική και την Παθητική (το «ποιούν» και το «πάσχον»). Η βασική βιοτική θέση δε, είναι ότι η πραγματική φύσις του Ανθρώπου είναι η Λογικότητα (μία θέσις που ίσως έχει την πρώτη προέλευσή της στην κυνική θέση του Διογένους “συντελεί στην ευδαιμονία μου μόνον ό,τι συμφωνεί με την φύση μου ως λογικού όντος”). Η διδασκαλία της αρχικής Στοάς πέρασε βεβαίως πολλές αλλαγές ή διευρύνσεις, στα τρία στάδια (Αρχαία, Μέση και Νέα Στοά) που περιγράφουν την 6 περίπου αιώνων Ιστορία της, μέχρι τα τέλη του 3ου μ.α.χ.χ. αιώνος (επί σχολαρχίας Καλλιήτου) και δεν θα ήταν λογικό να επιχειρήσουμε την πλήρη σχεδίασή της στα στενά πλαίσια ενός και μόνον ολιγοσέλιδου άρθρου, σε ένα «μη ειδικό» μάλιστα περιοδικό.
Εκείνο που θα ήταν λογικό και χρήσιμο να κάνουμε, είναι συνεπώς μία πυκνή σύνοψη των φιλοσοφικών θέσεων της Στοάς, για μία πρώτη μόνον επαφή τού ενδιαφερομένου αναγνώστου με αυτή την λαμπρή διδασκαλία της Εθνικής (προχριστιανικής) μας Παραδόσεως, για την ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΗ οδό προς την ανθρώπινη τελείωση και την συνύπαρξη με τον Κόσμο και τους Θεούς.
Πρόκειται, ούτως ή άλλως, για μία διδασκαλία που εδώ και δύο περίπου χιλιετίες ανήκει στην «ηττημένη» πλευρά και για αυτό, εμείς οι γνωρίζοντες είμαστε πανευτυχείς που έχουμε απλώς την δυνατότητα, μέσα από τα ελάχιστα σπαράγματά της που διεσώθησαν, να την επανασυνθέτουμε προς όφελός μας μέσα στο πνευματικό σκότος και την ψυχική έρημο που επικρατεί στην Παγκόσμιο Ιερουσαλήμ.
Πρόκειται για μία απτή όσο και υψηλή πρόταση για τους προικισμένους και τυχερούς ανθρώπους που μπορούν ακόμη να κινούνται με χαρά, μακριά από το ΔΙΠΟΛΟ (η δημιουργία παραπλανητικών διπολισμών είναι η κατεξοχήν ειδικότης της δισχιλιετούς Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ) της υποτιθεμένης «επιλογής» ανάμεσα στο ανεφάρμοστο μίας αντιφυσικής και παραλόγου κοσμοθεάσεως και στο ζωώδες ενός ωφελιμιστικού και χυδαίου καθημερινού Τρόπου, μακριά από το πλέον πρόσφατο ΔΙΠΟΛΟ δηλαδή, εκείνο που βάζει η «σύγχρονη» ζωή στους «σύγχρονους» ανθρώπους.
Κύριες θέσεις και πεποιθήσεις της Στοάς.
«..μπορούν να με σκοτώσουν, να με βλάψουν όμως όχι» (Επίκτητος)
Για λόγους παρουσιάσεως και μόνον συνεπώς, θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει στις παρακάτω δέκα, τις κύριες θέσεις και πεποιθήσεις των Στωϊκών:
Θέσις πρώτη. Ο Άνθρωπος οφείλει να διάγει τον βίο του σε συμφωνία τόσο προς την συμπαντική, όσο και την ανθρώπινη φύση. Για τον Άνθρωπο, το «κατά Φύσιν ζήν» εξασφαλίζεται από την αξιοποίηση του «Λόγου», δηλαδή της συνειδήσεως της σχέσεως προς εαυτόν, αλλήλους και Κόσμο (η οποία, με τη σειρά της, εκδηλώνεται αυτομάτως ως ικανότης σκέψεως, σχεδιασμού, αναλύσεως και ομιλίας). Ο μέσος Άνθρωπος συνδέεται με την Φύση ή τον Θεό, μόνον ως λογικός, δηλαδή ενεργητικός παράγων. Ο φιλόσοφος Άνθρωπος όμως, αυτός που πορεύεται προς εκείνον που οι Στωϊκοί αποκαλούν «Σοφό», μέσω της Φυσικής Φιλοσοφίας, της Ηθικής και της Λογικής, κάνει ένα βήμα πέρα από την απλή «Λογικότητα». Για να ζήσει «κατά Φύσιν», οφείλει προηγουμένως να γνωρίζει ποια γεγονότα είναι αληθινά και σε τι συνίσταται η «Αλήθεια».
Εδώ ακριβώς πρέπει να τονισθεί ότι οι Στωϊκοί αποτολμούν μία σαφή διάκριση μεταξύ «Αληθείας» και «Αληθούς». Η ΑΛΗΘΕΙΑ, από την μία πλευρά, νοείται ως σύνθετη και πολύπλοκη και μπορεί να ορισθεί ως κατάληψη της «πρώτης αιτίας τού καθετί αληθινού» (Μάρκος Αυρήλιος). «Αλήθεια» είναι συνεπώς η «Γνώση» του αιτιακού πλέγματος το οποίο ελέγχει τα κοσμικά γεγονότα. Είναι χαρακτηριστικό του «Σοφού» και είναι σταθερή (σε αντίθεση με τις κάποιες αληθείς προτάσεις του οποιουδήποτε κοινού ανθρώπου, τις οποίες δεν μπορεί να αποδείξει απέναντι στις τυχόν προσπάθειες ανασκευής τους) και ενσώματη. Το ΑΛΗΘΕΣ από την άλλη πλευρά, είναι «απλό και ομοιόμορφο» και ισχύει για κάθε πρόταση που δηλώνει αυτό που συμβαίνει, είναι δηλαδή απλή δήλωσις μίας καταστάσεως, άρα ασώματον.
Θέσις δευτέρα. Ως «Φύσις» ορίζεται η εντός του Κόσμου Δύναμις και Αρχή, η οποία «..διαμορφώνει και δημιουργεί όλα τα πράγματα» (SVF 2, 937), «..δίδει στον Κόσμο ενότητα και συνοχή» (SVF 2, 549, 1211), «..κινείται μόνη της και δημιουργεί ως πύρινο πνεύμα ή τεχνικόν πύρ» (SVF 2, 1132 κ. ε.), «..εκδηλώνεται ως Ανάγκη και Ειμαρμένη» (SVF 2, 913), «..εκδηλώνεται ως Ψυχή του Κόσμου, Θεός, Πρόνοια, Δημιουργός, Ορθός Λόγος» (SVF 1, 158, 176, SVF 3, 323). Ο Κόσμος επιδέχεται λογική εξήγηση και είναι καθεαυτός ένα λογικώς οργανωμένο οικοδόμημα. Όλα, ορατά και αόρατα, είναι οργανικά τμήματα μίας Θείας Ενότητος. Όλα, μηδενός εξαιρουμένου, οι Θεοί, η ύλη, οι αρετές και, φυσικά, οι άνθρωποι, αποτελούν μέλη μίας συμπαντικής Πολιτείας με σαφείς, δίκαιους αλλά και απαράβατους νόμους, την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Κοσμόπολι». Όλα τα μέλη της «Κοσμοπόλεως» είναι τέκνα της ιδίας Αρχής και προς άλληλα οφείλουν φιλότητα και διαρκή σεβασμό (το απελπιστικά μερικό υποτιθέμενο χριστιανικό προτεινόμενο, «αγαπάτε αλλήλους», όχι μόνο δεν αφορά τα μη ανθρώπινα αλλά και καθυστέρησε του αντιστοίχου, συμπαντικού μάλιστα, στωϊκού, τουλάχιστον 300 έτη..)
Θέσις τρίτη. Το «εκδηλωμένο» τμήμα της «Κοσμοπόλεως» του Κόσμου, εξουσιάζεται από μία αιώνια και θαυμαστή αρμονία αντιθέτων (λ.χ. «ποιούν» και «πάσχον»). Η γένεσις του εκάστοτε Κόσμου συντελείται από δύο πρωταρχικές Αρχές, η μία εκ των οποίων είναι παθητική («Ύλη») και η άλλη ενεργητική («Θείος Λόγος»), που επιδρά πάνω στην πρώτη. Το δημιουργικό αίτιο («Ποιούσα Αρχή», «Ψυχή του Κόσμου», «Ζεύς», «Θεός») είναι εγκόσμιο, όπως σε όλες τις Εθνικές και πολυθεϊστικές Κοσμοαντιλήψεις, και ορίζεται ως πυροειδές πνεύμα που διαχέεται ακόμη και στα απειροελάχιστα τμήματα του Κόσμου και τα συνέχει. Περιγράφεται δε και ως «Ειμαρμένη» (επειδή θέτει τα πάντα σε απόλυτη σύνδεση κάτω από μία αυστηρή νομοτέλεια), «Πρόνοια» (επειδή διέπεται από Αγαθότητα και Φιλότητα και επιτρέπει σε κάθε λογικό όν την απόλυτη εμπιστοσύνη προς τις επιλογές της) και «Φυσικός Νόμος» (επειδή θέτει και συγκρατεί σε αιώνιο τάξη τα άπειρα τμήματα του Κόσμου).
Θέσις τετάρτη. Ο καθένας και το κάθε τι, συνδέεται με το Αιώνιο Όλον, μέσω μίας εσωτερικής προσωπικής θεότητος, του λεγομένου «Δαίμονος Εαυτού». Ο «Δαίμων Εαυτού» είναι ο σύνδεσμος της ψυχής μας με την Ψυχή του Παντός, με τον Αιώνα του Σύμπαντος (ο «Αιών» εδώ ας νοηθεί με την ομηρική έννοια, ως έδρα και πηγή της υπάρξεως).
Θέσις πέμπτη. Η κάθε ανθρώπινη ψυχή διαθέτει ελευθερία βουλήσεως και όχι ελευθερία αλλά δυνατότητα πράξεως. Μόνον η λεγόμενη «Πεποίθησις» αποτελεί πραγματική πράξη της ψυχής.
Θέσις έκτη. Κύριο βιοτικό προτεινόμενο είναι η απλότης του βίου μέσα από την οδό της μετριοπαθείας, της ανοχής και της λιτότητος.
Θέσις έβδομη. Η πνευματική εξέλιξις στο ανθρώπινο στάδιο, το οποίο «στοιχειώνεται» από τον παράγοντα «Λογικότης», αποκτάται μόνον με την επίμονη και επίπονη φιλοσοφική αναζήτηση του «Αγαθού». Η Φιλοσοφία είναι η ασφαλής οδός για την «Αρετή», η οποία θεμελιώνεται μόνον επάνω στην επαφή με την Γνώση (η οποία ορίζεται ως ασφαλής, δηλαδή αντικειμενική και αληθής). Η Γνώσις διαφέρει από την Δοξασία, η οποία είναι ασθενής ή ψευδής γνώσις. Κατά τον Ζήνωνα (όπως διασώζεται στον Κικέρωνα, Academica, 1, 41-42) η κάθε ασθενής ή ψευδής γνώσις μπορεί και πρέπει να ταυτίζεται, δικαίως, με την Άγνοια. Ο Αρκεσίλαος επεσήμανε ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην Γνώση και την Άγνοια.
Θέσις ογδόη. Η «Αρετή» πρέπει να είναι το απόλυτο «προς απόκτησιν», η «Κακία» το απόλυτο «προς αποφυγήν». Σε προέκταση της επισημάνσεως του Αρκεσιλάου αναφορικώς με την Γνώση και την Άγνοια, όλα τα υπόλοιπα ανάμεσα στην «Αρετή» και την «Κακία» κατατάσσονται στα λεγόμενα «Αδιάφορα». Οι κατεξοχήν «Αρετές» είναι η Σύνεσις, η Δικαιοσύνη, η Γενναιότης και η Εγκράτεια.
Θέσις ενάτη. Είναι παράλογη κάθε επιθυμία που αντιτίθεται στην θέληση των Θεών. Η συνταγή για έναν ευτυχή ανθρώπινο βίο είναι η «Απάθεια», η εκμηδένιση δηλαδή κάθε προσωπικής επιθυμίας για απόκτηση πραγμάτων ή για αλλαγή καταστάσεων, μόνον όμως όταν η «Λογικότης» τις καταδεικνύει να είναι πέρα από τις εκάστοτε ανθρώπινες δυνατότητες. Η «Απάθεια» οδηγεί σε μία άμεση ζωή, δίχως την εξαπάτηση από την υπερελπίδα ή τον τρόμο της αγωνίας για ένα μέλλον που, αντικειμενικώς, κείται έξω από τον έλεγχο της «Πεποιθήσεως».
Θέσις δεκάτη. Το Σύμπαν, είναι αιώνιος και ζώσα ύλη, η οποία, απλώς, αυτοαναπλάθεται περιοδικώς δι’ Εκπυρώσεων.
Οι Βιοτικές Ιεραρχήσεις της Στοάς.
«Να θεωρείς τον εαυτό σου άξιο για κάθε λόγο και για κάθε έργο που είναι σύμφωνο με την Φύση..» (Μάρκος Αυρήλιος)
Οι δέκα αυτές θέσεις και πεποιθήσεις των Στωϊκών, οδηγούν, με τη σειρά τους, στις πιο κάτω βασικές βιοτικές ιεραρχήσεις:
ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟΝ ΑΓΑΘΟΝ. Ως ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΑΓΑΘΟΝ της ανθρωπίνης υπάρξεως, ΤΟ ΤΕΛΟΣ, δηλαδή ο σκοπός του ανθρωπίνου βίου, όπως το διετύπωσε ο Χρύσιππος, ορίζεται η λεγομένη ΕΥΡΟΙΑ (καλή ροή) ΤΟΥ ΒΙΟΥ, η οποία πραγματοποιείται μέσα από το «ομολογουμένως τήι Φύσει ζήν» (το να ζούμε συμφώνως προς τους Φυσικούς Νόμους). Για τους Στωϊκούς «δεν υπάρχει παρά μία μόνον τέχνη, μια ύψιστη τέχνη, η Αρετή» (και η Φιλοσοφία είναι η γνώσις που, χάρις σ' αυτήν, αποκτούν ενότητα οι ιδέες και οι πράξεις μας, προς το να ζούμε σύμφωνα με την Φύση, δηλαδή σύμφωνα με την θέληση των Θεών και σύμφωνα με το Λογικό που διαποτίζει τα πάντα).
Η κυρία έμφασις των σκέψεων και των πράξεων, πρέπει να δίδεται στην πληρότητα του λεγομένου «Σοφού», του περιφήμου εκείνου ιδανικού της Στοάς που από την Μέση Στοά κι εντεύθεν γίνεται τουλάχιστον παραδεκτό ότι είναι τελικός ΣΤΟΧΟΣ και όχι προϋπόθεσις τού «φιλοσοφείν». Για τους Στωϊκούς ο «Σοφός» νοείται ως ο μόνος ελεύθερος άνθρωπος, ο δε Jean Brun τον «σχεδιάζει» αρκετά καλά με την φράση «είναι αθώος, χωρίς έλεος και υπερβολικά κοινωνικός». Από τη Μέση Στοά, όπως προείπαμε, ο «Σοφός» γίνεται λιγώτερο «βαρύς» για τον απλό Στωϊκό για τον οποίο, λίγο αργότερα, ο Μάρκος Αυρήλιος θα σχεδιάσει μία πολύ πιο απλή οδό: «Να τιμάς τους Θεούς, να βοηθάς τους ανθρώπους, να μάθεις να αντέχεις τα της ζωής και να είσαι εγκρατής. Να θυμάσαι πάντα ότι όλα όσα βρίσκονται έξω από τα όρια του σώματός και του πνεύματός σου δεν σου ανήκουν, ούτε είναι του χεριού σου».
Ο «Σοφός» είναι τελικά ένας ΣΤΟΧΟΣ, μία ολοκλήρωση του Ανθρώπου, και δεν υπήρξε ποτέ μέχρι τώρα πραγματικά. Ο οπαδός της Στοάς προσπαθεί απλώς να πλησιάζει τον «Σοφό», ο δε Επίκτητος θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «βλέπω πολλούς ανθρώπους που ασπάζονται τον Στωϊκισμό, αλλά δεν έχω δεί ποτέ κανέναν Στωϊκό.. αν δεν μπορείς να μου δείξεις έναν Στωϊκό, δείξε μου τουλάχιστον έναν άνθρωπο που να αρχίζει να γίνεται τέτοιος, μη στερήσεις έναν γέροντα σαν κι εμένα από αυτό το υπέροχο θέαμα που, ομολογώ, δεν μπόρεσα ακόμη να απολαύσω» (Επίκτητος).
Για τη Μέση και Νέα Στοά, το βιοηθικό φιλοσοφικό προτεινόμενο έχει ήδη συμπληρωθεί με τα λεγόμενα ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, μετατραπέν έτσι σε πιο απτό και «ανθρώπινο».
Κινούμενοι πάντως και στα 3 χρονικά στάδια της Στοάς, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε εδώ, με τη σειρά τους, τις βασικές πεποιθήσεις και στάσεις ζωής του «Σοφού» που τον καθιστούν τέτοιον. Κατ’αρχάς, ως το «Τέλος», ο Τελικός Σκοπός, το Summum Bonum ή το «ζητούμενο» του ανθρωπίνου βίου είναι η Α-Πάθεια. Η τελευταία, ως έλλειψις «παθών» (δηλαδή παραλόγων κινήσεων της ψυχής) και όχι ως αναισθησία όπως λανθασμένα εκλαμβάνεται σήμερα λόγω της μεταχριστιανικής διαστροφής των όρων, δεν είναι παρά η εσωτερική γαλήνη που προέρχεται από τον συντονισμό της προσωπικής Λογικής με εκείνη του Σύμπαντος Κόσμου.
Η ευθύνη για την Α-Πάθεια είναι αποκλειστικώς προσωπική, και ο Επίκτητος δίδει ένα πολύ καλό παράδειγμα όταν προσδιορίζει ότι «δεν είναι εκείνος που μας βρίζει, ούτε εκείνος που μας κτυπά αυτός που μας προσβάλλει, αλλά η γνώμη που εμείς έχουμε για αυτούς, ώστε να μας κάνει να τους βλέπουμε ως ικανούς να μας προσβάλλουν».
Τόσο ο απλός, συνηθισμένος Στωϊκός, όσο και ο τέλειος «Σοφός», οφείλουν να ενθυμούνται πάντοτε ότι ο Κόσμος κυβερνάται από Νόηση και Δικαιοσύνη και η προσωπική Θέλησις πρέπει να συμπορεύεται με εκείνη του Κόσμου. Ο Κόσμος, ως σύνολο, είναι Αγαθός και όλα τα γεγονότα υπάγονται στην φύση του. Συνεπώς κανένα γεγονός δεν μπορεί να είναι «καλό» ή «κακό», απλώς, κάποια γεγονότα φαίνονται «κακά» στους ανθρώπους επειδή δεν υποτάσσονται στην προσωπική τους επιθυμία.
Ο «Σοφός», ως ο μόνος ελεύθερος εκ των ανθρώπων, μπορεί και στέκει γαλήνιος μπροστά στο κάθε γεγονός. Δεν προσπαθεί να «γλιτώσει» από το Αναπότρεπτο και τη Μοίρα, διότι έχει προ πολλού απαλλαγεί από τη μάταια, μυωπική και απέλπιδα θέληση να αλλάξει τα όσα είναι αντικειμενικώς πέραν των δυνάμεών του. Ο «Σοφός», αγωνίζεται για να αλλάξει ΜΟΝΟΝ εκείνα που είναι εφικτό, ή πιθανόν, να αλλάξει ένας θνητός, μέσα του ή τριγύρω του. Μόνον αυτά τα ελάχιστα εφικτά ή πιθανά δικαιούται ο θνητός να τα χαρακτηρίσει «καλά» ή «κακά». Οφείλει συνεπώς να αποφεύγει όλες τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις τάσεις και τις κρίσεις που τον υποδουλώνουν στα «εξωτερικά» πράγματα, ή που του ταράσσουν τον εσωτερικό κόσμο.
Ο «Σοφός» έχει την δύναμη, μία δύναμη που αντλεί από την Γνώση, να στέκει ατάραχος μπροστά στα «κακά» που του συμβαίνουν. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τα λεγόμενα «εξωτερικά» γεγονότα είναι, ούτως ή άλλως, έξω από τις δυνάμεις του. Μπορεί και στέκει απολύτως συμφιλιωμένος με την Θέληση του Κόσμου, επειδή δεν επιθυμεί να κερδίσει τίποτε, αφού έχει προ πολλού απαλλαγεί από την επίσης μάταια, μυωπική και απέλπιδα θέληση τού «να αποκτήσει». Ο «Σοφός» είναι αφέντης του εαυτού του. Δεν εξαρτάται από τίποτε έξω από αυτόν. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η Φύσις μάς χαρίζει συνεχώς διάφορα πράγματα, αλλά το ίδιο συνεχώς παίρνει κάποια άλλα πίσω. Κυρίως όμως, γνωρίζει ότι κανένα από τα «εξωτερικά» αγαθά δεν μπορεί να διαρκέσει σε όλον το ανθρώπινο βίο. Ο «Σοφός» κυρίως δεν εξαρτάται από άλλους ανθρώπους.
Οφείλει να είναι εσωτερικώς αυτάρκης. Ποτέ του δεν προσκολλάται σε ανθρώπους, ούτε στον ελάχιστο βαθμό, ώστε λ.χ. να του προκαλέσει λύπη η για οποιονδήποτε λόγο απομάκρυνσή τους από αυτόν και, κυρίως, θυμάται ανά πάσα στιγμή ότι και οι γονείς μας, οι σύντροφοί μας και τα παιδιά μας είναι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, θνητοί.
Ο «Σοφός» δεν επιτρέπει σε τίποτε να τον ταράξει, δεν αναμένει τίποτε και, το κυριώτερο, δεν μεταφέρει ποτέ την ευθύνη για την όποια στενοχώρια του στους Θεούς ή τους άλλους ανθρώπους. Γνωρίζει ότι αυτός και μόνον ευθύνεται για το αν είναι ευτυχής ή όχι. Το μόνο σίγουρο μέτρο για τον «Σοφό» είναι η προσωπική Λογική, η οποία αποτελεί απειροελάχιστο αλλά ομοούσιο τμήμα της Θείας Λογικής τού Σύμπαντος Κόσμου και αυτή την Λογική καλείται να εκδηλώνει στις ενέργειες ή μη-ενέργειές του. Οφείλει να βοηθάει όλους όσους έχουν ανάγκη, όπως και να αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους ανθρώπους και τα λοιπά όντα με τα οποία «συγκατοικεί» ως είδος στην «Κοσμόπολι».
Ο «Σοφός» ελεεί και συμπαρίσταται, δεν επιτρέπει ποτέ ωστόσο να τον κάνει δυστυχισμένο η Δυστυχία. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να αισθανθεί τα αρνητικά αισθήματα των άλλων, ούτε επιτρέπει «εισβολές» αλλά, αντιθέτως, διατηρεί πάντα εν ειρήνη την «εντός των συνόρων του» περιοχή. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναχαιτίσει τις θύελλες των εξωτερικών γεγονότων και δικαιούται μόνον την εντός του γαλήνη, ξεχωρίζει λοιπόν αυτά που μπορεί και εκείνα που δεν μπορεί, μόνον με τη βοήθεια της αντικειμενικής Γνώσεως.
ΤΑ ΑΓΑΘΑ (λατινιστί, bona). Τα «Αγαθά» είναι εκείνα στα οποία πρέπει να επιδοθεί συστηματικώς ο φιλόσοφος στον δρόμο προς τον «Σοφό» (ας θυμηθούμε εδώ τον ορισμό του Σενέκα, Epistulae 89.9 , ότι η Φιλοσοφία είναι η «συστηματική επίδοσις στην Αρετή»). Τα «Αγαθά» είναι τριών ειδών, οι «Αρετές», οι «Ενάρετες Πράξεις» ή «Κατορθώματα» και οι «Ευπάθειες».
Στις «Αρετές» κατατάσσονται από τους Στωϊκούς η Λογική, η Σοφία, η Δικαιοσύνη, η Αφοσίωσις, η εύλογος Γενναιοδωρία, η εύλογος Φιλία, η Ανδρεία και η Σωφροσύνη. Στα «Κατορθώματα» κατατάσσονται όλες οι «ορθές πράξεις», δηλαδή οι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της Αρετής λ.χ. λογικές, δίκαιες, ανδρείες πράξεις κ.ο.κ. Στις λεγόμενες «Ευπάθειες», τέλος, κατατάσσονται οι αγαθές, δηλαδή «έλλογες» παρορμήσεις ή «ευάρεστες διαθέσεις», δηλαδή η Βούλησις (ως έλλογος κίνησις της ψυχής προς το Αγαθόν), η Γαλήνη, η Ευλάβεια (ως επιφύλαξις) και η Χαρά (ως έλλογος κίνησις ψυχικής διαστολής).
ΤΑ ΚΑΚΑ (λατινιστί, mala). Εδώ ισχύει το ακριβώς αντίθετο από τα «Αγαθά», πρόκειται δηλαδή για εκείνα που οφείλει να αποφεύγει συστηματικώς ο φιλόσοφος στον δρόμο προς τον «Σοφό». Και τα «Κακά», με τη σειρά τους, οι Στωϊκοί τα διακρίνουν σε τρία είδη, τις «Κακίες», τις «Κακουργίες» και τα «Πάθη».
Στις «Κακίες» η Στοά κατατάσσει τον Παραλογισμό, την Άγνοια, την Αδικία, την Απιστία, την Κτητικότητα, την άλογο Εχθρότητα, την Ανανδρεία και την Απερισκεψία, ενώ στις «Κακουργίες» τις ανόητες και άδικες πράξεις. Ως «Πάθη» ορίζονται όλες οι ορμές δίχως μέτρο ή «πλεονάζουσες», οι οποίες θεωρούνται ασθένειες και αναπηρίες της ψυχής και είναι διαταρακτικές για το Ηγεμονικόν και κατά προέκταση για ολόκληρη την ύπαρξη (ο Ζήνων ορίζει το Πάθος ως άλογο κίνηση της ψυχής αντίθετη στην Φύση, ή ορμή δίχως μέτρο).
Ως καταστροφικό «Πάθος» οι Στωϊκοί φέρνουν λ.χ. την «Επιθυμία», δηλαδή την άλογο όρεξη, την οποία διακρίνουν στη συνέχεια σε «Σπάνη» (δηλαδή επιθυμία για ό,τι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε), «Μίσος» (δηλαδή επιθυμία να συμβεί κακό σε άλλον), «Φιλονικία», «Θυμό» (δηλαδή επιθυμία αμέσου ανταποδόσεως / εκδικήσεως), «Πόθο» (επιθυμία για κάποιο εντυπωσιακό πρόσωπο), «Μήνι» (επιθυμία ετεροχρονισμένης εκδικήσεως) και «Κότο» (αυξανόμενο δηλαδή θυμό). Αλλά «Πάθη» είναι ο «Φόβος», δηλαδή η προσδοκία κακών, που με τη σειρά του διακρίνεται σε «Δείμα» (δηλ. τρόμο), «Όκνο» (φόβο αναλήψεως δράσεως), «Αισχύνη» (φόβο ντροπιάσματος), «Έκπληξι» (φόβο για το αναπάντεχο), «Θόρυβο» (φόβο που κόβει τη λαλιά) και «Αγωνία» (φόβο για το άγνωστο) και η «Ηδονή», δηλαδή η άλογος έπαρση από απόκτηση, που με τη σειρά της διακρίνεται σε «Διάχυσι» (κολακευτική δηλαδή ηδονή), «Επιχαιρεκακία» (ηδονή από τις συμφορές των άλλων) και «Κήλησις» (ακολασία, έκλυσις) και ο κατάλογος κλείνει με την «Λύπη», δηλαδή την άλογο αντίδραση της ψυχής, της οποίας ο Χρύσιππος παραθέτει 25 είδη της και ανάμεσά τους τον «Είλεο» (την άδικη δηλαδή λύπη), τον «Φθόνο» (την λύπη από τη θέα των αγαθών των άλλων), τον «Ζήλο» (δηλ. την ζήλεια), το «Άχθος» (λύπη όταν και οι άλλοι αποκτούν αυτά που εμείς έχουμε), το «Πένθος» (την παραλυτική λύπη), την «Ανία» (την λύπη που αυξάνει με τις σκέψεις) και την «Οδύνη» (βαριά λύπη).
ΤΑ ΑΔΙΑΦΟΡΑ, τέλος, είναι τα όσα, από μόνα τους, ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν την ηθική αξία του Ανθρώπου, πόσο μάλλον του φιλοσόφου. Ο πλούτος λ.χ. είναι προτιμώτερος από την φτώχεια αλλά δεν οφείλει να τον κατέχει υποχρεωτικώς ένα λογικό όν. Έχει αξία μόνον σε σχέση με την φτώχεια αλλά ουδεμία αξία σε σχέση με την Αρετή. Από τα «Αδιάφορα», τα λεγόμενα «ΠΡΟΗΓΜΕΝΑ», δηλαδή τα προτιμητέα είναι η Επιβίωση, η Φυσική Ομορφιά, η Υγεία, η Αποδοχή από τους Άλλους, η «Καλή» Υπόληψις, ο Πλούτος, οι Δεξιοτεχνίες, η Ευγενής Καταγωγή και η Απόλαυσις, τα δε «ΑΠΟΠΡΟΗΓΜΕΝΑ», δηλαδή τα μη προτιμητέα, είναι ο Θάνατος, η Ασχήμια, η Νόσος, η Απόρριψις, η “Κακή” Υπόληψις, η Πενία, η Αδεξιότης, η Ταπεινή Καταγωγή και η Οδύνη. «
http://www.geocities.com/kresphontes.geo/STOIC.html
Η ΑΠΟΙΟΣ ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΩΙΚΩΝ, Του Μιχαήλ Δ. Ρέλλου
Ο Ζήνων ο Κιτιεύς δίδασκε ότι υπάρχουν δύο αρχές στο σύμπαν: η ενεργητική και η παθητική {ποιούν και πάσχον}. Κατά την εκδοχή τού Αετίου [Ι 3,25 {DDG, 289}] ο Ζήνων θεωρούσε τον θεό ως ενεργητική αρχή, δηλαδή ως αίτιο τού ποιείν και την ύλη ως παθητική αρχή, δηλαδή ως αίτιο τού πάσχειν [SVF, A, 24, 10-12]. Την ίδια ερμηνεία δίδει και ο Αχιλλεύς [ΤΑΤ., 124Ε], ο οποίος χαρακτηρίζει την ύλη ως ποιούμενον. Η ενεργητική αρχή είναι ο θεός και η ύλη το αποτέλεσμά της [SVF, Α, 24, 12-14]. Ο Διογένης Λαέρτιος [VII 134] προέβαλε μιά λίγο διαφορετική εκδοχή τής απόψεως τού Ζήνωνος: Η ενεργητική αρχή είναι ο ενύπαρκτος σ'αυτήν λόγος {τον εν αυτή λόγον}, ενώ η παθητική αρχή είναι η χωρίς ποιοτικές διαφοροποιήσεις ουσία τής ύλης {άποιον ουσία τής ύλης}. Ο λόγος αυτός, ο θεός, είναι πάντα ο ίδιος {αίδιος} και δια μέσου τής ύλης δημιουργεί τα καθέκαστα όντα [SVF, α,24,5-9].
Ο τρίτος αρχηγός τής Στοάς, ο πολυγραφότατος φιλόσοφος Χρύσιππος ο Σολεύς, επεξήγησε την διαφορά μεταξύ αρχών και στοιχείων , όπως αναφέρει ο Διαγένης Λαέρτιος [VII, 134].
Οι αρχές είναι αγέννητες και άφθαρτες, ασώματες και άμορφες, ενώ τα στοιχεία λαμβάνουν μορφές και καταστρέφονται κατά την εκπύρωση. Το ποιούν είναι ο λόγος μέσα στην ύλη, ο θεός, ο οποίος, παραμένοντας πάντα ο ίδιος, με την ύλη δημιουργεί τα ξεχωριστά πράγματα. [SVF, Β, 111, 5-14].
Ο Σενέκας [EP. 65, 2] αποκαλεί την ενεργητική αρχή "αιτία" {CAUSA}. Η ύλη {MATERIA} είναι αδρανής. Κινουμένη από την αιτία η ύλη λαμβάνει μορφές και παράγει έργα [SVF, Β, 111, 24-29].
Η δυαρχική θεωρία τών Στωϊκών περί τών δύο αρχών τών όλων είναι, όπως και όλες ανεξαιρέτως οι υπόλοιπες θέσεις τους, καθαρά Ελληνικής εμπνεύσεως και προέρχεται από τον Αριστοτέλη [όρα ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ]. Συγκεκριμένα συνιστά μία εξέλιξη τού γνωστού αριστοτελικού δυαδικού σχήματος ύλης και μορφής και σ'αυτό το σημείο η στωϊκή φιλοσοφία δεν είναι πρωτότυπη.
Αλλά ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η ύλη και η μορφή διακρίνονται μεταξύ τους. Οι Στωϊκοί, όμως, ενοποίησαν τις δύο αρχές σε ένα αδιαχώριστο σύνολο και με την σειρά τους υπερέβησαν τον προγενέστερο φιλοσοφικό δυαδισμό ταυτίζοντας τον νου με την ύλη και τον θεό. Ό,τι δρα και παθαίνει είναι σώμα. Ακόμα και ο θεός. Οι Στωϊκοί δεν πρωτοτύπησαν στο σημείο που παραδέχονται την στενότατη σχέση ποιητικού στοιχείου και ύλης. Ο λόγος δεν βρίσκεται έξω από την ύλη ως υπερβατική αρχή, αλλά μέσα σ'αυτήν και μέσω αυτής δημιουργούνται τα πράγματα. Όπως λέγει ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς [IN ARISTOTELIS METAPHYS. 133, 33] o θεός και το ποιητικό αίτιο βρίσκονται μέσα στην ύλη [SVF, Β, 112, 4-8]. Άλλωστε, η ύλη είναι "τρεπτή", "αλλοιωτή" και "ρευστή" και "σώμα", όπως σημειώνει ο Θεοδόροτος [GRAEC. AFFECT. CUR. 58, 10 - SVF, Β, 111,33&112,1-3].
Ο LONG παρατηρεί ότι οι δύο αρχές δεν υπάρχουν ποτέ χωριστά, διότι μαζί συγκροτούν όλα όσα υπάρχουν και μπορούν να διαχωρισθούν μόνο για τον σκοπό τής επιστημονικής αναλύσεως. Οι δύο αρχές βρίσκονται σε συνεχή μείξη.
Κατά την αναφορά τού Στοβαίου [ECL. I, 11, 5a, 132, 26 W,] ως ουσία ο Ζήνων θεωρούσε την πρώτη ύλη όλων τών όντων, η οποία δεν αλλάζει ποτέ, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται [SVF, Α, 24, 27-32]. Η άποψη αυτή προέρχεται από την θεωρία τού Παρμενίδου, ο οποίος πρώτος προέβαλε την αρχή τής αφθαρσίας τής ύλης [πρβλ. στο ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ "...ως αγέννητον και ανώλεθρον το εόν"]. Παρότι η ύλη δεν χάνεται-η ποσότητά της παραμένει σταθερή κάτω από όλες τις συνθήκες, εν τούτοις τα μερη τής αίδιας ουσίας δεν παραμένουν πάντα τα ίδια, αλλά διαχωρίζονται και ενώνονται, με βάση τον λόγο τού παντός, ο οποίος διέρχεται μέσα από την ουσία.
Τόσο ο Ζήνων όσο και ο Χρύσιππος θεωρούσαν ότι η ουσία είναι η πρώτη ύλη όλων τών όντων. Και ύλη είναι ο,τιδήποτε γίνεται ή μεταβάλλεται. Η ύλη τών όλων ούτε περισσότερη γίνεται ούτε λιγότερη. Η ύλη τών επί μέρους γίνεται και περισσότερη και λιγότερη [πρβλ. Διογένης Λαέρτιος VIII, 150 και Στοβαίος ECLOG. I, 133, 6W -SVF, Β, 114, 16-21&24-29]. Η άποψη αυτή τών Στωϊκών είναι ταυτόσημη με τον πρώτο νόμο τής θερμοδυναμικής, ο οποίος ορίζει ότι η ποσότητα τής ύλης στο σύμπαν είναι σταθερή.
Ο λόγος τού παντός μερικές φορές ονομάζεται και ειμαρμένη. Για τους Στωϊκούς, το σύμπαν διέπεται από μιά άκρατη αιτιοκρατία, ώστε ο λόγος τού παντός να είναι δυνατόν να συνταυτισθεί με το προδιαγεγραμμένο και το αναπόφευκτο τής συγκεκριμένης εξελίξεως του κόσμου.
Η δυνατότητα τών μερών τής ουσίας να διαιρούνται και να ενώνονται, σύμφωνα με τον λόγο, είναι ο παράγοντας που επιτρέπει, κατά λογική συνέπεια, την κίνηση τών σωμάτων. Εαν η στωϊκή σκέψη παρέμενε στην παρμενίδεια αρχή της, μόνο στην αφθαρσία {αίδιον}, τότε η κίνηση θα ήταν αδύνατη. Το ποιούν, η ενεργητική αρχή, έχει την δυνατότητα και επιβάλλει την διαφοροποίηση και την κίνηση, αν και η ουσία παραμένει αμετάβλητη.
Από την σχέση ενεργητικής και παθητικής αρχής προέρχονται τα τέσσερα στοιχεία. [Η αντίληψη περί τών τεσσάρων στοιχείων ανάγεται στον Εμπεδοκλή [όρα ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ]. Σύμφωνα με την αναφορά τού Αριστοκλέους [APUD EUSEBIUM PRAEP. EVANG. XV, 816d], το βασικό στοιχείο τών όντων, όπως ισχυριζόταν και ο Ηράκλειτος ["πυρ αείζωον"], είναι το πυρ. Κατά τα προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα, ο ένας και μόνος κόσμος καταστρέφεται {εκπυρούσθαι} και μετά δημιουργείται {διακοσμείσθαι} και ούτω καθ'εξής. Το αρχικό πυρ περιλαμβάνει τους λόγους και τις αιτίες όλων τών πραγμάτων και των γεγονότων, ακόμα και τών μελλοντικών καταστάσεων και όντων. Κατ'αυτόν τον τρόπο όλος ο κόσμος διοικείται όπως η πλέον ευνομουμένη πολιτεία [SVF, Α, 27, 9-23].
Η διακόσμησις γίνεται όταν το πυρ μεταβληθεί σε ύδωρ μέσω τού αέρος. Εν συνεχεία το ύδωρ εν μέρει παραμένει ύδωρ και εν μέρει γίνεται γη. Το ύδωρ που παρέμεινε δωρ, εν μέρει παραμένει ύδωρ και εν μέρει γίνεται αήρ και ένα τμήμα τού αέρος γίνεται πυρ. Η κράσις, η ανάμιξη τών στοιχείων επιτυγχάνεται μέσω τής αλληλομεταβολής τους. Τα στοιχεία δεν αντιπροσωπεύουν παρά τις μεταμορφώσεις τής ουσίας [Στοβαίος, ECL. Ι, 17,3, 152,19W - SVF, Α, 28, 14-21].
Οι Στωϊκοί θεωρούσαν ότι τα πάντα δημιουργήθηκαν από ένα σώμα χωρίς ποιότητες, διότι η αρχή τών όντων είναι η άποιος ύλη, η οποία έχει την ιδιότητα να μεταβάλλεται στα τέσσερα στοιχεία [Σέξτος, ADV. MATH. X 312 - SVF, B, 112, 22-25]. Καθώς οι Στωϊκοί παραδέχονται ότι η ουσία είναι ακίνητη και ασχημάτιστη, λέγει ο Σέξτος [ΙΧ, 75], οφείλει όταν κινείται, να κινείται από κάποια αιτία, από το "πολυειδώς μορφούν αίτιον". Προκύπτει λογικώς ότι το αίτιο αυτό είναι μιά δύναμη "αυτοκίνητος", αλλιώς θα είχεμε ατελείωτη αναγωγή σε αίτια, το οποίο είναι άτοπο. Επομένως η αυτοκίνητη δύναμη είναι θεία" και "αίδιος". Οπότε, ή είναι αιώνια ή έχει χρονική αρχή.
Αλλά δεν μπορεί να έχει αρχή, διότι δεν θα υπάρχει αιτία να την κινήσει από κάποιο χρονικό σημείο και έπειτα. Τι μένει; Ότι η δύναμη που κινεί την ύλη είναι αμετάβλητη και κατά ορισμένον τρόπο οδηγεί την ύλη σε μεταβολές: Αυτή η δύναμη είναι ο θεός [SVF, Β, 112,39-44 &113,1-11].
Επειδή ελάχιστα κείμενα τών μεγάλων Στωϊκών φιλοσόφων τής πρώτης περιόδου έχουν διασωθεί και κατ'εξοχήν στηριζόμαστε σε σχόλια και αναφορές πολύ μεταγενέστερων συγγραφέων όχι πολύ υψηλής φιλοσοφικής δυνάμεως, πολλές έννοιες δεν έχουν αποδοθεί με πληρότητα ή διατηρούν αρκετή ασάφεια. Η έννοια τής ουσίας στην Στωϊκή φιλοσοφία εν πολλοίς συγχέεται με την έννοια τής ύλης. Ευτυχώς, ο Ωριγένης περιγράφει οκτώ διαφορετικές αποδόσεις τής έννοιας "ουσία" [DE ORATIONE, II, 368, 1, KOE]:
1] Ουσία είναι η πρώτη ύλη τών όντων, από την οποία προέρχονται όλα τα όντα.
2] Ουσία είναι η ύλη τών σωμάτων, από την οποία προέρχονται όλα τα σώματα.
3] Ουσία είναι η ύλη και η αιτία όσων λαμβάνουν όνομα, από την οποία προέρχονται τα ονομαζόμενα.
4] Ουσία είναι το πρώτο στοιχείο, το οποίο έχει υπόσταση και στερείται ποιότητος.
5] Ουσία είναι αυτό, το οποίο προϋφίσταται τών όντων.
6] Ουσία είναι αυτό, το οποίο δέχεται τις μεταβολές και αλλοιώσεις παραμένοντας αμετάβλητο.
7] Ουσία είναι αυτό που υπομένει κάθε αλλοίωση και μεταβολή.
8] Η ουσία δεν εχει ποιότητα {άποιος} και σχήμα κατά τον ίδιον λόγο που δεν έχει καθορισμένο μέγεθος. [SVF, B, 114,30-40].
Ο Πλωτίνος [ENNEAD. II, LIB. IV, 1], ο οποίος κατέκρινε τις Στωϊκές αντιλήψεις περί τής ουσίας, αναφέρει ότι οι Στωϊκοί θεωρούσαν ότι τα όντα είναι μόνο σώματα και ότι η ουσία βρίσκεται μέσα στα σώματα. Η ύλη, από την οποία προκύπτουν τα στοιχεία είναι μία και πρόκειται για την ουσία [SVF, B, 115, 17-23].
Καθίσταται φανερό ότι οι Στωϊκοί συνταύτιζαν την έννοια τής ουσίας με την έννοια τής ύλης, στην αφηρημένη της διάσταση, δηλαδή τής πρώτης ύλης, από την οποία προκύπτουν τα τέσσερα βασικά στοιχεία σύμφωνα με την επίδραση τής ενεργητικής αρχής. Από τις μεταμορφώσεις τών στοιχείων διαμορφώνονται τα πάντα κάτω από τον κανόνα τού ενύπαρκτου λόγου, δηλαδή τού θεού. Ακόμα και ο θεός είναι υλικός, είναι σωματικός. Όπως παρατηρεί ο Ιουστίνος [DE RESSURECT. 6], κατά τούς Στωϊκούς όλα γίνονται από τα τέσσερα στοιχεία διερχομένου μέσω αυτών τού θεού [SVF, B, 16].
Επομένως η έννοια τής ουσίας στους Στωϊκούς δεν έχει ποιότητες {είναι άποιος}. Ποιότητες αποδίδονται μόνο στις διάφορες μεταμορφώσεις τής πρώτης ουσίας στα στοιχεία και στα επί μέρους όντα. Η έννοια τής ουσίας συνάδει προς την έννοια τής ύλης στον Αριστοτέλη, αλλά δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί χωρίς την αναφορά στην ενεργητική αρχή. Μαζί οι δύο αρχές δεν νοούνται παρά ως αναπόσπαστα τμήματα μιάς συστηματικής αδιαίρετης και λεπτομερούς φιλοσοφικής κοσμοθεωρίας, η οποία κυριάρχησε στον κόσμο επί πεντακόσια συνεχή έτη και επηρρέασε την εξέλιξη τής φιλοσοφίας και τών επί μέρους επιστημών για πάρα πολλούς αιώνες επί πλέον.-
http://www.rellos.com/