Ο διάβολος, βλέπετε, κατώρθωσε να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι ο Θεός δε μας αγαπά πραγματικά, ότι ουσιαστικά αγαπά μόνο τον εαυτό του και ότι μας δέχεται μόνο αν συμπεριφερόμαστε όπως Εκείνος θέλει να συμπεριφερόμαστε. Τους έπεισε ότι ο Θεός μας μισεί αν δε συμπεριφερόμαστε όπως Εκείνος μας πρόσταξε και προσβάλλεται σε τέτοιο σημείο από την ανυπακοή μας, ώστε πρέπει να πληρώσουμε γι’ αυτήν με αιώνια βάσανα, τα οποία Εκείνος δημιούργησε γι’ αυτό το σκοπό.Ποιος μπορεί ν’ αγαπήσει ένα βασανιστή; Ακόμα και κείνοι που αγωνίζονται σκληρά γιά να σωθούν από την οργή του Θεού δεν μπορούν να τον αγαπήσουν πραγματικά. Αγαπούν μόνο τον εαυτό τους και προσπαθούν να ξεφύγουν από την εκδίκηση του Θεού και ν’ αποκτήσουν την αιώνια μακαριότητα, επιχειρώντας να εξευμενίσουν αυτό το φοβερό και εξαιρετικά επικίνδυνο Δημιουργό.
Αντιλαμβάνεστε τη συκοφαντία του σατανά γιά τον πανοικτίρμονα και πανεύσπλαχνο, τον πανάγαθο Θεό μας; Να γιατί στην ελληνική γλώσσα δόθηκε στό σατανά το ονομα διάβολος (διαβολέας, συκοφάντης).
Ποιο όργανο όμως χρησιμοποίησε ο διάβολος γιά να συκοφαντήσει το Θεό; Τι μέσα μεταχειρίστηκε γιά να πείσει την ανθρωπότητα, να διαστρέψει την ανθρώπινη σκέψη; Χρησιμοποίησε τη “θεολογία”. Στην αρχή ο διάβολος εισηγήθηκε μια μικρή αλλοίωση στη θεολογία και από τη στιγμή που εκείνη έγινε αποδεκτή, κατάφερε να την αυξάνει όλο και περισσότερο, ώστε ο χριστιανισμός να γίνει τελείως αγνώριστος. Είναι αυτό που ονομάζουμε “δυτική θεολογία”.
Προσπαθήσατε ποτέ να εντοπίσετε ποιο είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της δυτικής θεολογίας; Λοιπόν, το κυριότερο χαρακτηριστικό της είναι ότι θεωρεί το Θεό πραγματικό αίτιο κάθε κακού.
Τι είναι κακό; Δεν είναι αποξένωση από το Θεό, ο οποίος είναι Ζωή; Δεν είναι ο θάνατος; Τι διδάσκει η δυτική θεολογία γιά το θάνατο; Όλοι οι ρωμαιοκαθολικοί και οι περισσότεροι προτεστάντες θεωρούν το θάνατο σαν μια τιμωρία του Θεού. Ο Θεός έκρινε όλους τους ανθρώπους ένοχους γιά την αμαρτία του Αδάμ και τους τιμώρησε με θάνατο, δηλ. τους απέκοψε από τον εαυτό του, τους στέρησε τη Ζωοποιό Του ενέργεια και έτσι τους σκότωσε πρώτα πνευματικά και αργότερα σωματικά, με κάποιο είδος πνευματικού λιμού. Ο Αυγουστίνος μεταφράζει το χωρίο της Γένεσης: “{΄Ηη δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού (του καρπού) θανάτω, αποθανείσθε” ως εξής: “Εάν φάτε από τον καρπό του δέντρου αυτού θά σάς σκοτώσω”.
Μερικοί προτεστάντες θεωρούν το θάνατο όχι σαν τιμωρία αλλά σαν κάτι φυσικό. Δεν είναι όμως ο Θεός που δημιούργησε όλα τα φυσικά πράγματα; Έτσι και στις δύο περιπτώσεις ο Θεός - γι’ αυτούς - είναι ο πραγματικός αίτιος του θανάτου.
Κι αυτό αληθεύει, όχι μόνο γιά το σωματικό θάνατο. Είναι εξίσου αληθές και γιά τον ψυχικό. Δε θεωρούν οι δυτικοί θεολόγοι την κόλαση, τον αιώνιο πνευματικό θάνατο του ανθρώπου, σαν μια τιμωρία του Θεού; Και δε θεωρούν το διάβολο σαν υπηρέτη του Θεού γιά την αιώνια τιμωρία των ανθρώπων στην κόλαση;
Ο “Θεός” της δύσης είναι ένας Θεός προσβλημένος και άγριος, γεμάτος οργή γιά την ανυπακοή των ανθρώπων, που με το καταστροφικό πάθος του θέλει να βασανίζει αιώνια όλη την ανθρωπότητα γιά τις αμαρτίες της, εκτός αν λάβει κάποια άπειρη ικανοποίηση του τρωθέντος εγωισμού του.
Ποιο είναι το δόγμα της σωτηρίας των δυτικών; Ο Θεός δε σκότωσε το Θεό γιά να ικανοποιήσει την υπερηφάνειά του, που οι δυτικοί ονομάζουν κατ’ ευφημισμό δικαιοσύνη; Και δεν είναι από αυτή την άπειρη ικανοποίηση που καταδέχεται να σώσει μερικούς από μας;
Τι είναι σωτηρία γιά τη δυτική θεολογία; δεν είναι σωτρηρία από την οργή του Θεού;
Βλέπετε λοιπόν ότι η δυτική θεολογία διδάσκει πώς πραγματικός κίνδυνος και πραγματικός εχθρός μας είναι ο Δημιουργός και Θεός μας; Σωτηρία, γιά τους δυτικούς, είναι να γλυτώσεις από τα χέρια του Θεού.
Πώς μπορεί ν’ αγαπήσει κανείς τέτοιο Θεό; Πώς μπορούμε να πιστεύουμε σε κάποιον που μισούμε; Η πίστη στην ουσία της είναι προϊόν αγάπης. Επομένως θά θέλαμε να μήν υπάρχει κάποιος που μας απειλεί, ιδιαίτερα όταν η απειλή αυτή είναι αιώνια.
Ακόμα και αν υπάρχει το μέσο γιά να αποφύγει κανείς την οργή αυτής της παντοδύναμης αλλά κακής Ύπαρξης (ο θάνατος του Υιού Του γιά χάρη μας), θά ήταν προτιμότερο αν η Ύπαρξη αυτή δεν υπήρχε. Αυτό ήταν το λογικότερο συμπέρασμα του νού και της καρδιάς των δυτικών λαών, γιατί ακόμα και ο αιώνιος παράδεισος θά ήταν αποκρουστικός με ένα τέτοιο άγριο Θεό. Έτσι γεννήθηκε ο αθεϊσμός και γι’ αυτό γεννήθηκε στη δύση. Ο αθεϊσμός ήταν άγνωστος στην ανατολική χριστιανοσύνη μέχρι να εισβάλει κι εκεί η δυτική θεολογία. Ο αθεϊσμός είναι συνέπεια της δυτικής θεολογίας. Αθεϊσμός είναι η άρνηση, η απόρριψη ενός κακού Θεού. Οι άνθρωποι έγιναν αθεϊστές γιά να σωθούν από το Θεό, κρύβοντας τα κεφάλια τους και κλείνοντας τα μάτιά τους σαν τη στρουθοκάμηλο. Ο αθεϊσμός, αδελφοί μου, είναι η άρνηση του Θεού των ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών. Πραγματικός μας εχθρός δεν είναι ο αθεϊσμός. Πραγματικός εχθρός μας είναι αυτός ο παραποιημένος και διαστρεβλωμένος “χριστιανισμός”.
Ποιο όργανο όμως χρησιμοποίησε ο διάβολος γιά να συκοφαντήσει το Θεό; Τι μέσα μεταχειρίστηκε γιά να πείσει την ανθρωπότητα, να διαστρέψει την ανθρώπινη σκέψη; Χρησιμοποίησε τη “θεολογία”. Στην αρχή ο διάβολος εισηγήθηκε μια μικρή αλλοίωση στη θεολογία και από τη στιγμή που εκείνη έγινε αποδεκτή, κατάφερε να την αυξάνει όλο και περισσότερο, ώστε ο χριστιανισμός να γίνει τελείως αγνώριστος. Είναι αυτό που ονομάζουμε “δυτική θεολογία”.
Προσπαθήσατε ποτέ να εντοπίσετε ποιο είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της δυτικής θεολογίας; Λοιπόν, το κυριότερο χαρακτηριστικό της είναι ότι θεωρεί το Θεό πραγματικό αίτιο κάθε κακού.
Τι είναι κακό; Δεν είναι αποξένωση από το Θεό, ο οποίος είναι Ζωή; Δεν είναι ο θάνατος; Τι διδάσκει η δυτική θεολογία γιά το θάνατο; Όλοι οι ρωμαιοκαθολικοί και οι περισσότεροι προτεστάντες θεωρούν το θάνατο σαν μια τιμωρία του Θεού. Ο Θεός έκρινε όλους τους ανθρώπους ένοχους γιά την αμαρτία του Αδάμ και τους τιμώρησε με θάνατο, δηλ. τους απέκοψε από τον εαυτό του, τους στέρησε τη Ζωοποιό Του ενέργεια και έτσι τους σκότωσε πρώτα πνευματικά και αργότερα σωματικά, με κάποιο είδος πνευματικού λιμού. Ο Αυγουστίνος μεταφράζει το χωρίο της Γένεσης: “{΄Ηη δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού (του καρπού) θανάτω, αποθανείσθε” ως εξής: “Εάν φάτε από τον καρπό του δέντρου αυτού θά σάς σκοτώσω”.
Μερικοί προτεστάντες θεωρούν το θάνατο όχι σαν τιμωρία αλλά σαν κάτι φυσικό. Δεν είναι όμως ο Θεός που δημιούργησε όλα τα φυσικά πράγματα; Έτσι και στις δύο περιπτώσεις ο Θεός - γι’ αυτούς - είναι ο πραγματικός αίτιος του θανάτου.
Κι αυτό αληθεύει, όχι μόνο γιά το σωματικό θάνατο. Είναι εξίσου αληθές και γιά τον ψυχικό. Δε θεωρούν οι δυτικοί θεολόγοι την κόλαση, τον αιώνιο πνευματικό θάνατο του ανθρώπου, σαν μια τιμωρία του Θεού; Και δε θεωρούν το διάβολο σαν υπηρέτη του Θεού γιά την αιώνια τιμωρία των ανθρώπων στην κόλαση;
Ο “Θεός” της δύσης είναι ένας Θεός προσβλημένος και άγριος, γεμάτος οργή γιά την ανυπακοή των ανθρώπων, που με το καταστροφικό πάθος του θέλει να βασανίζει αιώνια όλη την ανθρωπότητα γιά τις αμαρτίες της, εκτός αν λάβει κάποια άπειρη ικανοποίηση του τρωθέντος εγωισμού του.
Ποιο είναι το δόγμα της σωτηρίας των δυτικών; Ο Θεός δε σκότωσε το Θεό γιά να ικανοποιήσει την υπερηφάνειά του, που οι δυτικοί ονομάζουν κατ’ ευφημισμό δικαιοσύνη; Και δεν είναι από αυτή την άπειρη ικανοποίηση που καταδέχεται να σώσει μερικούς από μας;
Τι είναι σωτηρία γιά τη δυτική θεολογία; δεν είναι σωτρηρία από την οργή του Θεού;
Βλέπετε λοιπόν ότι η δυτική θεολογία διδάσκει πώς πραγματικός κίνδυνος και πραγματικός εχθρός μας είναι ο Δημιουργός και Θεός μας; Σωτηρία, γιά τους δυτικούς, είναι να γλυτώσεις από τα χέρια του Θεού.
Πώς μπορεί ν’ αγαπήσει κανείς τέτοιο Θεό; Πώς μπορούμε να πιστεύουμε σε κάποιον που μισούμε; Η πίστη στην ουσία της είναι προϊόν αγάπης. Επομένως θά θέλαμε να μήν υπάρχει κάποιος που μας απειλεί, ιδιαίτερα όταν η απειλή αυτή είναι αιώνια.
Ακόμα και αν υπάρχει το μέσο γιά να αποφύγει κανείς την οργή αυτής της παντοδύναμης αλλά κακής Ύπαρξης (ο θάνατος του Υιού Του γιά χάρη μας), θά ήταν προτιμότερο αν η Ύπαρξη αυτή δεν υπήρχε. Αυτό ήταν το λογικότερο συμπέρασμα του νού και της καρδιάς των δυτικών λαών, γιατί ακόμα και ο αιώνιος παράδεισος θά ήταν αποκρουστικός με ένα τέτοιο άγριο Θεό. Έτσι γεννήθηκε ο αθεϊσμός και γι’ αυτό γεννήθηκε στη δύση. Ο αθεϊσμός ήταν άγνωστος στην ανατολική χριστιανοσύνη μέχρι να εισβάλει κι εκεί η δυτική θεολογία. Ο αθεϊσμός είναι συνέπεια της δυτικής θεολογίας. Αθεϊσμός είναι η άρνηση, η απόρριψη ενός κακού Θεού. Οι άνθρωποι έγιναν αθεϊστές γιά να σωθούν από το Θεό, κρύβοντας τα κεφάλια τους και κλείνοντας τα μάτιά τους σαν τη στρουθοκάμηλο. Ο αθεϊσμός, αδελφοί μου, είναι η άρνηση του Θεού των ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών. Πραγματικός μας εχθρός δεν είναι ο αθεϊσμός. Πραγματικός εχθρός μας είναι αυτός ο παραποιημένος και διαστρεβλωμένος “χριστιανισμός”.
3
Οι δυτικοί μιλούν συχνά γιά τον “Καλό Θεό”. Παρά ταύτα, η Δυτική Ευρώπη και η Αμερική ποτέ δεν πείσθηκαν γιά την ύπαρξη ενός τέτοιου Καλού Θεού. Αντίθετα αποκαλούσαν το Θεό Καλό με τον ίδιο τρόπο που οι Έλληνες αποκαλούσαν “ευλογία” μια λοιμώδη εξανθηματική αρρώστεια, γιά να την εξορκίσουν και να την αποδιώξουν. Γιά την ίδια αιτία η Μαύρη Θάλασσα αποκλήθηκε Εύξεινος (φιλόξενος) Πόντος, αν και στην πραγματικότητα ήταν μια θάλασσα φοβερή και ύπουλη. Βαθιά μέσα της η δυτική ψυχή αισθανόταν το Θεό σαν κακό κριτή που δεν ξεχνούσε ποτέ ακόμα και την παραμικρότερη προσβολή που του γινόταν από μας με την παράβαση των εντολών του.
Αυτή η νομίστικη αντίληψη γιά το Θεό, αυτή η τελείως διεστραμμένη ερμηνεία της δικαιοσύνης του Θεού δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η προβολή των ανθρώπινων παθών στη θεολογία. Ήταν μια επιστροφή στην ειδωλολατρική μέθοδο της ανθρωποποίησης του Θεού και θεοποίησις του ανθρώπου. Οι άνθρωποι οργίζονται και εξαγριώνονται όταν δεν τους παίρνουν στα σοβαρά και αυτό το θεωρούν ταπείνωση που μπορεί να ξεπλύνει μόνο η εκδίκηση, είτε αυτή εκτελείται με έγκλημα είτε με μονομαχία. Αυτή ήταν η κοσμική, εμπαθής ιδέα γιά τη δικαιοσύνη που επικρατούσε στα μυαλά μιας λεγόμενης “χριστιανικής” κοινωνίας.
Οι χριστιανοί της δύσης έβλεπαν τη δικαιοσύνη του Θεού με τον ίδιο τρόπο^ ο Θεός, η άπειρη Ύπαρξη, προσβλήθηκε άπειρα από την ανυπακοή του Αδάμ. Αποφάσισε ότι η ενοχή της ανυπακοής του Αδάμ πρέπει να περάσει εξίσου και σε όλους τους απογόνους του και ότι όλοι πρέπει να καταδικαστούν σε θάνατο γιά την αμαρτία του Αδάμ, την οποία δε διέπραξαν οι ίδιοι. Η δικαιοσύνη του Θεού λειτουργούσε γιά τους δυτικούς σαν βεντέτα. Όχι μόνο ο άνθρωπος που σε πρόσβαλε αλλά και όλη η οικογένειά του πρέπει να πεθάνει. Και αυτό που ήταν τραγικό γιά τους ανθρώπους, σε σημείο απελπισίας, ήταν ότι κανένας άνθρωπος, ούτε ακόμα και η ανθρωπότητα ολόκληρη, δεν μπορούσε να εξευμενίσει την προσβλημένη αξιοπρέπεια του Θεού, ακόμα και αν θυσιάζονταν όλοι οι άνθρωποι. Η αξιοπρέπεια του Θεού θά μπορούσε να σωθεί μόνο αν μπορούσε να τιμωρήσει κάποιον που είχε την ίδια αξία με Εκείνον. Έτσι, γιά να σωθεί τόσο η αξιοπρέπεια του Θεού όσο και το ανθρώπινο γένος δεν υπήρχε άλλη λύση από την ενσάρκωση του Υιού Του, ώστε να θυσιαστεί ένας άνθρωπος με θεϊκή αξιοπρέπεια γιά να διασώσει την τιμή του Θεού.
4
Η ειδωλολατρική αντίληψη γιά τη δικαιοσύνη του Θεού, που απαιτεί άπειρες θυσίες γιά να εξευμενιστεί, καθιστά το Θεό πραγματικό εχθρό μας και την αιτία όλων των κακοτυχιών μας. Επί πλέον είναι μια δικαιοσύνη που δεν είναι καθόλου δίκαιη αφού τιμωρεί και απαιτεί ικανοποίηση από πρόσωπα που δεν ήταν καθόλου υπεύθυνα γιά την αμαρτία των προγόνων τους. Με άλλα λόγια, εκείνο που οι δυτικοί καλούν δικαιοσύνη έπρεπε μάλλον να καλείται μνησικακία και εκδίκηση του χειρίστου είδους. Ακόμα και η αγάπη και η θυσία του Χριστού χάνουν το νόημά τους και τη λογική τους μ’ αυτή τη σχιζοφρενική ιδέα ενός Θεού που σκοτώνει το Θεό γιά να ικανοποιήσει τη λεγόμενη δικαιοσύνη του Θεού.
Έχει καμιά σχέση η ιδέα αυτή γιά τη δικαιοσύνη με τη δικαιοσύνη που μας αποκάλυψε ο Θεός; Ο όρος “δικαιοσύνη του Θεού” έχει αυτή τη σημασία στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη;
Ίσως η αρχή γιά την παρερμηνεία της λέξης αυτής στην Αγία Γραφή ήταν η μετάφρασή της στα ελληνικά με την ελληνική λέξη “δικαιοσύνη”. Όχι ότι η ερμηνεία αυτή είναι λαθεμένη, αλλά γιατί η λέξη αυτή, προερχόμενη από τον ειδωλολατρικό, ανθρωπιστικό, ελληνικό πολιτισμό, ήταν φορτισμένη με ανθρώπινες έννοιες που εύκολα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παρερμηνείες.
Πρώτ’ απ’ όλα, η λέξη “δικαιοσύνη” φέρνει στό νού μια ίση κατανομή, γι’ αυτό και συμβολίζεται με το ζυγό. Οι καλοί ανταμείβονται και οι κακοί τιμωρούνται από την ανθρώπινη κοινωνία με δίκαιο τρόπο. Αυτή είναι ανθρώπινη δικαιοσύνη, αυτή που παρέχεται στα δικαστήρια.
Είναι αυτή, όμως, η σημασία της δικαιοσύνης του Θεού;
Η λέξη “δικαιοσύνη” είναι μετάφραση της εβραϊκής λέξης tsedaka. Η λέξη αυτή σημαίνει “η θεία ενέργεια που επιτυγχάνει τη σωτηρία του ανθρώπου”. Είναι παράλληλη και σχεδόν συνώνυμη με την άλλη εβραϊκή λέξη “hesed” που σημαίνει “έλεος”, “συμπάθεια”, “αγάπη” και με τη λέξη “emeth” που σημαίνει “πίστη”, “αλήθεια”. Αυτό, όπως βλέπετε, δίνει μια τελείως διαφορετική διάσταση σ’ αυτό που συνήθως αντιλαμβανόμαστε σαν δικαιοσύνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατανόησε η Εκκλησία τη δικαοσύνη του Θεού. Μ’ αυτόν τον τρόπο δίδαξαν γι’ αυτήν οι πατέρες της Εκκλησίας. “Πώς θά ονομάσεις το Θεό δίκαιο, γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, όταν διαβάσεις στό εαγγέλιο γιά το μισθό των εργατών; Φίλε, λέει, δε σ’ αδικώ^ θέλω να δώσω και σ’ αυτόν τον έσχατο όσα έδωσα και σε σένα^ αν το δικό σου το μάτι είναι πονηρό, εγώ είμαι αγαθός. Πώς θά ονομάσει κανείς δίκαιο το Θεό, όταν διαβάσει στο ευαγγέλιο γιά τον άσωτο υιό, που σκόρπισε τον πατρικό πλούτο σε ασωτείες, και όταν έδειξε μόνο κατάνυξη, έτρεξε ο πατέρας και έπεσε στον τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία πάνω σε όλο του τον πλούτο; Κι αυτά δεν τα είπε κανένας άλλος, ώστε να αμφιβάλλουμε, αλλά ο ίδιος ο υιός Του. Που είναι η δικαιοσύνη του Θεού, αφού ήμαστε αμαρτωλοί και ο Χριστός πέθανε γιά μας;”
Έτσι βλέπουμε ότι ο Θεός δεν είναι δίκαιος με την ανθρώπινη σημασία της λέξης ατής, αλλά ότι η δικαιοσύνη Του σημαίνει την καλοσύνη και αγάπη Του που δε δίνονται με δίκαιο τρόπο, δηλαδή, ο Θεός δίνει πάντα χωρίς να παίρνει τίποτε γιά αντίδοση και δίνει σε πρόσωπα σαν κι εμάς, που δεν είμαστε άξιοι να παίρνουμε. Γι’ αυτό ο άγιος Ισαάκ μας διδάσκει: “Μη ονομάζεις το Θεό δίκαιο, γιατί η δικαιοσύνη του Θεού δε γνωρίζεται στα έργα σου^ μπορεί ο Δαβίδ να τον ονομάζει δίκαιο και ευθύ, αλλά ο υιός Του, ο Ιησούς Χριστός και σωτήρας μας, μας φανέρωσε ότι είναι μάλλον αγαθός και χρηστός (Λουκ. στ΄ 35). Είναι αγαθός, λέει, πρός τους πονηρούς και ασεβείς ανθρώπους”.
5
Ο Θεός είναι καλός, στοργικός και αγαθός πρός εκείνους που παρακούν και τον αγνοούν. Ποτέ δεν ανταποδίδει κακό στό κακό. Ποτέ δεν εκδικείται. Οι τιμωρίες Του είναι μέσα αγάπης γιά διόρθωση, εφόσο κάτι μπορεί να διορθωθεί και θεραπευτεί σ’ αυτή τη ζωή. Ποτέ δεν εκτείνονται στην αιωνιότητα. Τα πάντα δημιούργησε καλά. Τα άγρια θηρία αναγνωρίζουν σαν αφέντη τους το χριστιανό, που με ταπείνωση έχει αποκτήσει το “καθ’ ομοίωσιν” Θεού. Τον πλησιάζουν όχι με φόβο αλλά με χαρά, με υποταγή αγάπης και ευγνωμοσύνης. Κουνούν τα κεφάλια τους και λείχουν τα χέρια του και τον υπηρετούν με ευγνωμοσύνη. Τα άλογα ζώα γνωρίζουν ότι ο Κύριος και Θεός τους δεν είναι πονηρός και κακός και εκδικητικός, αλλά μάλλον γεμάτος αγάπη. (Βλ. επίσης αγίου Ισαάκ Σύρου, Σωζόμενα Ασκητικά, Αθήνα 1871, σελ. 95-96). Μας προστάτεψε και μας έσωσε όταν πέσαμε. Το αιώνιο κακό δεν έχει καμιά σχέση με το Θεό. Προέρχεται από τη θέληση των ελευθέρων, λογικών πλασμάτων Του, και τη θέληση αυτή ο Θεός τη σέβεται.
Ο θάνατος δε μας επιβλήθηκε από το Θεό. Τον προκαλέσαμε με την ανταρσία μας. Ο Θεός είναι Ζωή και η Ζωή είναι Θεός. Επαναστατήσαμε κατά του Θεού, κλείσαμε τις πόρτες στη ζωοποιό χάρη Του. Γράφει ο άγιος Βασίλειος: “Όσο απομακρυνόταν από τη ζωή, τόσο πλησίαζε πρός το θάνατο. Γιατί ο Θεός είναι Ζωή, η στέρηση της ζωής είναι θάνατος”. Συνεχίζει ο άγιος Βασίλειος: “Ο Θεός δε δημιούργησε θάνατο, εμείς τον φέραμε πάνω μας. Παρά ταύτα, δεν εμπόδισε καθόλου την αποσύνθεση... γιά να μήν κάνει την αναπηρία μας αθάνατη”.
Όπως το λέει ο άγιος Ειρηναίος: “Χωρισμός από το Θεό είναι θάνατος, χωρισμός από το φώς είναι σκότος... και δεν είναι το φώς που τους προκαλεί την τιμωρία της τυφλότητας”.
Θάνατος, λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι κυρίως ο χωρισμός από το Θεό, τον οποίο ακολούθησε αναγκαστικά ο σωματικός θάνατος. Ζωή είναι κυρίως Εκείνος που είπε: “Εγώ είμαι η Ζωή”.
Και γιατί ο θάνατος ήρθε σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος; Γιατί εκείνοι που δεν αμάρτησαν μαζί με τον Αδάμ πέθαναν όπως κι εκείνος; Ορίστε η απάντηση του αγίου Αναστασίου του Σιναϊτου: “Γίναμε κληρονόμοι της κατάρας του Αδάμ. Δεν τιμωρηθήκαμε σαν νάχαμε παρακούσει τη θεία εκείνη εντολή μαζί με τον Αδάμ. Αλλά επειδή ο Αδάμ έγινε θνητός, μεταβίβασε την αμαρτία στους απογόνους του. Γίναμε θνητοί, αφού γεννηθήκαμε από θνητό”.
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί: “Ο Θεός δεν είπε στον Αδάμ: επίστρεψε εκεί απ’ όπου ελήφθης, αλλά του είπε: “Γή εί και εις γήν απελεύση”. Δεν είπε: εν ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, να πεθάνετε! αλλά “εν ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θά πεθάνετε”. Ούτε και πρόσθεσε μετά, “επίστρεψε τώρα στη γή”, αλλά είπε: “Θά επιστρέψεις” (απελεύση) προειδοποιώντας τον μ’ αυτόν τον τρόπο, επιτρέποντας δίκαια και όχι εμποδίζοντας εκείνο που θά γίνει”.
Βλέπουμε ότι ο θάνατος δεν ήρθε κατά προσταγή του Θεού αλλά σαν συνέπεια της από μέρους του Αδάμ διακοπής των σχέσεών του με την πηγή της Ζωής, που προκάλεσε η παρακοή του. Και ο Θεός με την καλοσύνη Του τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό.
“Το ίδιο το ξύλο της γνώσεως, λέει ο Θεόφιλος Αντιοχείας, ήταν καλό και ο καρπός του ωραίος. Δεν ήταν, όπως νομίζουν μερικοί, το ξύλο που είχε το θάνατο μέσα του, αλλά η παρακοή. Δεν υπήρχε όταν τη χρησιμοποιεί κανείς κατάλληλα”. Οι πατέρες μας διδάσκουν ότι η απαγόρευση της γεύσης του δέντρου της γνώσεως δεν ήταν απόλυτη αλλά πρόσκαιρη. Ο Αδάμ ήταν ένα πνευματικό νήπιο. Δεν είναι όλες οι τροφές καλές γιά τα νήπια. Μερικές τροφές μπορούν ακόμα και να τα σκοτώσουν, αν και οι ενήλικες θά τις εύρισκαν θρεπτικές. Ήταν καλό και θρεπτικό. Ήταν όμως στερεή τροφή, ενώ ο Αδάμ μπορούσε να χωνέψει μόνο γάλα.
6
Έτσι, στη γλώσσα της Αγίας Γραφής “δίκαιος” σημαίνει καλός και στοργικός. Όταν μιλάμε γιά τους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης δε σημαίνει ότι ήταν καλοί κριτές αλλά ότι ήταν καλοί και φιλόθεοι. Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι δίκαιος δεν εννοούμε ότι είναι καλός κριτής, που γνωρίζει να τιμωρεί τους ανθρώπους δίκαια, ανάλογα με τη βαρύτητα των εγκλημάτων τους, αλλ’ αντίθετα, εννοούμε ότι είναι καλός και στοργικός, συγχωρεί όλες τις ανομίες και παρακοές μας και επιθυμεί με κάθε μέσο να μας σώσει και ποτέ δεν ανταποδίδει κακό αντί κακού. Στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας υπάρχει το εξής θαυμάσιο κείμενο του αγίου Αντωνίου: “Ο Θεός είναι αγαθός και απαθής και αμετάβλητος. Αν δε κανείς αυτό το θεωρεί εύλογο και αληθές, αλλ’ απορεί πώς ο Θεός χαίρεται μέν γιά τους αγαθούς ενώ αποστρέφεται τους κακούς και πώς οργίζεται εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν ενώ γίνεται ίλεως σε κείνους που τον υπηρετούν και τον λατρεύουν, πρέπει να πούμε ότι ο Θεός ούτε χαίρεται ούτε οργίζεται^ γιατί η λύπη και η χαρά είναι πάθη. Ούτε με δώρα θεραπεύεται, γιατί αυτό θά σήμαινε ότι νικιέται με την ηδονή. Δεν πρέπει να κρίνουμε το Θεό με ανθρώπινα μέτρα. Εκείνος είναι αγαθός και ωφελεί μόνο, ποτέ δε βλάπτει, παραμένει πάντα απαθής. Ενώ εμείς εφόσο παραμένουμε αγαθοί, ομοιάζοντες του Θεού, ενωνόμαστε μαζί Του^ κι όταν γινόμαστε κακοί χωριζόμαστε από το Θεό, σαν ανόμοιοί Του. Όταν ζούμε με αρετή ακολουθούμε το Θεό, ενώ όταν γινόμαστε κακοί τον κάνουμε εχθρό μας^ και βέβαια δεν οργίζεται χωρίς λόγο, γιατί τα αμαρτήματα δεν αφήνουν το Θεό να μας φωτίζει εσωτερικά αλλά μας ενώνουν με τους τιμωρούς δαίμονες. Αν δε με προσευχές και ελεημοσύνες κερδίζουμε την άφεση των αμαρτιών μας, δε σημαίνει ότι κολακεύουμε και μεταβάλλουμε το Θεό αλλά ότι με τα καλά μας έργα και την επιστροφή μας σ’ Αυτόν γιατρεύουμε την κακία μας και απολαμβάνουμε πάλι την αγαθότητα του Θεού. ‘Ωστε το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβει το φώς του από τους τυφλούς”.
Η ειδωλολατρική ελληνική σκέψη δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι αιτία της κόλασης δεν είναι ο Θεός αλλά τα λογικά πλάσματά Του. Αν ο Θεός δεν ήταν ελεύθερος, αφού εξουσιαζόταν από την Ανάγκη, πώς θά μπορούσαν να ήταν ελεύθερα τα πλάσματά Του; Ο Θεός δε θά μπορούσε να δώσει κάτι που δεν κατείχε ο ίδιος. Η ειδωλολατρική ελληνική σκέψη δεν μπορούσε ακόμα να αντιληφθεί την αφιλοκερδή αγάπη. Η ελευθερία όμως είναι το ύψιστο δώρο που ο Θεός μπορούσε να δώσει σ’ ένα πλάσμα, γιατί η ελευθερία εξομοιώνει τα λογικά πλάσματα με το Θεό. Αυτό ήταν ένα δώρο ακατανόητο γιά τους έλληνες ειδωλολάτρες. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ένα πλάσμα που θά μπορούσε να πεί “όχι” σ’ ένα παντοδύναμο Θεό. Αν ο Θεός ήταν παντοδύναμος δε θά μπορούσαν να του πούν “όχι” τα πλάσματα. Έτσι αν ο Θεός έδινε στους ανθρώπους τη χάρη Του, οι άνθρωποι δε θά μπορούσαν να την απορρίψουν. Διαφορετικά ο Θεός δε θά ήταν παντοδύναμος. Αν δεχτούμε ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος, τότε η χάρη Του πρέπει να είναι ακαταμάχητη. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να την αποφύγουν. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι εκείνοι που στερούνται τη χάρη του Θεού, τη στερούνται επειδή ο Θεός δεν τους την έδωσε. Έτσι η απώλεια της Χάρης του Θεού, που είναι αιώνιος πνευματικός θάνατος, με άλλα λόγια κόλαση, είναι στην ουσία μια πράξη που εξαρτάται καθ’ ολοκληρία από το Θεό. Ο Θεός είναι Εκείνος που τιμωρεί τους ανθρώπους αυτούς με τη στέρηση της χάρης Του, με το να μήν της επιτρέπει να τους φωτίζει. Έτσι ο Θεός είναι η αιτία του αιώνιου πνευματικού θανάτου εκείνων που είναι κολασμένοι. Η κόλαση είναι μια ενέργεια του Θεού, μια ενέργεια της δικαιοσύνης του Θεού, μια ενέργεια ανάγκης ή σκληρότητας. Σάν αποτέλεσμα, ο Ωριγένης σκέφτηκε ότι αν θέλουμε να παραμείνουμε χριστιανοί, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι πραγματικά καλός, πρέπει να πιστέψουμε ότι η κόλαση δεν είναι αιώνια αλλά θά έχει ένα τέλος, παρά τα όσα γράφονται στην Αγία Γραφή και ό,τι πιστεύει η Εκκλησία. Αυτό είναι το μοιραίο, απόλυτα λογικό, συμπέρασμα. Αν ο Θεός είναι ο αίτιος της κόλασης, η κόλαση πρέπει να έχει τέλος, διαφορετικά ο Θεός είναι κακός.
11
Ο Ωριγένης, όπως και όλοι οι όμοιοί του ορθολογιστές, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι η αποδοχή ή η απόρριψη της χάρης του Θεού εξαρτάται αποκλειστικά από τα λογικά πλάσματα. Ότι ο Θεός δε σταματάει ποτέ, όπως και ο ήλιος, να λάμπει το ίδιο “επί πονηρούς και αγαθούς”. Ότι τα πλάσματα τα λογικά όμως είναι τελείως ελεύθερα να δεχτούν ή ν’ απορρίψουν τη χάρη αυτή και την αγάπη. Και ότι ο Θεός, με τη γνήσια αγάπη Του, δεν εξαναγκάζει τα πλάσματά Του να Τον αποδεχτούν, αλλά σέβεται απόλυτα την ελεύθερη θέλησή τους. Δεν αποσύρει τη χάρη και την αγάπη Του, η διάθεση όμως των λογικών πλασμάτων πρός αυτή την αστείρευτη χάρη και αγάπη είναι η διαφορά μεταξύ παραδείσου και κόλασης. Εκείνοι που αγαπούν το Θεό είναι ευτυχισμένοι μαζί Του, εκείνοι που τον μισούν αισθάνονται υπερβολικά δυστυχείς, που είναι υποχρεωμένοι να ζούν με την παρουσία Του. Και δεν υπάρχει τόπος όπου μπορεί κανείς να ξεφύγει τη στοργική πανταχού παρουσία του Θεού.
Ο παράδεισος ή η κόλαση εξαρτάται από τον τρόπο που δεχόμαστε την αγάπη του Θεού. Στην αγάπη Του θά ανταποκριθούμε με αγάπη ή με μίσος; Αυτή είναι μια κρίσιμη διαφορά. Και η διαφορά αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από μας, από την ελευθερία μας, από την ενδόμυχη ελεύθερη επιλογή μας, από μια τέλεια ελεύθερη διάθεση που δεν επηρεάζεται από εξωτερικές καταστάσεις ή εσωτερικούς παράγοντες της υλικής και πνευματικής φύσης μας, γιατί δεν είναι μια εξωτερική πράξη, αλλά μια εσωτερική διάθεση, που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς μας και καθορίζει όχι τις αμαρτίες μας, αλλά τον τρόπο που σκεπτόμαστε γιά τις αμαρτίες μας, όπως φαίνεται καθαρά στις περιπτώσεις του τελώνη και του φαρισαίου και των ληστών που συσταυρώθηκαν με το Χριστό. Αυτή η ελευθερία, αυτή η επιλογή, αυτή η εσωτερική διάθεση πρός το Δημιουργό μας είναι ο εσώτατος πυρήνας της αιώνιας προσωπικότητάς μας, είναι το βαθύτερο χαρακτηριστικό μας, είναι αυτό που μας κάνει ό,τι είμαστε, είναι το αιώνιο πρόσωπό μας - φωτεινό ή σκοτεινό, στοργικό ή φθονερό.
Όχι, αδελφοί μου, δυστυχώς γιά μας ο παράδεισος ή η κόλαση δεν εξαρτάται από το Θεό. Αν εξαρτιόταν από το Θεό δε θά φοβόμασταν τίποτα. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από την Αγάπη. Αλλά δεν εξαρτάται από το Θεό. Εξαρτάται αποκλειστικά από μας και αυτή είναι ολόκληρη η τραγωδία. Ο Θεός μας θέλει να είμαστε κατ’ εικόνα Του, αιώνια ελεύθεροι. Μας σέβεται απόλυτα. Αυτό είναι αγάπη. Χωρίς σεβασμό δεν μπορούμε να μιλάμε γιά αγάπη. Είμαστε άνθρωποι επειδή είμαστε ελεύθεροι. Αν δεν ήμασταν ελεύθεροι θά ήμασταν έξυπνα ζώα, όχι άνθρωποι. Ο Θεός δε θά πάρει ποτέ πίσω το δώρο της ελευθερίας που καθορίζει τι είμαστε. Αυτό σημαίνει ότι θά είμαστε πάντα αυτό που εμείς θέλουμε να είμαστε, φίλοι ή εχθροί του Θεού, και δεν υπάρχει αλλαγή σ’ αυτό το βαθύτατο είναι μας. Σ’ αυτή τη ζωή υπάρχουν βαθιές ή επιφανειακές αλλαγές στη ζωή μας, στό χαρακτήρα μας, στις πεποιθήσεις μας. Όλες αυτές οι αλλαγές, όμως, είναι μόνο η χρονικά μεταβαλλόμενη έκφραση του βαθύτερου αιώνιου εαυτού μας. Αυτός ο βαθύς αιώνιος εαυτός είναι αιώνιος με όλη τη σημασία της λέξης. Γι’ αυτό ο παράδεισος και η κόλαση είναι επίσης αιώνια. Δεν υπάρχει μεταβολή σ’ αυτό που πραγματικά είμαστε. Τα πρόσκαιρα χαρακτηριστικά μας και η ιστορία μας στη ζωή εξαρτιώνται από πολλά επιφανειακά πράγματα, που εξαφανίζονται με το θάνατο, το αληθινό μας πρόσωπο όμως δεν είναι επιφανειακό και δεν εξαρτάται από μεταβαλλόμενα και εξαφανιζόμενα πράγματα. Είναι ο πραγματικός εαυτός μας. Παραμένει μαζί μας όταν κοιμόμαστε στον τάφο και θά γίνει το πραγματικό πρόσωπό μας κατά την ανάσταση. Είναι αιώνιος.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει κάπου στό βιβλίο του ότι “πρίν την πτώση μας οι δαίμονες μας λένε ότι ο Θεός είναι φίλος του ανθρώπου^ μετά την πτώση μας όμως λένε ότι είναι αμείλικτος”. Αυτό είναι το πανούργο ψέμμα του πονηρού: να μας πείσει ότι οποιοδήποτε κακό στη ζωή μας έχει σαν αιτία του τη διάθεση του Θεού^ ότι ο Θεός είναι Εκείνος που θά μας συγχωρήσει ή θά μας τιμωρήσει. Θέλοντας να μας ρίξουν στην αμαρτία και μετά να μας κάνουν να χάσουμε κάθε ελπίδα να ελευθερωθούμε απ’ αυτή, προσπαθούν να παρουσιάσουν το Θεό ότι κάποτε συγχωρεί όλες τις αμαρτίες και κάποτε είναι αμείλικτος. Οι περισσότεροι χριστιανοί, ακόμα και οι ορθόδοξοι χριστιανοί, έχουν πέσει σ’ αυτή την παγίδα. Θεωρούν το Θεό υπεύθυνο γιά το αν συγχωριόμαστε ή τιμωριόμαστε. Αυτή, αδελφοί μου, είναι μια φοβερή πλάνη που κάνει τους περισσότερους ανθρώπους να χάσουν την αιώνια ζωή, κυρίως επειδή, βλέποντας την αγάπη του Θεού, προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι ο Θεός, με την αγάπη Του, θά τους συγχωρήσει. Ο Θεός πάντα αγαπά, πάντα συγχωρεί, είναι πάντα φίλος του ανθρώπου. Αυτό που ποτέ δε συγχωρεί, όμως, είναι η αμαρτία, την οποία ποτέ δε αντιμετωπίζουμε όπως θά έπρεπε. Η αμαρτία καταστρέφει την ψυχή μας ανεξάρτητα από την αγάπη του Θεού, γιατί η αμαρτία είναι ακριβώς ο δρόμος που απομακρύνει από το Θεό, εγείρει έναν τοίχο που μας χωρίζει από το Θεό, καταστρέφει τα πνευματικά μας μάτια και μας κάνει ανίκανους να δούμε το φώς του Θεού. Οι δαίμονες θέλουν πάντα να μας κάνουν να σκεφτόμαστε τη σωτηρία μας ή τον αιώνιο πνευματικό μας θάνατο με νομικίστικους όρους. Μας θέλουν να σκεφτόμαστε ότι η σωτηρία ή ο αιώνιος θάνατος είναι ένα ζήτημα της απόφασης του Θεού. Όχι, αδελφοί μου, πρέπει να ξυπνήσουμε, γιά να μήν απολεσθούμε. Η σωτηρία μας ή ο αιώνιος θάνατός μας δεν είναι ζήτημα απόφασης του Θεού, αλλά ζήτημα δικής μας απόφασης, είναι ζήτημα απόφασης της ελεύθερης βούλησής μας, την οποία ο Θεός σέβεται απόλυτα. Άς μήν εξαπατιόμαστε με εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού. Ο κίνδυνος δεν προέρχεται από το Θεό, προέρχεται από μας τους ίδιους.
Πολλοί θά αντείπουν: “Δε μιλάει συχνά η ίδια η Αγία Γραφή γιά την οργή του Θεού; Δεν είναι ο ίδιος ο Θεός που λέει ότι θά μας τιμωρήσει ή ότι θά μας συγχωρήσει; Δεν έχει γραφεί ότι “τοις εκζητούσιν αυτόν μισθαποδότης γίνεται” (Εβρ. ιγ΄ 6); Δε λέει ότι η εκδίκηση είναι δική του και ότι Εκείνος θά ανταποδώσει την αδικία που μας έγινε; Δεν έχει γραφεί ότι είναι “φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος;”
Στην ομιλία του με τίτλο “Ότι ο Θεός δεν είναι αίτιος των κακών”, ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας γράφει τα ακόλουθα: “Αλλ’ εάν βέβαια ο Θεός είναι ανεύθυνος γιά τα κακά, τότε πώς έχει ειπωθεί ο λόγος^ “εγώ ο κατασκευάσας φώς και ποιήσας σκότος, ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά” (Ησ. με΄ 7); Και πάλι^ “ότι κατέβη κακά παρά Κυρίου επί πύλας Ιερουσαλήμ” (Μιχ. α΄ 12), και^ “ει έσται κακία εν πόλει, ήν Κύριος ουκ εποίησε;” (Αμώς γ΄ 6). Και στη μεγάλη ωδή του Μωυσή: “ίδετε, ίδετε ότι εγώ ειμι, και ουκ έστι Θεός πλήν εμού^ εγώ αποκτενώ και ζήν ποιήσω, πατάξω καγώ ιάσομαι” (Δευτ. λβ΄ 39). Αλλά γι’ αυτόν που καταλαβαίνει το νόημα της Γραφής τίποτα από αυτά δε συνιστά κατηγορία εναντίον του Θεού, ότι είναι αίτιος και δημιουργός των κακών. Γιατί αυτός που είπε “εγώ ο κατασκευάσας φώς και ποιήσας σκότος”, παρουσιάζει με αυτό τον εαυτό του δημιουργό της κτίσεως, όχι δημιουργό κάποιου κακού... “και κτίζων κακά”, δηλαδή τα μεταποιεί και τα βελτιώνει, ώστε αφού παραμεριστούν τα ενυπάρχοντα κακά, να μετέχουν στη φύση του καλού”.
Όπως γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, “η Αγία Γραφή λέει πολλά και πολλές φορές χρησιμοποιεί ονόματα καταχρηστικά, όχι στην κυριολεξία... Οι συνετοί όμως αυτά τα καταλαβαίνουν”.
Ο άγιος Βασίλειος δίνει στην ίδια ομιλία την εξήγηση αυτών των εκφράσεων της Αγίας Γραφής: “Γιατί ο φόβος, λέει, οικοδομεί τους απλοϊκωτέρους” και αυτό είναι σωστό όχι μόνο γιά τους απλούς ανθρώπους αλλά γιά όλους μας. Μετά την πτώση μας έχουμε ανάγκη από το φόβο γιά να κάνουμε οποιοδήποτε ωφέλιμο έργο και οποιοδήποτε καλό στον εαυτό μας ή στους άλλους. Γιά να καταλάβουμε την Αγία Γραφή, λένε οι πατέρες, πρέπει να έχουμε κατά νού το σκοπό της, που είναι η σωτηρία μας και η προοδευτική προσέγγισή μας στην κατανόηση του Δημιουργού και Θεού μας και της αξιοθρήνητης κατάστασής μας.
Η ίδια η Αγία Γραφή, όμως, σε άλλα σημεία μας εξηγεί με περισσότερη ακρίβεια ποιος είναι ο πραγματικός αίτιος των κακών. Στον Ιερεμία (β΄ 17, 19) διαβάζουμε: “ουχί ταύτα εποίησέ σοι το καταλιπείν σε εμέ; λέγει Κύριος ο Θεός σου... παιδεύσει σε η αποστασία σου και η κακία σου ελέγξει σε^ και γνώθι και ιδέ, ότι πικρόν σοι το καταλιπείν σε εμέ, λέγει Κύριος ο Θεός σου”.
Η Αγία Γραφή μιλάει τη γλώσσα μας, τη γλώσσα που καταλαβαίνουμε στην κατάστασή μας της πτώσης. Όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, “σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη δώσαμε στις ιδιότητες του Θεού ονόματα από τις δικές μας ιδιότητες”. Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξηγεί ότι στην Αγία Γραφή “ο Θεός αναφέρεται σαν να είχε σώμα, συμβολικά... (περιέχει) κάποια μυστική σημασία που, μέσα από τα πράγματα που ανταποκρίνονται στη φύση μας, μας διδάσκει πράγματα που υπερβαίνουν αυτήν”.
13
Υπάρχουν όμως τιμωρίες που μας επιβάλλει ο Θεός ή μάλλον κακά που μας κάνει ο διάβολος και επιτρέπει ο Θεός. Αλλά οι τιμωρίες αυτές είναι αυτό που λέμε παιδαγωγική τιμωρία. Σάν σκοπό τους έχουν τη διόρθωσή μας σ’ αυτή τη ζωή, ή τουλάχιστον τη διόρθωση των άλλων που, από το παράδειγμά μας, θά πάρουν μάθημα και από φόβο θά διορθωθούν. Υπάρχουν και τιμωρίες που δεν έχουν σαν σκοπό τους να διορθώσουν κανένα αλλά απλά και μόνο να τερματίσουν το κακό, θέτοντας ένα τέλος σ’ εκείνους που το διαδίδουν, ώστε η γή να σωθεί από τη συνεχή διαφθορά και την ολοκληρωτική καταστροφή. Τέτοια ήταν η περίπτωση του κατακλυσμού του Νώε και της καταστροφής των Σοδόμων.
Όλες αυτές οι τιμωρίες λειτουργούν και στοχεύουν σ’ αυτή τη φθαρτή κατάσταση των πραγμάτων. Δεν εκτείνονται πέραν αυτής της φθαρτής ζωής. Σκοπός τους είναι να διορθώσουν ό,τι μπορεί να διορθωθεί και να μεταβάλουν τα πράγματα πρός το καλύτερο, εφόσο τα πράγματα επιδέχονται διόρθωση σ’ αυτό το μεταβλητό κόσμο. Μετά την Κοινή Ανάσταση καμιά μεταβολή δεν είναι δυνατή. Αιωνιότητα και αφθαρσία είναι κατάσταση αμετάβλητων πραγμάτων. Τότε δεν μπορεί να συμβεί καμιά απολύτως μεταβολή, παρά μόνο εξέλιξη στην κατάσταση που έχουν εκλέξει ελεύθερες προσωπικότητες. Αιώνια και άπειρη εξέλιξη αλλά όχι μεταβολή, όχι αλλαγή κατεύθυνσης, όχι επιστροφή. Ο κόσμος που βλέπουμε γύρω μας είναι μεταβλητός, γιατί είναι φθαρτός. Οι Καινοί Ουρανοί και η Καινή Γή της Δευτέρας Παρουσίας του Θεού είναι άφθαρτοι, δηλαδή αμετάβλητοι. Σ’ αυτό το Νέο Κόσμο της Ανάστασης θά ήταν καθαρά και αναμφίβολα μια ενέργεια εκδικητική, ανάρμοστη και κινούμενη από φθόνο, χωρίς καμιά καλή πρόθεση ή σκοπό.
Αν θεωρήσουμε την κόλαση σαν τιμωρία του Θεού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται γιά μια τιμωρία χωρίς νόημα, εκτός αν δεχτούμε ότι ο Θεός είναι μια άπειρα κακή ύπαρξη.
Όπως λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, “εκείνος που παιδεύει τον άλλο γιά την ψυχική του υγεία, παιδεύει με αγάπη^ εκείνος όμως που ζητά εκδίκηση είναι κενός από αγάπη. Ο Θεός παιδεύει τον άνθρωπο πάντα με αγάπη, όχι από εκδίκηση, μη γένοιτο, αλλά γιά να γιατρευθεί η εικόνα του^ και η οργή του δεν κρατά πολύ. Ο τρόπος αυτός της αγάπης είναι ευθύς και δεν παρεκτρέπεται σε εκδίκηση από εμπάθεια. Ο σοφός δίκαιος είναι όμοιος με το Θεό^ ποτέ δεν παιδεύει τον άνθρωπο από εκδίκηση γιά την κακία του, αλλά γιά να διορθωθεί αυτός ή γιά να φοβηθούν οι άλλοι”.
Βλέπουμε λοιπόν πώς ο Θεός τιμωρεί εφόσο υπάρχει ελπίδα γιά διόρθωση. Μετά την Κοινή Ανάσταση δεν υπάρχει ζήτημα τιμωρίας από το Θεό αλλά αυτοκαταδίκη. Όπως λέει ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας “τα κακά στον άδη δεν έχουν αίτιο το Θεό αλλά εμάς τους ίδιους”.
14
Θά μπορούσε να επιμείνει κανείς, παραταύτα, ότι η Αγία Γραφή και οι Πατέρες αναφέρουν πάντα το Θεό σαν Μεγάλο Κριτή που θά ανταμείψει εκείνους που τον υπακούουν και θά τιμωρήσει εκείνους που τον παρακούουν κατά την ημέρα της κρίσης (Α΄ Τιμ. δ΄ 6-8). Πώς μπορούμε να καταλάβουμε αυτή τη κρίση αν δεν καταλάβουμε τα θεία λόγια όχι με ανθρώπινο αλλά με θείο τρόπο; Τι είναι η κρίση του Θεού;
Ο Θεός είναι Αλήθεια και Φώς. Η κρίση του Θεού δεν είναι τίποτα άλλο παρά η επαφή μας με την αλήθεια και το φώς. Την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας όλοι οι άνθρωποι θά παρουσιαστούν γυμνοί μπροστά στό διεισδυτικό φώς της αλήθειας. Οι “βίβλοι” θά ανοιχτούν. Ποιές είναι αυτές οι “βίβλοι”; Είναι οι καρδιές μας. Οι καρδιές μας θά ανοιχτούν με το διαπεραστικό φώς του Θεού και ό,τι υπάρχει μέσα σ’ αυτές τις καρδιές θά αποκαλυφτεί. Αν μέσα σ’ αυτές τις καρδιές υπάρχει αγάπη γιά το Θεό, οι καρδιές θά χαίρονται βλέποντας το φώς του Θεού. Αντίθετα, αν υπάρχει μίσος γιά το Θεό μέσα σ’ αυτές τις καρδιές, θά υποφέρουν οι άνθρωποι που δέχονται στις ανοιχτές καρδιές τους αυτό το διαπεραστικό φώς της αλήθειας, που μισούσαν σ’ όλη τους τη ζωή.
Εκείνο που θα διαφοροποιήσει τον ένα άνθρωπο από τον άλλο δεν θά είναι η απόφαση του Θεού, ανταμοιβή ή τιμωρία από Αυτόν, αλλά εκείνο που βρισκόταν στην καρδιά του καθενός. Ό,τι υπήρχε εκεί στη διάρκεια της ζωής μας θά αποκαλυφθεί την Ημέρα της Κρίσης. Αν σ’ αυτήν την αποκάλυψη υπάρχει ανταμοιβή ή τιμωρία - και σίγουρα υπάρχει - δεν προέρχεται από το Θεό αλλά από την αγάπη ή το μίσος που βασιλεύει στην καρδιά μας. Η αγάπη έχει μέσα της ευλογία, το μίσος έχει απελπισία, πικρία, λύπη, πόνο, κακία, ταραχή, σύγχυση, σκοτάδι, και όλες τις άλλες εσωτερικές καταστάσεις που συνθέτουν την κόλαση (Α΄ Κορ. δ΄ 6).
Το Φώς της Αλήθειας, η Ενέργεια του Θεού, η Χάρη του Θεού που θά επισκιάσει κατά την Ημέρα της Κρίσης τους ανθρώπους, α νεμπόδιστα από φθαρτές καταστάσεις, θά είναι ίδια γιά όλους τους ανθρώπους. Δε θά υπάρχει καμιά απολύτως διάκριση. Όλη η διαφορά υπάρχει σε κείνους που δέχονται, όχι σε Εκείνον που δίνει. Ο ήλιος λάμπει το ίδιο στα υγιή και στα άρρωστα μάτια, χωρίς καμιά διάκριση. Τα υγιή μάτια απολαμβάνουν το φώς και γι’ αυτό βλέπουν καθαρά το κάλλος που τα περιβάλλει. Τα άρρωστα μάτια αισθάνονται πόνο, πληγώνονται, υποφέρουν και θέλουν να κρυφτούν από αυτό το φώς που φέρνει τόση μεγάλη ευτυχία σε κείνουν που έχουν υγιή μάτια.
Αλοίμονο, όμως, δεν υπάρχει πιά καμιά δυνατότητα να αποφύγει κανείς το φώς του Θεού. Σ’ αυτή τη ζωή υπήρχε. Στη Νέα Κτίση της Ανάστασης ο Θεός θά βρίσκεται παντού και σε κάθε πράγμα. Η αγάπη Του και το Φώς Του θά αγκαλιάσουν τα πάντα. Δε θά υπάρχει τόπος κρυμμένος από το Θεό, όπως συνέβαινε κατά τη διάρκεια της φθαρτής ζωής μας στό βασίλειο του άρχοντα του κόσμου τούτου.
Η βασιλεία του διαβόλου θά λεηλατηθεί από την Κοινή Ανάσταση και ο Θεός θά ανακαταλάβει τη δημιουργία Του. Η αγάπη θά καλύψει τα πάντα με το ιερό πύρ της, που θά ρέει σαν ποταμός από το θρόνο του Θεού και θά αρδεύει τον παράδεισο. Ο ίδιος όμως αυτός ποταμός της Αγάπης - γι’ αυτούς που έχουν μίσος στην καρδιά τους - θά πνίγει και θά καίει.
“Ο Θεός ημών πύρ καταναλίσκον” (Εβρ. ιβ΄ 29). Η ίδια φωτιά, που αγγίζει το χρυσό, καταναλώνει το ξύλο. Τα πολύτιμα μέταλλα λάμπουν μέσα σ’ αυτή σαν τον ήλιο, τα σκουπίδια καίγονται με μαύρο καπνό. Όλα βρίσκονται στην ίδια φωτιά της Αγάπης. Μερικά λάμπουν και μερικά γίνονται μαύρα και σκοτεινά. Στον ίδιο φούρνο το ατσάλι λάμπει σαν τον ήλιο, ενώ ο πηλός μαυρίζει και σκληραίνει σαν πέτρα.
Η διαφορά βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο, όχι στό Θεό. Η διαφορά καθορίζεται από την ελεύθερη εκλογή του ανθρώπου, που ο Θεός σέβεται απόλυτα. Η κρίση του Θεού είναι η αποκάλυψη της πραγματικότητας που ενυπάρχει στον άνθρωπο.
Στην εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας βλέπουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό καθήμενο επί θρόνου. Στα δεξιά του βλέπουμε τους φίλους του, τους ευλογημένους άνδρες και γυναίκες που έζησαν με την αγάπη Του. Αριστερά Του βλέπουμε τους εχθρούς Του, όλους αυτούς που τον μισούσαν στη ζωή τους, ακόμα και αν εμφανίζονταν ευλαβείς και θεοσεβείς. Κι εκεί, στη μέση αυτών των δύο, βλέπουμε έναν πύρινο ποταμό να πηγάζει από το θρόνο του Χριστού και να έρχεται πρός εμάς. Τι είναι αυτός ο πύρινος ποταμός; Είναι όργανο βασανισμού; Είναι μια ενέργεια εκδίκησης που έρχεται από το Θεό γιά να εξαφανίσει τους εχθρούς του;
Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Ο πύρινος αυτός ποταμός είναι εκείνος ο αρχαίος που “εκπορεύεται εξ Εδέμ ποτίζειν τον παράδεισον” (Γεν. β΄ 10). Είναι ο ποταμός της χάρης του Θεού που πότιζε τους αγίους του Θεού από την αρχή. Με μια λέξη, είναι το ξεχείλισμα της αγάπης του Θεού γιά τα πλάσματά Του. Η αγάπη είναι φωτιά. Όποιος αγαπάει το γνωρίζει αυτό. Ο Θεός είναι Αγάπη. Επομένως, ο Θεός είναι Φωτιά. Και η φωτιά καταναλώνει όλους εκείνους που δεν είναι οι ίδιοι φωτιά και κάνει λαμπερούς και φωτεινούς όλους εκείνους που είναι οι ίδιοι φωτιά (παράβ. Εβρ. ιβ΄ 29).
“Μη πλανάσθε, λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Θεός είναι φωτιά και όταν ήρθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος, έβαλε φωτιά στη γή, όπως λέει και ο ίδιος. Η φωτιά αυτή περιτριγυρίζει, ζητώντας να βρεί ύλη, δηλαδή γνώμη και προαίρεση αγαθή, γιά να πέσει μέσα σ’ αυτή και ν’ ανάψει^ και σ’ αυτούς που θά ανάψει η φωτιά αυτή υψώνεται σε μεγάλη φλόγα και φθάνει μέχρι τον ουρανό... (η φωτιά αυτή) πρώτα μας καθαρίζει τελείως από το μολυσμό των παθών και μετά γίνεται μέσα μας τροφή και πιοτό και φωτισμός και χαρά και μας κάνει κι εμάς φώς κατά μέθεξη, γιατί μετέχουμε σ’ εκείνο το φώς” (Λόγος οη΄).
Ο Θεός είναι φλόγα αγάπης. Και είναι φλόγα αγάπης γιά όλους, καλούς ή κακούς. Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά στον τρόπο που δέχονται οι άνθρωποι αυτή τη φλόγα αγάπης του Θεού. Ο άγιος Βασίλειος λέει ότι “το πύρινο ξίφος τοποθετήθηκε στην αυλή του Παραδείσου γιά να προφυλάσσει την προσέγγιση πρός το δέντρο της ζωής. Ήταν φοβερό και πύρινο πρός τους άπιστους αλλά καλό και προσιτό πρός τους πιστούς, φέρνοντάς τους το φώς της ημέρας. η ίδια φλόγα αγάπης φέρνει την ημέρα σε κείνους που ανταποκρίνονται στην αγάπη με αγάπη και καίει εκείνους που ανταποκρίνονται στην αγάπη με μίσος.
Παράδεισος και κόλαση είναι ο ένας και ίδιος ποταμός του Θεού, μια φλόγα αγάπης που αγκαλιάζει και καλύπτει όλους με την ίδια ευεργετική θέληση, χωρίς καμιά διαφορά ή διάκριση. Το ίδιο ζωοποιό νερό είναι αιώνια ζωή γιά τους πιστούς και αιώνιος θάνατος γιά τους απίστους. Γιά τους πρώτους είναι στοιχείο ζωής, γιά τους δεύτερους ε}ναι όργανο αιώνιας ασφυξίας. Παράδεισος γιά τον ένα, κόλαση γιά τον άλλο. Μη το θεωρείτε περίεργο. Ο γιός που αγαπά τον πατέρα του θά αισθάνεται ευτυχισμένος στα χέρια του, αν όμως δεν τον αγαπά, το τρυφερό αγκάλιασμα του πατέρα του θά είναι γι’ αυτόν μαρτύριο. Γι’ αυτό, επίσης, το να αγαπάμε εκείνον που μας μισεί έχει παρομοιαστεί με το να ρίχνουμε άνθρακα πυρός και καυτή στάχτη στό κεφάλι του.
“Λέω δε, γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ότι οι κολαζόμενοι στη γέεννα τιμωρούνται με τη μάστιγα της αγάπης του Θεού... Είναι άτοπο να πιστεύει κανείς ότι οι αμαρτωλοί στην κόλαση στερούνται την αγάπη του Θεού. Γιατί η αγάπη του Θεού, που είναι απότοκος της γνώσης γι’ Αυτόν, δίνεται αδιάκριτα σε όλους, αλλά ενεργεί κατά δύο τρόπους: τους μέν αμαρτωλούς κολάζει, τους δε δίκαιους ευφραίνει”.
Ο Θεός είναι αγάπη. Αν πιστεύουμε πραγματικά την αλήθεια αυτή, γνωρίζουμε ότι ο Θεός ποτέ δε μισεί, ποτέ δε τιμωρεί, ποτέ δεν εκδικείται. Όπως λέει ο αββάς Αμμωνάς, “η αγάπη δε μισεί ποτέ και κανένα, ποτέ δε κατακρίνει κανένα, δεν καταδικάζει, δε λυπεί, δεν αποστρέφεται κανένα, πιστό ή άπιστο ή ξένο ή αμαρτωλό ή μοιχό ή ακάθαρτο, αλλά αντίθετα εκείνους που αγαπά περισσότερο είναι ακριβώς οι αμαρτωλές και αδύνατες και αμελείς ψυχές και γιά τις οποίες αισθάνεται πόνο και λυπάται και κλαίει και νοιώθει συμπάθεια γιά τους κακούς και αμαρτωλούς περισσότερο από τους καλούς, μιμούμενη το Χριστό που κάλεσε τους αμαρτωλούς και έφαγε και ήπιε μαζί τους. Γι’ αυτό το λόγο, διδάσκοντας τι είναι πραγματική αγάπη, είπε: “γίνεσθε ούν οικτίρμονες καθώς και ο πατήρ ημών ο εν τοις ουρανοίς”, και όπως βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς και ανατέλλει τον ήλιο επί δικαίους και αδίκους, έτσι είναι και αυτός που έχει πραγματική αγάπη και συμπάθεια και προσεύχεται γιά όλους”.
“Ποτεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι” στην αιώνια εσωτερική φωτιά του μίσους, είπε ο Κύριος, γιατί διψούσα γιά την αγάπη σας και δε μου τη δώσατε, πεινούσα γιά την ευτυχία σας και δε μου την προσφέρατε, φυλακίστηκα στην ανθρώπινη φύση μου και δε με επισκεφθήκατε στην Εκκλησία μου. Είστε ελεύθεροι να πάτε όπου επιθυμεί η κακή σας προαίρεση, μακριά από μένα, στό βασανιστικό μίσος της καρδιάς σας, που είναι ξένο στη δική μου καρδιά, που αγαπάει και δε γνωρίζει μίσος γιά κανένα. Πορεύεσθε ελεύθερα από την αγάπη, στην αιώνια κόλαση του μίσους, άγνωστη και ξένη σε μένα και σε κείνους που είναι μαζί μου, προετοιμασμένη από την ελευθερία γιά το διάβολο, από την ημέρα που δημιούργησα τα ελεύθερα, λογικά πλάσματά μου. Αλλά οπουδήποτε και αν πάτε, στό σκοτάδι των γεμάτων μίσος καρδιών σας, η αγάπη μου θά σάς ακολουθεί σαν πύρινος ποταμός, γιατί ό,τι και αν έχει εκλέξει η καρδιά σας, είστε και θά συνεχίσετε αιώνια να είστε παιδιά μου.