www.omhros.gr/Kat/P/km/Txt/Minyes.htm
ΜΙΝΥΕΣ
Μινύες, ένα όνομα θρύλος, το όνομα ενός λαού δια τον oποίον ελάχιστα γνωρίζουμε, αν και οι ίδιοι μας άφησαν ακριβή κληρονομιά πολλά από τα επιτεύγματα τους. Κανείς όμως, από τους αρχαίους ήδη χρόνους, δεν ήτο εις θέσιν να απαντήση ασφαλώς στα ερωτήμα -τα περί της καταγωγής των και περί της αρχικής των κοιτίδας. Οι αρχαίοι ιστορικοί -Ηρόδοτος, Παυσανίας, Διόδωρος- θεωρούν ως κοιτίδα των Μινυών την περιοχή από τον βοιωτικό Ορχομενό έως και τις νότιες παρυφές της θεσσαλικής πεδιάδος, περιοχή που ταυτίζεται, εν μέρει τουλάχιστον, με την Oμηρική Ελλάδα, την Φθία. Ο Όμηρος στα έπη του αναφέρει τον βοιωτικό Ορχομενό, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξι των Μινυών πριν από τα Τρωικά. Προσφάτως δε ανεκαλύφθησαν πινακίδες της Γραμμικής Β', στις οποίες αναγράφεται το όνομα «Μενύας». Η αρχαιολογική έρευνα όμως στην περιοχή του βοιωτικού Ορχομενού απεκάλυψε ευρήματα της νεολιθικής εποχής, ανάλογα με αυτά του Σέσκλου και του Διμηνίου. Βάσει πάντα της αρχαιολογικής ερεύνης, ο Ορχομενός φαίνεται ότι κατοικείτο συνεχώς από την νεολιθική έως και την σύγχρονη εποχή, χωρίς διακοπές και διαλείμματα. Στην περίοδο μετά από την εκστρατεία των Επιγόνων και την πρόσδεσι της Βοιωτίας στο Μυκηναϊκό άρμα και ο Ορχομενός εντάσσεται στο Μυκηναϊκό γεωπολιτικό σύστημα. Για αυτό αναφέρεται η συμμετοχή του στα Τρωικά, με 30 πλοία, στο πλαίσιο της «βοιωτικής κοινοπολιτείας», στην οποία ήσαν εντεταγμένες όλες οι βοιωτικές πόλεις πλην των Θηβών.Η Ιστορία όμως του γένους των Μινυών χάνεται στα βάθη του χρόνου και σχετίζεται, αρχικώς, περισσότερο με τον θεσσαλικό νεολιθικό πολιτισμό, παρά με τον βοιωτικό. Αυτό είναι εντελώς φυσιολογικό, εάν αναλογισθούμε ότι η Θεσσαλία ήτο η κοιτίς, ο πρώτος πολιτισμικός φάρος όλων των Ελλήνων. Από τον Ορχομενό, αναφέρει ο Στράβων, Μινύες έφθασαν στον Παγασητικό κόλπο και ίδρυσαν την Ιωλκό, η οποία, όμως, βάσει των τελευταίων αρχαιολογικών ερευνών ταυτίζεται με το Διμήνι! Άρα, εφ' όσον γνωρίζουμε περίπου το πότε ιδρύθηκε η πόλις του Διμηνίου, γνωρίζουμε και το πότε επραγματοποιήθη η πρώτη εξάπλωσις των Μινυών. Στα μέσα ή έστω στα τέλη λοιπόν της 5ης χιλιετίας π.Χ. οι Μινύες του Ορχομενού, στερούμενοι ενός καλού λιμένος στην Βοιωτία, εγκατεστάθησαν στην Μαγνησία, στις παρυφές της μεγάλης θεσσαλικής πεδιάδος. Οι λόγοι για την μετεγκατάστασι αυτή ήσαν καθαρά οικονομικοί και εσχετίζοντο τόσο με την απόκτησι ασφαλούς λιμένος, όσο και με την εκμετάλλευσι της θεσσαλικής πεδιάδος. Μοιραία οι Μινύες του Διμηνίου θα ήλθαν σε σύγκρουσι με τους κατοίκους του Σέσκλου για τον έλεγχο της πεδιάδος. Αυτό εξηγεί και την καταστροφή του Σέσκλου από έναν ακόμα εμφύλιο πόλεμο -φαινόμενο ενδημικό στην αρχαία Ελλάδα. Ακριβώς αυτή η κυριαρχία των Μινυών στην θεσσαλική πεδιάδα θα τους προσδώση πλούτη αμύθητα, τόσα ώστε αιώνες αργότερα να κάνουν τον Αχιλλέα να λέγη στον Αγαμέμνονα: «ούδ' ει μοι δεκάκις τε και εικοσάκις τόσα δοίη όσσα τε οι νυν εστί, και εϊ πόθεν άλλα γένοιτο, ούδ' όσ' ες Ορχομενόν ποτινίσεται, ούδ' όσα Θήβας Αιγύπτιας, όθι πλείστα δόμοις εν κτήματα κείται...» (Ιλιάς, α.379-382). Τόσο ονομαστή ήταν για τον πλούτο της η πόλις των Μινυών. Ο μέγας Όμηρος πάντως στο συγκεκριμένο χωρίο μόνο τυχαία δεν συγκρίνει τον Ορχομενό με τας Θήβας της Αιγύπτου. Οι δύο πόλεις συνδέονται άμεσα, θα δούμε παρακάτω το πώς.
Οι αρχαίοι Ιστορικοί θεωρούν τους Μινύες φύλο Αιολικό, εφ' όσον αντλούν την καταγωγή τους από τον Αίολο, τον υιό του Ελληνος, εγγονό του Δευκαλίωνος. Άρα οι Μινύες ήσαν φύλο ελληνικό, αντλώντες την καταγωγή των από τον ίδιο τον Έλληνα, τον γενάρχη της φυλής μας.
Κακώς, κατά την άποψί μας αποδίδεται στους Μινύες Αιγυπτιακή καταγωγή. Δεν ήσαν οι Μινύες Αιγύπτιοι άποικοι στην Ελλάδα. Ήσαν οι ιδρυτές του Αιγυπτιακού βασιλείου Έλληνες! Κατά μία άποψι δε οι Μινύες σχετίζονται και με τους Μινωίτες της Κρήτης. Από πολύ νωρίς δε το κηδεστικό διάγραμμα των Μινυών συνεδέθη με αυτό των Θεσσαλών, από την γενεά του Πηνειού. Ο ίδιος ο Μινύας, ο επώνυμος ήρως του λαού των Μινυών, ήτο εγγονός του Ποσειδώνος. Οι δε κόρες του Μινύος, Περικλυμένη, Αλκιμίδη και Φυγομάχη πανδρεύτηκαν τους Θεσσαλούς ήρωες Φέρη, Αίσονα και Πελία και εβασίλευσαν μαζί τους στις πόλεις Φερές, Αισονιάδα και Ίωλκό, αντιστοίχως. Έχουμε λοιπόν πλήρη ταύτισι των μυθολογικών και των φιλολογικών πηγών οι οποίες επαληθεύονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, μέσω των οποίων τεκμηριώνεται η σύνδεσις Μινυών και Θεσσαλών. Και όχι μόνο. Ευρήματα της λεγομένης Μινυακής κεραμικής ευρέθησαν στην βόρεια Ελλάδα, αλλά και στην μικρασιατική Ελλάδα και κυρίως στην περιοχή γύρω από την Τροία. Έχοντας ως δεδομένο από τους αρχαίους συγγραφείς ότι η Λήμνος ήτο επίσης Μινυακή, δεν δυσκολευόμεθα να αναγνωρίσουμε και την ταυτότητα των Ελλήνων Τρωαδιτών.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο Ορχομενός, η πρωτεύουσα του κράτους των Μινυών, αλλά και η μεγάλη τους αποικία, η Ιωλκός, ήσαν οι κυρίαρχες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδος. Η παρακμή ήλθε σταδιακά εξ αιτίας των αδιάκοπων πολέμων των Μινυών κατά της ανερχομένης δυνάμεως του βοιωτικού πεδίου, των Θηβών. Οι περί του Ηρακλέους θρύλοι είναι άκρως διαφωτιστικοί στο σημείο αυτό, περί της ακμής των Μινυών, οι οποίοι είχαν καταστήσει φόρου υποτελή την πόλι των Θηβαίων και περί της ενάρξεως της παρακμής τους, κατόπιν της ήττας τους από τον Ηρακλή. Η ήττα αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ανεξαρτητοποίησι των Θηβών, οι οποίες εξελίχθησαν σε πρώτη δύναμι στην Βοιωτία. Η κατάστασις μετεβλήθη υπέρ των Μινυών, μετά την υποταγή των Θηβών στην Μυκηναϊκή στρατιά των Επιγόνων -μία γενεά πριν από τα Τρωικά. Για τον λόγον αυτόν ο Ορχομενός εμφανίζεται στην Ιλιάδα να συμμετέχη στην πανελλήνια εκστρατεία με 30 πλοία, έχοντας υπό την εξουσία του και την γειτονική πόλι Ασπληδώνα. Σε καμμία περίπτωσι όμως ο Ορχομενός και οι Μινύες δεν ανέκτησαν την παλαιά αίγλη. Μετά δε τα Τρωικά, όταν η Μυκηναϊκή ισχύς ευρίσκετο υπό κατάρρευσι, αι Θήβαι ανεστήθησαν και ο Ορχομενός περιέπεσε οριστικώς στην αφάνεια, στην σκιά της μεγάλης αντιπάλου πόλεως.
Όπως είδαμε οι Μινύες ήσαν φύλο Αιολικό. Σύμφωνα με την «καθιερωμένη» άποψι οι Μινύες κατοικούσαν στην Θεσσαλία, από την οποία αναγκάσθηκαν να αποχωρήσουν, πιεζόμενοι από τους Θεσσαλούς, οι οποίοι κατήρχοντο από τον Βορρά. Η άποψις όμως αυτή δεν συνάδει με την μαρτυρία του Στράβωνος, ο όποιος αναφέρει ως κοιτίδα τους την βόρειο Βοιωτία, από την οποία οι Μινύες εκινήθησαν και αποίκησαν την θεσσαλική Μαγνησία. Όλοι δε οι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούν ως Μινύες τους κατοικούντες στον Παγασητικό, διαχωρίζοντας τους από τους λοιπούς Θεσσαλούς. Η χρονολόγησις βεβαίως όλων αυτών των γεγονότων δεν θα μπορούσε, εκ των πραγμάτων, να γίνη με ασφάλεια. Μόνον εμμέσως, βάσει πάντα των αρχαίων πηγών, αλλά και των αρχαιολογικών ευρημάτων, μπορούμε, παρακινδυνευμένα πάντα, να υποθέσουμε ότι ο Μινυακός λαός άρχισε να αναπτύσση πολιτισμό από τα μέσα περίπου της 5ης χιλιετίας. Η περιοχή του Ορχομενού καθίστατο εύφορη, αρδευόμενη από τα ύδατα του ποταμού Κηφισού (Μέλας στους κλασσικούς χρόνους, σήμερα Μαυρονέρι), αλλά και από την λίμνη Κωπαΐδα.
Στην βορειοανατολική όχθη της λίμνης οι Μινύες ίδρυσαν -στο ύψος της σημερινής Λάρυμνας- την πόλι Κώπαι, από την οποία έλαβε και η λίμνη το όνομα της -προηγουμένως ονομάζετο Κηφισίς. Η πόλις Κώπαι είχε διπλό λιμένα, έναν λιμναίο και έναν θαλάσσιο. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνεται ότι οι Μινύες ήσαν ναυτικός λαός. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο ίδιος ο Μινύας εθεωρείτο απόγονος του Ποσειδώνος. Ο Στράβων επίσης αναφέρει ότι ο Ορχομενός ήτο μέλος της αρχαιότερης ναυτικής Αμφικτυονίας, στην οποία συμμετείχαν επίσης αι Αθήναι, αι Πρασιαί, η Αίγινα, η Επίδαυρος και η Ερμιόνη (Στράβων, VIII 6,11). Στην δε περίοδο της ακμής του το κράτος των Μινυών εξετείνετο σε όλην την βόρειο Βοιωτία, την σημερινή Φθιώτιδα και την σημερινή Μαγνησία. Αι πόλεις Κορώνεια, Χαιρώνεια, Αλίαρτος, Λεβάδεια, Λάρυμνα, Ανθηδών, Κώπες, Ασπληδών, Ιωλκός, Φερραίς και Αισονιάς ευρίσκοντο όλες υπό το σκήπτρο του άνακτος του Ορχομενού. Ωστόσο η ενδυνάμωσις και η ανάπτυξις του βασιλείου δεν έγινε από την μία στιγμή στην άλλη.
Είμεθα σε θέσι να αναγνωρίσωμε δύο σημεία -σταθμούς, όσον αφορά στην ανάπτυξι του Μινυακού βασιλείου. Το πρώτο είναι αναμφιβόλως η ίδρυσις της αποικίας, της Ιωλκού, η οποία συνδέεται άμεσα και με την Αργοναυτική Εκστρατεία. Το δεύτερο όμως αφορά στην αποξήρανσι της λίμνης Κωπαΐδος και την γεωργική εκμετάλλευσι των νέων εκτάσεων γης. Μέχρι πρότινος οι μελετητές έκαναν λόγο για μία μόνο επιχείρησι αποξηράνσεως της λίμνης, κατά τους πρώιμους Μυκηναϊκούς χρόνους περί τα μέσα της 2ας χιλιετίας π.Χ. Βάσει νέων ερευνών όμως ο καθηγητής Θ. Σπυρόπουλος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η λίμνη είχε για πρώτη φορά αποξηρανθή στα τέλη της 4ης η στις αρχές της 3ης χιλιετίας, περί το 3100-2800 π.Χ.. Το καταπληκτικό αυτό έργο της αποξηράνσεως της λίμνης σε τόσο πρώιμους χρόνους το εξετέλεσαν οι Μινύες με εξαιρετική τεχνική.
Απομεινάρια του δε μπορεί ακόμα και σήμερα να διακρίνη ο επισκέπτης στην μεγάλη καταβόθρα της Κωπαΐδος, μεταξύ Λάρυμνας και Γλά. Οι Μινύες θεωρούνται όμως πρωτοπόροι στην κατασκευή τεχνικών έργων, όχι μόνο στις υπ' αυτούς χώρες, αλλά και στην Πελοπόννησο. Μοιραία λοιπόν οι Μινύες και τα τεχνικά τους επιτεύγματα συνεδέθησαν και με τον Ηρακλή, έναν από τους Ιδαίους Δακτύλους, κατά τον Παυσανία (Βοιωτικά, 27). Ένα από τα έργα τους στην περιοχή της Αργολίδος φαίνεται να είναι και η περίφημος πυραμίς του Ελληνικού. Φυσικά, κατά την καθιερωμένη άποψι, η πυραμίδα του Ελληνικού θεωρείται φρυκτωρία των ελληνιστικών χρόνων. Βάσει των αρχαιομετρικών όμως ερευνών του ακαδημαϊκού και πανεπιστημιακού καθηγητού Ι. Λυριντζή, η πυραμίς του Ελληνικού τοποθετείται χρονολογικώς στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. και είναι αρχαιοτέρα των Αιγυπτιακών πυραμίδων. Ο καθηγητής Ι. Λυριντζής, χρησιμοποιώντας την μέθοδο της θερμοφωταυγίας, έχει αναχρονολογήσει και τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών τοποθετώντας τα χρονολογικώς επίσης στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Στο σημείο αυτό όμως θα ήτο σκόπιμο να επιχειρήσουμε μία σύντομο νοητή περιήγησι στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, εκεί γύρω στα μέσα της 4ης χιλιετίας, την περίοδο κατά την οποία η Ελλάς εισέρχεται στην εποχή του χαλκού. Την ίδια περίοδο η Αίγυπτος διανύει την προδυναστική της φάσι και ο μέγας Κυκλαδικός και Μινωικός πολιτισμός δεν έχει ακόμα φθάσει στο απόγειο της λάμψεώς του. Στο βόρειο Αιγαίο όμως, όπως και στην Θεσσαλία, έχουν ήδη ιδρυθή πόλεις, η δε Πολιόχνη της Λήμνου έχει καταστή, αναγνωρισμένα βάσει των ερευνών της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής, μεταλλουργικό κέντρο της περιοχής. Είναι δε τόση η ακμή της, ώστε άποικοι από αυτήν θα ιδρύσουν, περί το 3200-3000, την Τροία. Στην νήσον του Ηφαίστου -δεν απεδόθη τυχαία στον θεό των μετάλλων- πραγματοποιείται η κατεργασία των μετάλλων, που φθάνουν από τον Εύξεινο Πόντο, μέσω των εμπορικών οδών που οι Μινύες Αργοναύτες είχαν ανοίξει. Εάν όμως ήδη από τις αρχές της 3ης χιλιετίας η Λήμνος, για την οποία όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι αποικίσθη από Μινύες κατά την διάρκεια της Αργοναυτικής Εκστρατείας, είχε καταστή μεταλλουργικό κέντρο, πότε άραγε να επραγματοποιήθη η συγκεκριμένη εκστρατεία; και τι αλήθεια εκφράζει ο μύθος του Φρίξου, της Έλλης και του Χρυσόμαλλου Δέρατος; Μήπως την πρώτη απόπειρα των Ελλήνων Μινυών να εξερευνήσουν ανεπιτυχώς τις άγνωστες θάλασσες του Πόντου και της Βαλτικής; Επίσης θα πρέπει να προβληματισθούμε σχετικώς με την συγκρότησι του Αιγυπτιακού βασιλείου, Ιδρυτής και πρώτος βασιλεύς του οποίου ήτο κάποιος Μιν (ή Μην, Μένες ή Μήνες στα αιγυπτιακά = Μηνάς - Μήνας), και η ημερομηνία ιδρύσεως του οποίου τοποθετείται στην κρίσιμη ακριβώς περίοδο του τέλους της 4ης χιλιετίας π.Χ. Την ίδια ακριβώς περίοδο, τυχαία (;), γεννάται και ο λαμπρός Σουμεριακός πολιτισμός στίς εκβολές του Τίγρητος και του Εύφράτου.
Είναι γενικώς παραδεκτό ότι οι Μινύες υπήρξαν, όπως όλοι οι Έλληνες, ναυτικοί άριστοι. Πέραν των φιλολογικών πηγών το ανωτέρω συμπέρασμα έρχεται να επιβεβαιώση και η αρχαιολογική σκαπάνη, αφού έχουν ανακαλυφθή πήλινα ομοιώματα πλοίων, ακόμα και στην δυτική Θεσσαλία, την τόσο απομεμακρυσμένη από την θάλασσα, της 5ης χιλιετίας π.Χ. και αν ο Οψιδιανός από την Μήλο, που ευρέθη στο σπήλαιο Φράγχθι, αποτελεί, σύμφωνα με ορισμένους, απλώς αμφίβολο ένδειξι, τότε οι παραστάσεις τριαντακοντόρων στα τηγανόσχημα σκεύη από τις Κυκλάδες -3η χιλιετία- οι βραχογραφίες νηοπομπής από τον Στρόφιλα της Άνδρου -4η χιλιετία π.Χ·- και οι βραχογραφίες του Παγγαίου με παράστασι κωπηλάτου, Ιστιοφόρου πλοίου -5η χιλιετία π.Χ.- τι άραγε αποτελούν; Το ότι οι Έλληνες είχαν αναπτύξει από νωρίς την ναυτική τέχνη, κατασκευάζοντας πραγματικά πλοία και όχι παπυρένιες σχεδίες, τεκμηριώνεται λοιπόν από τα ευρήματα της Ελληνικής γης, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων κακόπιστων, Ελλήνων δυστυχώς. Φυσικά πρωτοπόροι στην ανάπτυξι της ναυτικής τεχνογνωσίας, σε κάθε επίπεδο, πρέπει να ήσαν οι παράκτιοι και οι νησιωτικοί πληθυσμοί. Στην περίοδο μεταξύ 4000-3500 π.Χ. όμως δεν έχουμε αποδείξεις υπάρξεως κρατικών μορφωμάτων στην νησιωτική χώρα, αντίθετα με την ηπειρωτική, όπου μεσουρανούσε το κράτος των Μινυών.
Έχουμε δει (βλ. Ελλήνων Ιστορία τ.6, «Ινδοευρωπαίοι: Η αόρατος Φυλή») ότι ήδη από την 6η χιλιετία π·Χ· είχε αναπτυχθή στην Θεσσαλία ένας μεγάλος πολιτισμός, δημιούργημα του οποίου ήτο και η ίδρυσις της πρώτης πόλεως της Ευρώπης, του Σέσκλου. Ο πολιτισμός αυτός εξελίχθη και προϊόν του, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ήτο το Διμήνι, το οποίο ταυτίζεται σήμερα με την Μινυακή Ιωλκό. Μπορούμε λοιπόν με ασφάλεια να ομιλούμε περί συγκροτήσεως ενός είδους έστω κρατικού μορφώματος, κάτω από ένα συγκροτημένο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων, με συγκεκριμένη πολιτική-θρήσκευτική εξουσία και ένα συγκεκριμένο δίκτυο υπηρεσιών. Είναι λογικό ένα συγκροτημένο κράτος-βασίλειο να έχη μεγαλύτερες δυνατότητες αναπτύξεως από μία μεμονωμένη πόλι ή μία φυλή. Ένα βασίλειο έχει επίσης και διαφορετικές ανάγκες και υποχρεούται εκ των πραγμάτων να επενδύη στον τομέα της αμύνης αλλά και του εμπορίου. Το ήδη συγκροτημένο βασίλειο του Μινυακού Ορχομενού επεχείρησε την πρώτη, αποτυχημένη κατά τα φαινόμενα, επιχείρησι διανοίξεως των εμπορικών δρόμων μέσω του βορείου Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου (ταξίδι Φρίξου και Έλλης). Οι Μινύες δεν φαίνεται ότι επεχείρησαν, άμεσα τουλάχιστον, να διεισδύσουν στο νότιο Αιγαίο, ίσως διότι εκεί υπήρχε το αντίπαλο δέος των Κυκλαδιτών και των Κρητών. Περί το έτος 3200 π.Χ. όμως έχουν ήδη αποικήσει την Λήμνο -Πολιόχνη- και την βορειοδυτική Μικρασιατική ακτή -Τρωάδα. Άρα τότε περίπου πρέπει να επραγματοποιήθη και η Αργοναυτική Εκστρατεία και όχι στους Μυκηναϊκούς χρόνους, όπου πολλοί την τοποθετούν.
Έχοντας εγκατασταθή σταθερά στα στενά του Ελλησπόντου και ελέγχοντας πλήρως τις εμπορικές οδούς, δια ξηράς και θαλάσσης (όπως μαρτυρεί η συμμετοχή ονομαστών Θρακών ηρώων στην Αργοναυτική Εκστρατεία), οι Μινύες ίδρυσαν μία ελληνική εμπορική αυτοκρατορία, η ζώνη επιρροής της οποίας εξετείνετο από την βόρειο Βοιωτία έως και την βορειοδυτική Μικρά Ασία. Έτσι ετέθη και το πλαίσιο για την έκρηξι του Τρωικού Πολέμου αργότερα, όταν η αποικία Τροία, είχε αναλάβει τα ηνία της αυτοκρατορίας, υποσκελίζοντας τις μητροπόλεις Ορχομενό και Ιωλκό. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι Μινύες έφθασαν και ως την Αίγυπτο συντελώντας στην ίδρυσι του Αιγυπτιακού κράτους και μεταφέροντας στους Αιγυπτίους το σεληνιακό ημερολόγιο, το όποιο αυτοί ως ναυτικοί είχαν επινοήσει. Για τον λόγο αυτό και ο πρώτος Αιγύπτιος Φαραώ ονομάζετο Μην (μήνας = χρονικό διάστημα από μία νέα σελήνη στην επομένη), όνομα που παρέμεινε ιερό στους Αιγυπτίους έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους (εξ ου και ο Άγιος της Εκκλησίας μας Μήνας ο Αιγύπτιος). Ο συγκεκριμένος μάλιστα Φαραώ εδίδαξε στους Αιγυπτίους την τεχνική κατασκευής αρδευτικών έργων, με τα οποία ήλεγξαν τις πλημμύρες του Νείλου και κατώρθωσαν να αναπτύξουν την γεωργία. Έχοντας υπ' όψιν ότι οι Μινύες ήσαν οι πρώτοι οι οποίοι κατώρθωσαν να τιθασεύσουν την φύσι, αποξηραίνοντας την λίμνη Κωπαΐδα, μπορούμε να υποθέσουμε ποιοί ήσαν και αυτοί οι οποίοι εδίδαξαν τους Αιγυπτίους και ενδεχομένως και τους Σουμερίους. Σύμφωνα πάντως με άλλη άποψι ο ιδρυτής του Αιγυπτιακού βασιλείου ήτο Μινωίτης.
Οι Μινύες φαίνεται ότι κάποια στιγμή σχετίσθηκαν και με τους Μινωΐτες -ενδεχομένως να συνέβη και το αντίθετο, αν και τα ευρήματα συνηγορούν υπέρ της πρώτης απόψεως. Ωστόσο υπάρχουν και ερευνητές, όπως ο Βρεταννός αρχαιολόγος Πάρσον, οι οποίοι ταυτίζουν Μινύες και Μινωΐτες, θεωρώντας ότι επρόκειτο περί του ιδίου λαού, ο οποίος σταδιακά εξαπλώθηκε από την ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη, την Αίγυπτο και την Μεσοποταμία -την χώρα των Σουμερίων. Η άποψις αυτή συνάδει με την θεώρήσι του Εβανς, ο οποίος τοποθετούσε την προανακτορική φάσι του Μινωικού Πολιτισμού πριν από το 3200 π.Χ., δηλαδή στην κρίσιμη ακριβώς υπό εξέτασιν περίοδο. Και πράγματι είναι εκπληκτικό το ότι περί τα τέλη της 4ης χιλιετίας παρατηρείται μία πολιτισμική έκρηξις σε ολόκληρη την Ανατολή, της οποίας όμως κανείς δεν μπορεί να εξήγηση τις αιτίες γενέσεως, οι οποίες φυσικά δεν συνδέονται με την λεγομένη έλευσι των Ινδοευρωπαίων, που άλλωστε, ακόμα και αν για την οικονομία του λόγου δεχθούμε την ύπαρξί τους ούτε στην Αίγυπτο έφθασαν ούτε στην νότιο Μεσοποταμία. Στις χώρες αυτές θα μπορούσε να φθάση μόνο ένας λαός, ο οποίος μπορούσε να εκμεταλλευθή τον μεγαλύτερο εμπορικό δρόμο της εποχής, την θάλασσα. Μη περιοριζόμενοι όμως στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς, θα μπορούσαν κάλλιστα να εκμεταλλευθούν και τις αντίστοιχες χερσαίες, που οι ίδιοι είχαν άλλωστε ανακαλύψει:
Η μία ξεκινούσε από την Τροία και είτε διασχίζοντας το υψίπεδο της Μικράς Ασίας, είτε ακολουθώντας την ακτογραμμή, κατέληγε στην Συρία, στην Αίγυπτο και στην Μεσοποταμία.
Η άλλη ξεκινούσε από την Μίλητο (ένας από τους Αργοναύτες, ο Εργίνος, ήλθε από την Μίλητο, σύμφωνα με τα Ορφικά και τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, γεγονός που σημαίνει ότι η Μίλητος είχε ίδρυθή πολύ παλαιά) και οδηγούσε στην Αίγυπτο και στην Μεσοποταμία.
Από αυτές τις οδούς εκινήθη, βάσει του μύθου, ο Διόνυσος και οι ακόλουθοι του και έφθασαν έως την μακρινή Ινδία. Τις ίδιες οδούς ακολούθησε αργότερα και ο Ηρακλής, σταθμεύοντας μόνον ενώπιον του απόρθητου οχυρού της Αόρνου Πέτρας. Από την αυτήν οδό εκινήθη και ο Ηρακλείδης Αλέξανδρος, για να φθάση και αυτός στην Ινδία, καταλαμβάνοντας όμως την Άορνο Πέτρα.
Τα τεχνικά έργα των Μινυών
Η αρχαιολογική έρευνα έχει αποδώσει στους Μινύες ένα πλήθος τεχνικών έργων (υδραυλικά έργα, κυκλώπεια τείχη), που προκαλούν μέχρι σήμερα τον θαυμασμό μας. Το υψηλότατο επίπεδο τεχνογνωσίας δε εις το οποίον είχαν φθάσει, εντυπωσιάζει και τους πλέον προοδευτικούς τεχνοκράτες. Οι αρχαίοι Έλληνες ίσως γι' αυτό να είχαν αποδώσει στον ημίθεο Ηρακλή τα έργα αυτά, καθώς και όλες τις φυσικές καταβόθρες, θεωρώντας τις κι αυτές έργα του υπεράνθρωπου ήρωος. Κατά την κρίσι τους μόνον ένας ισόθεος μπορούσε να κατασκευάση ανάλογα έργα. Το 1944, ο Χρήστος Θ. Πανάγος ομίλησε πρώτος στην διδακτορική του διατριβή για τα υδραυλικά έργα των Μινυών στον αρχαίο Πειραιά. Ο ίδιος μάλιστα ανεγνώριζε ως πρώτο σημείο αφίξεως των Μινυών στην Αττική τον Πειραιά. Κατά τον Χ. Θ. Πανάγο, ο τότε βασιλεύς των Αθηνών Μούνιχος τους παρεχώρησε ως κατοικία μία περιοχή του Πειραιώς, την οποία ονόμασαν προς τιμήν του Μουνιχίαν ή *****χιον. Κατά την διάρκεια της εκεί παραμονής τους λοιπόν οι Μινύες κατεσκεύασαν ένα εκπληκτικό δίκτυο υδραυλικών έργων. Σε αυτούς απέδωσε ο συγγραφεύς την «Σπηλιά της Αρετούσας», διάφορους υπογείους οικήσεις σε βράχους και το σπουδαιότερο εξ όλων των μνημείων, το «Σηράγγιον» ή την «Σπηλιά του Παρασκευά», όπως ήταν κάποτε γνωστή, στην απότομη βραχώδη πλευρά της Καστέλλας. Η έρευνα απέδειξε ότι η υπόγειος στοά του Σηραγγίου εισχωρεί σε βάθος 12 μέτρων εντός του βράχου της περιοχής και διέρχεται κάτω από την Λεωφόρο Φαλήρου. Στο βάθος δε της σπηλαιώδους αυτής στοάς είχαν ανακαλυφθή τότε πανάρχαιοι τάφοι με ένα φρέαρ (πηγάδι) στο πρόσθιο μέρος. Γράφει χαρακτηριστικά ο Πανάγος: «πλησίον της κορυφής του λόφου της Μουνιχίας και προς την Δυτική πλευρά υπάρχει ευρύχωρο όρυγμα με κατεύθυνσι από Νότο προς Βορρά.
Επάνω στον βράχο υπάρχουν 165 βαθμίδες, που δημιουργούν κλίμακα. Κάτω από την κλίμακα και σε βάθος 65μ. υδραγωγοί σωλήνες οριζοντίως, περιέργως επικοινωνούντες δια ρωγμών προς τα επάνω της ακροπόλεως είχαν σχετισθή από τον αείμνηστο αρχαιολόγο Ι. Ραγκαβή με τα αρχαιότατα έργα των επί της Μουνιχίας Μινυών. Ο δε Γ. Ζαννέτος αναφέρει ότι η επί της μεσημβρινοδυτικής κορυφής του λόφου της Μουνιχίας ανδρομήκης σήραγξ... ήτις ήτο πανάρχαιος τάφος των Μινυών, ως εν Ναυπλία κατά την βορειοανατολικήν κλιτύν του Παλαμηδίου (Στράβων, 11, 369), η όπερ πιθανώτερον εχρησίμευε προς συναγωγήν ύδατος, ως και αι άλλαι περί την Μουνιχίαν δεξαμεναί. Εις τούτο πείθει ημάς και το επί της κορυφής του λόφου στόμιον της σήραγγας, όπερ ασφαλώς είναι κεκλεισμένον».
Οι αρχαιολογικές έρευνες, που έγιναν στην περιοχή κατά τα έτη 1868-1869 και 1897, απέδειξαν πράγματι την ύπαρξι υδραυλικών έργων με κατεύθυνσι προς τους πανάρχαιους συνοικισμούς γύρω από τον λιμένα Μουνιχία. Δυστυχώς η έρευνα δεν οδήγησε σε σαφέστερα συμπεράσματα σχετικώς με το μέρος στο οποίο οδηγούσε το όρυγμα αυτό.
Η λαϊκή παράδοσις όμως αναφέρει ότι το σπήλαιο αυτό ήτο η κατοικία μιας πριγκηπίσσης, της Αρετούσας, από την οποία έλαβε και το όνομα της η σπηλιά. Η πριγκήπισσα χρησιμοποιούσε το όρυγμα για να επικοινωνή κρυφά με τον αγαπημένο της, που ευρίσκετο στην ακρόπολι της Μουνιχίας. Ανάλογος παράδοσις σώζεται και στην Νάξο, αυτήν την φορά για την ύπαρξι μιας μυστικής σήραγγας μέσω της οποίας διέφευγε κρυφά ο βασιλεύς σε περίπτωσι κινδύνου, ή άλλοτε η Αριάδνη, η πριγκήπισσα της λαϊκής παραδόσεως των εντοπίων. Πριν από λίγα χρόνια η ανακάλυψις ενός φρέατος στην ρίζα του κάστρου του Σανούδου έκανε την λαϊκή φαντασία να καλπάση. Ήτο όμως ένα από τα πολλά φρέατα, τα όποια οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδος, οι Μινύες, κατασκεύασαν στα σημεία απ' όπου διέβησαν. Ανάλογες παραδόσεις άλλωστε διασώζονται σε πολλές περιοχές της Ελλάδος. Τα σπηλαιώδη αυτά ορύγματα είχαν αποδώσει οι Ευρωπαίοι επιστήμονες Lecke, Dodwell, Milchhbffer και Hirschfeld, βάσει των περιγραφών του Στράβωνος (IX, 395), στους Μινύες, θεωρώντας τα έργα υδρεύσεως της προϊστορικής περιόδου του Πειραιώς.
Αν και τα Μινυακά αυτά έργα του Πειραιώς δεν είναι τόσο γνωστά, η παράδοσις αναγνωρίζει μέχρι σήμερα το χέρι των Μινυών και του Ηρακλέους στα αρδευτικά-αποστραγγιστικά έργα της Κωπαΐδος. Οι Μυκηναίοι, σύμφωνα με την κρατούσα άποψι, απλώς τους αντέγραψαν στις υδραυλικές μυστικές εγκαταστάσεις (σήραγγες) των ανακτόρων τους. Μέσα στα πλαίσια λοιπόν της ερεύνης μας για την συγγραφή του θέματος του παρόντος τεύχους -συνοδεία της αρχαιολόγου Ε.Λ. Μπουρδάκου- επισκεφθήκαμε την περιοχή του «Ελληνικού», όπου γίναμε μάρτυρες ενός ακόμη κολοσσιαίου Μινυακού έργου που μοιάζει ν' αλλάζη όχι μόνον την καθιερωμένη χρονολογική διάταξι της προϊστορίας, αλλά και την ϊδια την χρονολόγήσι της «πυραμίδας του Ελληνικού». Τύχη αγαθή πραγματικά έφύλαξε για μας αυτήν την ανακάλυψι καθώς πλήθος ερευνητών και επισκεπτών φαίνεται ότι προσπέρασαν βιαστικά ένα εκ των μεγίστων αρχαιολογικών μνημείων. Σε μικρή σχετικά απόστασι από την πυραμίδα ευρίσκεται η θαυματουργή εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.
Το ίδιο το όνομα δεν εδόθη τυχαία στην εκκλησία. Επισκεπτόμενοι το εσωτερικό του βράχου, όπου ευρίσκεται και ο ναός, διαπιστώσαμε ότι η πραγματική αιτία δημιουργίας της σπηλιάς ήταν τα θαυμαστά έργα, τα όποια η παράδοσις αποδίδει στους Μινύες. Σε έναν δαιδαλώδες σχηματισμό του βράχου συνυπάρχουν μια δεύτερη «μεγάλη καταβόθρα», αντίστοιχη μ' αυτήν της Κωπαΐδος, και μια μυστική σήραγγα, αντίστοιχη της Τίρυνθος ή των Μυκηνών. Η αρμονική διάταξις και επικοινωνία των μεγίστων αυτών υδραυλικών έργων υποδεικνύει ότι το Μινυακό θαύμα της «μεγάλης καταβόθρας» είναι σύγχρονο με την «Μυκηναϊκή σήραγγα». Τα δύο έργα υποδηλούν συνύπαρξι Μινυών/ Μινωϊτών- Μυκηναίων, διαψεύδοντας όλους εκείνους που διακρίνουν διαφορετικούς λαούς. Φαίνεται έτσι να επαληθεύεται ο Πάρσον, ο οποίος ταυτίζει τους Μινύες με τους Μινωίτες. Κι αυτό διότι και οι κάτοικοι της Μινωικής Κρήτης έχουν να παρουσιάσουν μια σειρά εντυπωσιακών υδραυλικών κατασκευών, που παρουσιάζουν εκπληκτικές ομοιότητες με τα Μινυακά (αρδευτικά συστήματα με δίκτυα υδαταγωγών, παγωμένες κρήνες εν είδει «ψυγείου», κ.ά.). Τα υδραυλικά έργα του Ελληνικού, μολονότι δεν περιγράφονται ευκρινώς, υπολανθάνουν στην περιγραφή του Παυσανίου (II, 24, 6) για την περιοχή: «κατεβαίνοντας κανείς από το όρος πάλι (προς το μέρος του Άργους), έχει αριστερά της λεωφόρου έναν ναό της Αρτέμιδος. Λίγο πιο πέρα, δεξιά του δρόμου, έχει ένα βουνό ονομαζόμενο Χάον, στις υπώρειες του οποίου υπάρχουν δένδρα ήμερα, και βγαίνουν στην επιφάνεια σ' αυτό το μέρος τα νερά του Ερασινού. Ως αυτό το μέρος ρέουν κάτω από το έδαφος ξεκινώντας από την Στύμφαλο της Αρκαδίας, όπως ρέουν οι Ρειτοί από τον Εύριπο ως την Ελευσίνα και την εκεί θάλασσα. Στο μέρος του όρους, όπου εξέρχονται στην επιφάνεια τα νερά του Ερασινού, θυσιάζουν για τον Διόνυσο και τον Πάνα». Ο Παυσανίας κατευθυνόμενος πράγματι προς την Ελευσίνα (Ι, 38, 1), εντυπωσιάζεται από το φαινόμενο των τεχνητών λιμνών, πού υπήρχαν στους Ρειτούς, όπως απέδειξε, αρκετούς αιώνες αργότερα, η αρχαιολογική έρευνα. Ο Άγγλος περιηγητής Λήκ στις αρχές του παρελθόντος αιώνος είδε εκεί δύο λίμνες, στις οποίες τα νερά συγκρατούνταν με τεχνητά φράγματα, καθώς και δύο τεχνητές διαρροές προς την θάλασσα, που έθεταν σε κίνησι δύο παραλιακούς υδρόμυλους, έναν στην νότια και άλλον στην βόρεια λίμνη. Ο αρχαίος περιηγητής ωστόσο, μολονότι εντυπωσιάζεται στην θέα των ιερέων της Αφροδίτης, που ψαρεύουν τους ιερούς ιχθύς από τις τεχνητές λίμνες, δεν δίδει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα αρχαία τεχνικά έργα. Η ύπαρξίς τους απλώς αιωρείται. Το ίδιο κάνει άλλωστε και στην περιγραφή της Περσείας κρήνης των Μυκηνών. Ο παραλληλισμός λοιπόν του φαινομένου του Έρασινοϋ με τους Ρειτούς υποδεικνύει ότι κι εκεί υπήρχε κάποιο σπουδαίο τεχνικό έργο, το οποίο και επεσκέφθη ο Παυσανίας πριν φθάση στην «πυραμίδα του Ελληνικού», την άλλοτε ονομαζόμενη «Τούμπα» (=τύμβος). Οι πηγές του Ερασινού, που υπάρχουν μέχρι σήμερα στους πρόποδες του Χάονος, ξεκινούν από το Κεφαλάρι, που απέχει 5 περίπου χιλιόμετρα από το Άργος. Χάρις στις πηγές αυτές μάλιστα λειτουργούσε στο Κεφαλάρι και πυριτιδοποιεΐο στις πρώτες μετά την ανεξαρτησία δεκαετίες, αναφέρει ο αρχαιολόγος Ν.Δ. Παπαχατζής. Η αρχαιολογική έρευνα δε επιστοποίησε τις αναφορές του Παυσανίου για τις δύο σπηλιές, οι οποίες, όπως απεδείχθη, κατοικούντο από την νεωτέρα παλαιολιθική ως την νεολιθική αδιάκοπα. Πολλούς αιώνες αργότερα, η μία από αυτές μετετράπη σε εκκλησία της Παναγίας Κεφαλαριώτισσας ή Ζωοδόχου Πηγής, στην οποία προαναφερθήκαμε. Στην θέσι των αρχαίων αναθημάτων, τα οποία ευρίσκοντο κάποτε στις κόγχες της σπηλιάς, οι σύγχρονοι πιστοί έχουν τοποθετήσει με την σειρά τους σταυρούς καί θαυματουργές είκόνες. Το θέαμα των αχανών σπηλαίων είναι λίαν εντυπωσιακό μα αδύνατον να κλεισθή σε μια φωτογραφία. Αρκεί να υψώσουμε το βλέμμα μας στην κορυφή της εισόδου για να μαγευθούμε από την αρμονία της επαλληλίας των λαξευμένων τόξων που καταλήγει στο βάθος της στην σύγχρονη εικόνα του Εσταυρωμένου. Στρίβοντας αριστερά στην διπλανή σπηλιά και υπό το κατανυκτικό φως των κεριών, αγναντεύουμε την «μεγάλη καταβόθρα», θαύμα της φύσεως, που η παράδοσις αποδίδει πάντοτε στους Μινύες.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ακολουθώντας τον δρόμο Άργους- Τεγέας ο περιηγητής είχε λοξοδρομήσει προς τα δεξιά για να επισκεφθή τις πηγές του Ερασινού. Αυτή η παρέκκλισις ίσως θα πρέπει να συσχετισθή με τα θαυμαστά υδραυλικά έργα στην περιοχή, τα οποία ο Παυσανίας, όπως και στην περίπτωσι των Ρειτών και των Μυκηνών, θα ήτο αδύνατον τότε να διαπιστώση. Οι θρύλοι όμως και οι τοπικές παραδόσεις θα ήσαν αρκετές για να επισκεφθή τις πηγές του. Κατόπιν επανέρχεται στον δρόμο και συναντά σε απόστασι μικρότερη των 3 χιλιομέτρων τα «πολυάνδρια», ταφικά μνημεία, εκ των οποίων το ένα ήτο η περίφημος πυραμίς του Ελληνικού, εύκολα προσιτή από το Κεφαλάρι. Η ανασκαφική έρευνα ωστόσο, πού ακολούθησε, δεν μπόρεσε να βεβαίωση ότι εχρησιμοποιήθησαν για ταφές. Ακόμη και το κυκλώπειο σύστημα τοιχοδομίας δεν εμπόδισε κάποιους να χρονολογήσουν την «πυραμίδα» στον 4ο αιώνα π.Χ. Όπως θα διαπιστώσετε όμως στην συνέχεια, τα προϊστορικά υδραυλικά έργα του Κεφαλαριού (Ερασινού) συνδέονται άμεσα και με την «πυραμίδα», έργο Μινυών, όπως αποδεικνύεται τελικώς. Οι Μινύες τεχνίτες φαίνεται ότι είχαν ένα ιδιαιτέρως υψηλό τεχνολογικό επίπεδο, το όποιο ξεκινούσε από την άριστη γνώσι της ίδιας της φύσεως. Πράγματι, η χώρα μας είναι γεμάτη από «καταβόθρες», οι οποίες παρουσιάζονται στα κράσπεδα ή και στο μέσον των λιβαδιών και ευρίσκονται επί ρηξγενών γραμμών. Στην επιστήμη της Γεωλογίας, οι «καταβόθρες» αυτές είναι φυσικές οπές, που παρουσιάζονται στις επιφάνειες καρστικών περιοχών και συγκοινωνούν με υπογείους φυσικούς οχετούς.
Μέσω αυτών των φυσικών «καταβόθρων», τα ύδατα λιμνών και ποταμών μεταφέρονται υπογείως, φερόμενα στην θάλασσα ή αναβλύζοντα πάλι ως πηγές στην επιφάνεια της Γης μακρια απ' τις καταβόθρες. Στην αρχαιότητα λοιπόν αναφορικά με τον Ερασινό, οι Έλληνες επίστευαν ότι τα πλούσια νερά του προήρχοντο από την Στυμφαλίδα λίμνη. Η επιστήμη ωστόσο της Γεωλογίας δεν θεώρησε τον θρύλο πιθανό. Κι όμως το γεγονός ότι σήμερα οι πηγές του Ερασινού στο Κεφαλάρι δεν έχουν πολλά νερά, δεν αποκλείει στο απώτατο παρελθόν λόγω της ροής τους να συνέβαλαν σε ανάλογα φαινόμενα. Αυτή η επιστημονική πλέον γνώσις ανιχνεύεται ξεκάθαρα στην περιγραφή του Παυσανίου για την περίπτωσι των Ρειτών: «Οι λεγόμενοι Ρειτοί μόνο που ρέουν όπως τα ποτάμια. Το νερό τους είναι θαλασσινό. Θα μπορούσε να πιστέψη κανείς πως από τον Εύριπο της Χαλκίδας ρέουν κάτω από το έδαφος και χύνονται σε μια θάλασσα χαμηλότερη».
Οι Ρειτοί ήσαν ρέματα, που εσχηματίζοντο από πολλές πηγές σε δύο γειτονικές θέσεις των Δυτικών υπωρειών του Αιγάλεω και εχύνοντο στον Κόλπο της Ελευσίνας. Το αλμυρό τους νερό ωφείλετο στην γειτνίασι με την θάλασσα. Επειδή δε οι πηγές και στις δύο θέσεις ευρίσκονται σε βαθουλώματα εξ αιτίας μικρού πετρώδους εξάρματος του εδάφους που τίς χωρίζει, φαίνεται πως σχηματίσθηκαν σε αυτά λίμνες με φράγματα τεχνητά προς την πλευρά της θαλάσσης. Μία από αυτές τίς λίμνες ήτο η σημερινή λίμνη Κουμουνδούρου. Τα περισσότερα δε από τα νερά, που εσχημάτιζαν την δεύτερη λίμνη, διωχετεύονταν στην θάλασσα με όρυγμα στο όποιο αυτά στραγγίζουν. Χωρίς να τολμά να το διανοηθή η σύγχρονη επιστήμη, ο Παυσανίας περιγράφει την «καρστική τοπογραφία» της περιοχής, η οποία συνίσταται στην διαλυτική δράσι του νερού, που διαβρώνει τις ασβεστολιθικές περιοχές και διοχετεύει τα ύδατα μέσω υπογείων φυσικών αγωγών, πολλούς αιώνες πριν ο Γιουγκοσλάβος γεωλόγος Γ. Τσβίγιτς (1893) καθιέρωση τον όρο Κάρστ, δηλαδή το «Πεδίον Λίθων».
Πολύ πιο πριν όμως από όλους αυτούς, οι Έλληνες Μινύες είχαν εφαρμόσει πρακτικώς το «Πεδίο Λίθων» για τίς βιοτικές τους ανάγκες. Δεν είναι τυχαία επίσης ακόμη και η επιλογή της θέσεως της Κωπαΐδος για την δημιουργία των υδραυλικών έργων των Μινυών. Ονομαστές είναι οι «καταβόθρες», που έχουν δημιουργήσει τις λίμνες της Κωπαΐδος, της Στυμφαλίας, του Φενεού, των Ιωαννίνων, του Σαρανταποτάμου, και οι οποίες εξαφανίζονταν κάτω από τους πρόποδες των βουνών. «Καταβόθρα» άλλωστε είναι και η κοινή ονομασία του όρους Οιτη. Η πλέον διάσημη είναι αναμφισβήτητα αυτή της Κωπαΐδος. Οι όχθες της έχουν ελικοειδείς κολπίσκους, των οποίων οι βάσεις είναι διάτρητες με 23 γεωλογικές σχισμές, γνωστές σήμερα ως «καταβόθρες». Οι σχισμές αυτές, πού έχουν τα ανοίγματα τους στην επιφάνεια της λίμνης, υπήρξαν ανέκαθεν οι φυσικές διέξοδοι των υδάτων του έλους. Οι αρχαιολογικές έρευνες του καθηγητού Θ. Σπυροπούλου στην μεγάλη καταβόθρα απεκάλυψαν ότι τα υδραυλικά έργα σε αυτήν ανάγονται στα τέλη της 4ης ή στίς αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. Αν σκεφθούμε λοιπόν ότι η παράδοσις αποδίδει τα έργα αυτά στους Μινύες έχουμε μία έμμεση γνώσι σχετικά με τα χρονολογικά πλαίσια υπάρξεως τους. Κατά τον Στράβωνα, όλη η έκτασις του λιμναίου εδάφους ανήκε αρχικώς στην χώρα του Ορχομενού, στην κυριαρχία του οποίου έθεσαν τέρμα οι Θηβαίοι, βοηθούμενοι από τον Ηρακλή, ο οποίος έφραξε τις καταβόθρες, καταστρέφοντας έτσι την χώρα των Μινυών. Πίσω από τον μύθο διακρίνεται ξεκάθαρα ένα προϊστορικό υδραυλικό έργο των πρώτων Ελλήνων, όπως απέδειξε προσφάτως η αρχαιολόγος Ε.Λ. Μπουρδάκου στο βιβλίο της «Ηρακλής, ο εξερευνητής του αρχαίου κόσμου» (εκδ. «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΙΣ»). Πράγματι, την αποξήρανσι της Κωπαϊδος κατά τους χρόνους των Μινυών αποδεικνύουν τα λείψανα των αποξηραντικών έργων, τα όποια απεκαλύφθησαν στις ανασκαφές, που έγιναν στην περιοχή. Την λίμνη διατέμνουν τρεις κύριες αύλακες κτιστές με μεγάλους πολυγωνικούς λίθους, που διατρέχουν η μεν το βόρειο τμήμα, η άλλη το κεντρικό και μια άλλη το νότιο. Είναι δε συνδεδεμένες με μικρότερες δευτερεύουσες. Οι αύλακες αυτές άρχιζαν από τα στόμια των παραποτάμων και κατέληγαν μπροστά στις καταβόθρες, τα ίδια τεχνικά έργα παρατηρούνται Το κολοσσιαίο αυτό τεχνικό έργο στην «Μινυακή Καταβόθρα» του περιελάμβανε ακόμη και κατασκευή Ελληνικού, όπως την έβαπτίσαμε διωρύγων! Το εκπληκτικό είναι ότι πλέον, έπειτα από την προσωπική ερευνά μας. Στο παρακείμενο ακριβώς σπήλαιο, όπου ελατρεύετο ο Διόνυσος, διακρίνεται σήραγγα μυκηναϊκής τεχνοτροπίας, εφ' όσον έχει το σχήμα υψικόρυφης καμάρας, χαρακτηριστικής, όπως αναφέρει ο ανασκαφεύς της Γ.Ε. Μυλωνάς, της Μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής. Ανάλογη τεχνοτροπία κατασκευής σηράγγων βλέπουμε στην χώρα των Χετταίων (στην Μικρά Ασία).
Τα σπάνια αυτά έργα της προϊστορίας θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μια νέα κατηγορία των «7 Θαυμάτων του Προϊστορικού Κόσμου». Πώς είναι όμως δυνατόν να συνυπάρχουν Μυκηναϊκά έργα δίπλα σε Μινυακά; Πώς είναι δυνατόν να έζησε κάποιος ταυτόχρονα στον 12ο αι. π.Χ. και στην 3η χιλιετία π.Χ.; Μήπως οι Μυκηναίοι επεξέτειναν το αρχαιότερο έργο; Η επισταμένη μελέτη του χώρου δεν αφήνει αμφιβολίες πως πρόκειται για σύγχρονα έργα. Εφ' όσον λοιπόν οι καταβόθρες τοποθετούνται στην 3η χιλιετία π.Χ., το ίδιο θα πρέπει να γίνη και με τίς σήραγγες. και για να μην προλάβουν κάποιοι κακόβουλοι να τα θεωρήσουν φυσικές «πυλοειδείς» καταβόθρες, τονίζουμε ότι πρόκειται για έργα που έχουν γίνει με την ανθρώπινη μυϊκή δύναμι σε άγνωστο, όπως προκύπτει, προϊστορικό παρελθόν και είναι εύκολο για έναν επιστήμονα- αρχαιολόγο, που έχει εις γνώσιν του τα προαναφερθέντα συγγενικά τεχνικά έργα (Μυκήνες, Τίρυνθα, Κωπαΐδα), να κατανόηση την ομοιότητα και την σπουδαιότητα του ευρήματος. Μια τέτοια παρατήρησις όμως θα άλλαζε τον ρου της ιστορίας εφ' όσον μας οδηγεί σε ένα παράλογο για την «κατεστημένη επιστημονική έρευνα» συμπέρασμα ότι:
Οι Μινύες είναι οι δημιουργοί όλων των εν Ελλάδι και ίσως και εκτός αυτής (Μάλτα, Βρεταννία, κ.ά.) κυκλώπειων έργων. Άρα και τα Μυκηναϊκά κυκλώπεια τείχη είναι Μινυών έργα.
Είναι γεγονός πως η διεθνής επιστημονική κοινότητα δέχεται την Χρονολόγησι της 3ης χιλιετίας π.Χ. για τα μεγαλιθικά μνημεία της Μάλτας η της Σαρδηνίας ή ακόμη και του Στόουνχεντζ, απορρίπτει όμως την χρονολόγησι αυτή για τα «Μυκηναϊκά» εν Ελλάδι ευρήματα. Παρουσιάζονται έτσι τα τελευταία ως έργα των μέσων της 2ας χιλιετίας π.Χ., αντίγραφα των υπολοίπων ευρωπαϊκών. Η ψυχρή επιστημονική λογική όμως διακρίνει το ίδιο «χέρι» στα έργα αυτά. Άλλωστε εάν δεχθούμε την ευρωπαϊκή άποψι, έπειτα από 1.500 χρόνια, χρονολογία κατά την οποία ανηγέρθησαν τα Μυκηναϊκά τείχη, είναι αδύνατον η ιστορική μνήμη να είχε διατηρήσει την ίδια τεχνογνωσία, η οποία διαρκώς μεταβάλλεται. Σήμερα με πιο έντονους ρυθμούς, τότε πιο αργά, αλλά διαρκώς μεταμορφούμενη.
Φαίνεται ότι όλα αυτά τα χρόνια, οι επισκέπτες του «Ελληνικού», τολμηροί ερασιτέχνες ή μονολιθικοί «ερευνητές», προσεπάθησαν να ερμηνεύσουν το μεμονωμένο φαινόμενο της «πυραμίδας», χωρίς να μελετήσουν την ευρύτερη περιοχή. Κι όμως πίσω ακριβώς από την αρχαιολογική θέσι της πυραμίδας και μέσα στα χωράφια, που ανεπιτρέπτως καλλιεργούνται σήμερα στην περιοχή, ανιχνεύονται σπουδαία λείψανα των προϊστορικών υδραυλικών έργων των Μινυών. Ανάμεσα στις καλλιέργειες διακρίνονται κυκλώπεια τείχη εν είδει περιβόλου ή αναλημμάτων-αναχωμάτων, τα όποια περιέκλειαν κάποτε το πυραμιδοειδές μνημείο. Αυτή η νέα αρχαιολογική ανακάλυψις την οποία η θεία τύχη ώρισε να έλθη στο φως, επιβεβαιώνει τις αρχαιομετρικές έρευνες του καθηγητού Ι. Λυριντζή, ο οποίος τοποθετεί χρονολογικά την «πυραμίδα» επίσης στην 3η χιλιετία π.Χ., καθιστώντας την αυτομάτως αρχαιότερη των αιγυπτιακών. Δυστυχώς ή απουσία του άνω τμήματος της «πυραμίδος» δεν μας επιτρέπει να ομιλούμε με βεβαιότητα για την ύπαρξι πυραμίδων στην Ελλάδα. Κι αυτό διότι στο εσωτερικό της σχηματίζεται χώρος τετράγωνος διαστάσεων 7,10 Χ 7,10 μέτρων, οι τοίχοι του οποίου είναι κάθετοι και εάν προεκταθοϋν προς τα πάνω θα συναντήσουν την επικλινή εξωτερική επιφάνεια χαμηλότερα από το σημείο, όπου θα μπορούσαν να συναντηθούν σ' ένα κοινό σημείο οι επικλινείς τέσσερεις γραμμές των γωνιών της πυραμίδας.
Η παρατήρησις αυτή οδήγησε στην υπόθεσι ότι η πυραμίδα του Ελληνικού ήτο κόλουρος. Προχωρούσε με επικλινείς τις πλευρές της ως το ύψος των 3,5 περίπου μέτρων κι έπειτα είχε επίπεδη στέγη η πλινθόκτιστο εποικοδόμημα με επάλξεις. Πράγματι ολόκληρη η περιοχή είναι κατάσπαρτη με όστρακα (τεμάχια αγγείων) των Ελληνιστικών χρόνων. Διόλου απίθανον από τότε να αλλοιώθηκε η κορυφή της προκειμένου να εξυπηρέτηση νέες πρακτικές ανάγκες των ανθρώπων της περιοχής. Όσον αφορά στην ταύτισι της πυραμίδας με ταφικό μνημείο εκ μέρους του Παυσανίου, πράγμα το όποιο οδήγησε κάποιους ιστοριοδίφες να την χαρακτηρίσουν τάφο, φρυκτωρία ή παρόδιον οχυρό, υπάρχει κι εδώ μία απάντησις. Η πυραμίς ξεχασμένη ανά τους αιώνες ή μάλλον ανά τις χιλιετίες από τους Έλληνες του 6ου - 4ου αιώνος π.Χ., εχρησιμοποιήθη και πάλι ως ταφικό μνημείο και μάλιστα με έτοιμο οικοδομικό υλικό. Δεν είναι σπάνιες ανάλογες περιπτώσεις μέχρι και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σε εποχές που ο χρόνος κατασκευής πιέζει η το υλικό είναι ακριβό, τα παλαιά μνημεία ανοικοδομούνται με την επαναχρησιμοποίησι του αρχαιοτέρου υλικού. Όσον αφορά στην εκδοχή της φρυκτωρίας, είναι ανόητη η επιλογή της θέσεως, εφ' όσον ο λοφίσκος, επί του οποίου είναι ιδρυμένη είναι τόσο μικρός -ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν υψηλότερες βουνοκορφές- ώστε η φωτιά και ο καπνός να είναι μάλλον αόρατα. Το ότι μάλλον ήτο παρόδιον οχυρόν φαίνεται η πιθανώτερη εκδοχή, αλλά και πάλι δεν δικαιολογεί το αρχαίο τοπωνύμιο της περιοχής «Τούμπα» (τύμβος), δηλαδή «Τάφος». Την ίδια στιγμή γνωρίζουμε ότι οι Αιγυπτιακές πυραμίδες είχαν επίσης ιδρυθή ως ταφικά μνημεία. Φυσικά δεν εξυπηρετούσαν μόνον αυτόν τον σκοπό. Είναι γεγονός ότι ή πυραμίδα στα βάθη της κρύβει ακόμη πολλά μυστικά, όπως φαίνεται και από τον κούφιο αντίλαλο του δαπέδου του κεντρικού δωματίου. Τι να κρύβη άραγε στο εσωτερικό της;
Ίσως να μην μάθουμε ποτέ. Δυστυχώς και αυτό το σπάνιο μνημείο έχει πέσει θύμα μιας ανθελληνικής προπαγάνδας, που δεν επιτρέπει στους Έλληνες να ιδρύουν πυραμίδες και μεγάλα τεχνικά έργα πριν από τους Ανατολικούς λαούς. Κι όμως τόσο το μυστικό των Αιγυπτιακών πυραμίδων, όσο και οι σχέσις τους με τους Μινύες και τα υδραυλικά έργα αυτών μοιάζουν
κρυμμένα στο «Ελληνικό». Ας ευχηθούμε ότι οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα καταφέρουν να ανασκάψουν το πολυπόθητο μυστικό της Αργολικής γης, αποκαλύπτοντας επί τέλους την αλήθεια, που ορισμένοι εστέρησαν σε όλους εμάς.
Επίλογος
Οι Μινύες, αυτός ο θρυλικός Ελληνικός λαός, απετέλεσαν τους πρωτοπόρους, τους οδηγούς της
Ελληνικής Φυλής, σε κάθε τομέα δραστηριότητος. Άριστοι ναυτικοί, τεχνικοί και μηχανικοί, οι Μινύες μεταλαμπάδευσαν τον υψηλό θεσσαλικό πολιτισμό, που έχει τις απαρχές του στην μεσολιθική περίοδο -9η χιλιετία π.Χ.- σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Προϊόντα
του Μινυακού πολιτισμού είναι ο Μινωικός και Μυκηναϊκός πολιτισμός, πιθανώς δε και ο Σουμεριακός, αλλά και ο Αιγυπτιακός.
Οι Μινύες ήσαν Έλληνες και όχι επήλυδες, «Ινδοευρωπαίοι», οι οποίοι, κατά τα γνωστά μυθεύματα, αφίχθησαν από τον Βορρά ή την Ανατολή. Αυτό τεκμαίρεται από την συνέχεια
του Ελληνικού πολιτιστικού γίγνεσθαι στους τόπους όπου κατοίκησαν και μεγαλούργησαν. Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα όποια ενισχύουν την άποψι αυτή. Στις πρόσφατες ανασκαφές της στην προϊστορική ακρόπολι του Διμηνίου, η έφορος αρχαιοτήτων Βόλου, η κ. Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, ανεκάλυψε λίγες δεκάδες μέτρα από την προϊστορική ακρόπολι, μία νέα πόλι, Μυκηναϊκή, την οποία εταύτισε με την Μινυακή Ιωλκό. Η ανακάλυψις αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική, διότι προσδίδει νέο χρονικό βάθος, αλλά και συνέχεια στον Ελληνικό θεσσαλικό πολιτισμό. Έχουμε δηλαδή μία λογική χρονική μετάβασι από την περίοδο του Σέσκλου (μέσα 6ης - μέσα 5ης χιλιετίας π.Χ.), στην περίοδο του Διμηνίου (μέσα 5ης - τέλη 3ης χιλιετίας π.Χ.) και τέλος στην περίοδο της Ιωλκού. Έτσι ουδεμία ασυνέχεια του Ελληνικού πολιτισμού υφίσταται και τα επιχειρήματα των Ινδοευρωπαϊστών κατακρημνίζονται. Ακόμα όμως σημαντικώτερα είναι τα προκύπτοντα συμπεράσματα τα αφορώντα στον εν πολλοίς τεχνικό διαχωρισμό μεταξύ των Ελλήνων Μινυών, Μινωϊτών και Μυκηναίων, που όμως κατ'
ουσίαν δεν υφίσταται. Τα ονόματα τους αυτά δεν υποδηλώνουν κανέναν ξεχωριστό πολιτισμό, αλλά απλώς την εκάστοτε μετατόπισι του πολιτικού, διοικητικού και πολιτισμικού κέντρου βάρους του Ελληνισμού, κατά περιόδους.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Ιούνιος-Ιούλιος 2003
"Non, nisi parento, vincitur"
ΒΑΚΩΝ