Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣΓένεσις, Κεφάλαιο α΄
...26 και είπεν ο Θεός^ ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα ημετέραν και καθ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γής και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γής. 27 και εποίησεν ο Θεός τον άνθρώπον, κατ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. 28 και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων^ αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γής και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γής. 29 και είπεν ο Θεός^ ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ό εστιν επάνω πάσης της γής, και πάν ξύλον, ό έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν. και εγένετο ούτως. 31 και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα έκτη.
Κεφάλαιο β΄
Και συνετελέσθησαν ο ουρανός και η γή και πάς ο κόσμος αυτών. 2 και συνετέλεσεν ο Θεός εν τη ημέρα τη έκτη τα έργα αυτού, ά εποίησε, και κατέπαυσε τη ημέρα τη εβδόμη από πάντων των έργων αυτού, ών εποίησε. 3 και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν^ ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ών ήρξατο ο Θεός ποιήσαι.
α΄ - Ίδε ο άνθρωπος
Τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης είναι το κλειδί γιά την κατανόηση της Παλαιάς. Το μυστήριο του ανθρώπου και της δημιουργίας δεν μπορούμε να το πλησιάσουμε μελετώντας μόνο την Παλαιά Διαθήκη. Χωρίς την Καινή Διαθήκη δεν είμαστε ικανοί να εισδύσουμε στη θαυμαστή πραγματικότητα που είναι ο άνθρωπος.
Ποιος είναι ο πραγματικός άνθρωπος; Ποιος έδειξε στην κτίση και στην ιστορία, στους αγγέλους και στους ανθρώπους, τον πραγματικό άνθρωπο, τον άνθρωπο όπως τον θέλησε ο Θεός; Ποιος ήταν ο άνθρωπος της προαιώνιας βουλής του Θεού και που και πώς τον είδαμε αυτόν τον άνθρωπο;
Τον πραγματικό άνθρωπο σ όλη του τη δόξα τον αντίκρυσαν, καθώς ηδύναντο, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης επάνω στό Θαβώρ. Τον είδαν μέσα σε κείνο το μυστήριο της πέρα από κάθε χρονική και τοπική διάσταση συνάντησης ολόκληρης της Εκκλησίας, της πρίν από το Χριστό και της μετά το Χριστό, των ζώντων και των τεθνεότων, των προφητών και των Αποστόλων, με τον αναστάντα και αναληφθέντα Κύριο Ιησού Χριστό, μέσα στην παρουσία της Θείας Ενέργειας και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το Θαβώρ δεν είναι ένα επεισόδιο της Ιστορίας, αλλά μια έξοδος από την Ιστορία και είσοδος στην αιωνιότητα της Βασιλείας των Ουρανών. Ο Χριστός που είδαν οι τρείς Απόστολοι και με τον οποίο ομίλησαν, τόσο οι τρείς Απόστολοι, όσο και οι δύο προφήτες, είναι ο Χριστός, που θά έλθει εν δόξει κρίναι ζώντας και νεκρούς στην Παρουσία Του τη Δεύτερη. Είναι ο Χριστός της αιώνιας ζωής και Βασιλείας, της Νέας Ιερουσαλήμ, αυτός που θά καταργήσει τον ήλιο, γιατί θά είναι ο ίδιος Ήλιος ασύγκριτος ολοκλήρου της κτίσεως.
Αυτοί οι τρείς Απόστολοι είδαν τον πραγματικό άνθρωπο και μαρτύρησαν σε μας γι αυτόν.Τον είδαν όπως κανείς δεν τον είδε ποτέ, ούτε πρίν ούτε γι αυτόν. Τον είδαν όπως κανείς δεν τον είδε ποτέ, ούτε πρίν ούτε μετά, αλλά όπως κανείς δεν τον δούμε την μεγάλη εκείνη μέρα, όταν έλθει κρίναι ζώντας και νεκρούς. Και η κρίση Του η δίκαιη δεν θά είναι τίποτε άλλο, παρά εκείνη η Ενέργεια που έκανε τον Πέτρο, μεθυσμένο από την γλυκύτητά της, να πεί εκείνες τις τρελές κουβέντες: Καλόν ημάς ώδε είναι. Ποιήσωμεν τρείς σκηνάς, σύ μία και Μωσεί μία και Ηλίαν μία. Είναι κρίση, για΄τι ο Πέτρος και οι άλλοι παρόντες μέθυσαν από αγάπη και θέλησαν να μείνουν εκεί γιά πάντα. Όμως, όσοι δεν έχουν αγάπη, αντί γιά τον Παράδεισο που γεύτηκαν οι Απόστολοι θά γευτούν την κόλαση της δικής τους προαίρεσης, παρόλο που η ίδια φωτιστική Ενέργεια χύνεται πλουσιοπάροχα επί δικαίους και αδίκους. Θά είναι γι αυτούς κόλαση, γιατί τον Χριστό δεν τον αγαπούν, αλλά τον μισούν.
Αυτός είναι ο πραγματικός άνθρωπος. Ο άνθρωπος της προαιώνιας βουλής του Θεού, το κέντρο της Κτίσεως, η Θεωμένη ανθρώπινη φύση, η Θεωμένη κτίση, η ασύγχυτα ενωμένη με τη Θεία φύση στό πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού.
Αυτός είναι ο πραγματικός άνθρωπος, ο υιός του ανθρώπου, ο υιός της Παρθένου, ο κατάδικος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο σταυρωμένος, ο θαμένος, αλλά αναστημένος και καθισμένος στό θρόνο της Θεότητας. Ο πραγματικός άνθρωπος δεν είναι φθαρτός, αλλά άφθαρτος.
Και είπεν ο Θεός^ ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα ημετέραν. Αυτός ο καθισμένος στό θρόνο της Θεότητος άνθρωπος είναι κατ εικόνα των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Είναι ένα από αυτά τα πρόσωπα και έχει φύση, που η ασύγχυτη ένωσή της με τη Θεία, σ αυτό το πρόσωπο που η ασύγχυτη ένωσή της με τη Θεία, σ αυτό το πρόσωπο, την έχει θεώσει. Ο Χριστός είναι η εικόνα του Πατρός.
Να, γιατί δεν μπορούμε να καταλάβουμε την Παλαιά Διαθήκη χωρίς την Καινή.
Πιστεύουμε ότι ο πατέρας μας, πατέρας της ανθρωπότητας, είναι ο Αδάμ, ο πρωτόπλαστος άνθρωπος. Αυτό είναι μόνον εν μέρει αλήθεια. Ο Αδάμ είναι η οντολογική αρχή της φθαρτής μας φύσης. Αλλά, η φθαρτή μας φύση δεν είναι η πραγματική μας φύση. Ο πραγματικός Αδάμ της ανθρωπότητας, η πραγματική της ρίζα, δεν είναι ο πρώτος Αδάμ, αλλά ο δεύτερος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Χωρίς αυτόν είναι αδύνατη η κατανόηση του ανθρώπου. Αυτός είναι ο πραγματικός ʼνθρωπος κατ εικόνα του οποίου δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Χωρίς αυτόν δεν υπάρχει κατανόηση της δημιουργίας, γιατί αυτός είναι το τέλος και ο σκοπός όλων των δημιουργημένων όντων.
Από τον πρώτο Αδάμ έχουμε την παλιά μας φύση, τη βιολογική μας ύπαρξη^ έχουμε τους δερματίνους χιτώνας, δοσμένους σε μας από το Θεό γιά να μας προστατέψουν από τις συνέπειες της πτώσης^ έχουμε, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης, τη δεύτερη δημιουργία του Θεού, τις φυσικές, δηλαδή, ιδιότητες που η πρόνοια του Θεού μας προμήθευσε, γιά να επιβιώσουμε από τις καταστρεπτικές συνέπειες της απομάκρυνσής μας απ Αυτόν.
Την πραγματική μας φύση, όμως, την άφθαρτη, ένδοξη φύση την έχουμε από τον υιό του Θεού και υιό του ανθρώπου, τον Ιησού Χριστό, που σαρκώθηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε και κάθησε σαν άνθρωπος στό θρόνο του Θεού. Πήρε επάνω Του τη φύση μας τη φθαρτή και την κατέστησε άφθαρτη και αιώνια, ανεβάζοντας την στα δεξιά του Θεού μέσα σε ανείπωτη δόξα. Αυτός είναι ο πραγματικός άνθρωπος, ο αθάνατος, άφθαρτος και αιώνιος άνθρωπος. Μόνο η κοινωνία με το Σώμα και το Αίμα Αυτού του ανθρώπου μας κάνει κι εμάς τους χωμάτινους ανθρώπους κοινωνούς Θείας φύσεως (Πέτρου Β΄, α΄ 4). Μόνον η κοινωνία των τέκνων της εκκλησίας με το Σώμα και το Αίμα του αναστάντος, κάνει την ανθρωπότητα ολόκληρη μέτοχο των τιμίων και μεγίστων επαγγελμάτων, της αιωνίου ζωής, που η χοϊκή μας φύση στερείται. Αυτός είναι ο πραγματικός πατέρας της ανθρωπότητας, γιατί αυτός της έδωσε όχι πρόσκαιρη, αλλά αιώνια ζωή.
Ύπνωσεν Αδάμ,
αλλά θάνατον πλευράς εξάγει^
σύ δε υπνώσας, Λόγε Θεού,
βρύεις εκ πλευράς σου κόσμω ζωήν.
'Ωσπερ πελεκάν
τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε,
σούς θανόντας παίδας εζώωσας,
επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς.
(Εγκώμια Μ. Παρασκεύης, Στάσις β΄).
Αυτό που ήρθε τελευταίο στην ιστορία είναι στην πραγματικότητα πρώτο. Το κάθε τι δημιουργήθηκε εξ αιτίας Του. Το κάθε τι που δημιουργήθηκε είχε αυτή την πραγματικότητα σαν τελικό σκοπό.
Η προαιώνια βουλή του Θεού ήταν να προσφέρει τη ζωή Του, τη ζωή της Αγίας Τριάδος, σε όσα λογικά δημιουργήματα θά έφερνε στην ύπαρξη, όχι από κάποια ανάγκη, αλλά από καθαρή αγάπη. Όμως, τη δημιουργημένη φύση τη χωρίζει χάσμα αγεφύρωτο από την άκτιστη φύση της Θεότητας. Η διαφορά ανάμεσα στην κτιστή και άκτιστη φύση είναι τόσο απέραντη, που ακόμη και τα πιο τέλεια αγγελικά δημιουργήματα είναι αδύνατο να την ξεπεράσουν. Ένα δημιούργημα είναι πάντοτε ξένο πρός τη Θεότητα, όσο τέλειο κι αν είναι. Αλλά ο Θεός είχε ήδη το σχέδιό Του, πρίν δημιουργήσει. Το χάσμα ανάμεσα στό Θεό και στα πλάσματά Του θά γεφυρωνόταν από το Θεό τον ίδιο. Ο Υιός και Λόγος του Θεού θά ένωνε στό πρόσωπό Του, στη δική Του υπόσταση, τις δύο αγεφύρωτες διαφορετικές φύσεις, την κτιστή και την άκτιστη, και μ αυτόν τον τρόπο θά μετάγγιζε στη κτιστή φύση τη ζωή της άκτιστης.
β΄ - Μετά Θεόν ή θεός
Μόνον εν Χριστώ μπορούν τα γεγονότα της κτίσεως να εξηγηθούν. Μόνον ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού δίνει νόημα στον άνθρωπο και την κτίση ολόκληρη. Η χωμάτινη σάρκα, που ανέλαβε ο Λόγος, αναστήθηκε και ανέβηκε στα δεξιά του Θεού, έγινε από φθαρτή άφθαρτη, μπήκε στη ζωή της Αγίας Τριάδος και έκανε τον άνθρωπο τιμιώτερο από τα Χερουβείμ και ασυγκρίτως ενδοξότερο από τα Σεραφείμ. Εδώ, είναι το σημείο απ όπου η ιστορία μας πρέπει ν αρχίσει, όταν μιλούμε γιά τον άνθρωπο ή γιά ολόκληρη τη δημιουργία του Θεού. Όχι από τον πρώτο Αδάμ, αλλά από τον δεύτερο, όχι από την πρώτη Εύα, αλλά από τη δεύτερη.
Και ο μέν δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός, είναι Θεάνθρωπος. Είναι Θείο πρόσωπο, που ανέλαβε δίπλα στη δική Του Θεία φύση τη δική μας, την ανθρώπινη, και τη θέωσε. Το πρώτο, όμως, ανθρώπινο πρόσωπο που έδειξε τον άνθρωπο όπως τον θέλησε ο Θεός, στην πραγματική του φύση, είναι η Βασίλισσα των Ουρανών, που μπροστά της άγγελοι και άνθρωποι γονατίζουν, η πραγματική μας μητέρα, αυτή που μας γέννησε στην αιωνιότητα. Αυτή είναι το απλωμένο χέρι όλης της δημιουργίας, που ο Θεός το έπιασε και το θέωσε, κατά χάριν, και διά του οποίου θεώθηκε η φύση μας ολόκληρη, αφού είναι κοινή σε όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα. Και μέσα από τη δική μας ανθρώπινη φύση η δωρεά του Θεού επεκτείνεται σε όλα τα πλάσματα, τα νοερά και τα σαρκώδη, τα λεπτά και αερώδη αγγελικά τάγματα, ως τα βαριά και πετρώδη και πύρινα αστρικά σώματα, στό καθένα ανάλογα με τη φύση και δεκτικότητά του. Γιατί, όλα τα πλάσματα συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.
Γι αυτό η δόξα της Παναγίας Μητέρας του Θεού είναι τόσο υψηλή. Αυτή είναι το σημείο της επαφής του κτιστού με το άκτιστο, το σημείο από το οποίο εισδύει σ ολόκληρη την κτίση η Ζωή, η αφθαρσία και η αθανασία. Γι αυτό η Εκκλησία ψάλλει με τα λόγια του Αγίου Ανδρέου Κρήτης:
Χαίροις μετά Θεόν η θεός
Τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα
Αμέσως η δεχομένη των εκ Θεού
δωρεών το πλήρωμα όλον
Και εις άπαντας,
αγγέλους ανθρώπους τε τούυτο διαπορθμεύουσα...
Τέλος το σκοπιμότατον
και ύστατον, Πάναγνε, δημιουργίας απάσης
Δι ήν ο κόσμος εγένετο
Και Σού τη γεννήσει, η αιώνιος του κτίστου
βουλή πεπλήρωται.
Όλες οι αγγελικές φύσεις και ολόκληρη η απεραντοσύνη του σύμπαντος τρέφονται από τη Ζωή της Παναγίας Μητέρας του Θεού, που γιά μας τα κτίσματα είναι Θεός μετά το Θεό, αφού δι αυτής δεχόμαστε όλοι ολόκληρο το πλήρωμα των εκ Θεού δωρεών. Αυτή είναι το μόνο κτίσμα που δέχεται άμεσα την Ενέργεια της Αγίας Τριάδος και αυτή είναι που την ενέργεια αυτή την διαπορθμεύει σε όλους, αγγέλους και ανθρώπους. Αυτή και ο Λόγος του Θεού είναι τα δυό αγκαλιασμένα πρόσωπα του μεγάλου μυστηρίου της αιώνιας βουλής του Κτίστου, τα δύο πρόσωπα, το κτιστό και το άκτιστο που έδωσαν στη δημιουργία ολόκληρη το ατελεύτητο πέλαγος των Θείων δωρεών. Ο Λόγος έδωσε εκ μέρους της Θεότητας και Εκείνη δέχτηκε εκ μέρους της κτίσεως^ εκείνη έδωσε ό,τι είχε στον υιό της, την ανθρώπινη φύση, κι εκείνος έδωσε στη μητέρα Του ό,τι είχε, τη Θεία Ζωή. 'Ω βάθος θείας αγάπης!
Αυτή η ασύγχυτη ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσης, που έγινε στη μήτρα της ταπεινής παρθένου Μαρίας, είναι η πηγή της αληθινής μας φύσης. Γιατί η εικόνα του Θεού, σύμφωνα με την οποία εμείς οι άνθρωποι δημιουργηθήκαμε, δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, αλλά ένα ζωντανό όν, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που είναι η ζωντανή εικόνα του αοράτου Θεού.
Είναι αδύνατο γιά τα δημιουργήματα να δούν το Θεό, να μιλήσουν μαζί Του, να γευθούν τη θεία Ζωή Του. Η προαιώνια βουλή του Θεού, όμως, είχε αυτόν ακριβώς το σκοπό. Η θέληση του Θεού ήταν να συμμετέχουν τα κτίσματά Του στην εσωτερική ζωή της Αγίας Τριάδος. Ο Θεός μας έδωσε με τη Χάρη Του αυτά που ο ίδιος έχει από τη φύση Του. Μας προσκάλεσε να γίνουμε θεοί, να γίνουμε σαν κι Εκείνον. Όχι, βέβαια, να αποκτήσουμε τη φύση Του. Μας κάλεσε να γίνουμε θεοί, όχι κατά φύση αλλά κατά χάρη. Μας έκανε συγκληρονόμους του Μονογενού Του Υιού. Αυτό σημαίνει, ότι μας χάρισε κάθε τι που ανήκει στον Υιό του Θεού. Και ο Υιός του Θεού έχει ό,τι και ο Πατέρας Του.
Πώς έγινε αυτό, αφού είναι αδύνατο να δούν τα δημιουργήματα τη θεία φύση; Είναι αδύνατο να δούν τα δημιουργήματα το Θεό και να ζήσουν. Εν τούτοις η αγάπη του Θεού βρήκε τον τρόπο. Ήρθε σ εμάς, όχι με τη δική Του φύση, αλλά με τη δική μας. Πήρε μέρος στη ζωή μας και μας προσκάλεσε να πάρουμε μέρος στη δική Του. Είδαμε το πρόσωπο του Λόγου του Θεού με ανθρώπινη όψη, μιλήσαμε μαζί Του με ανθρώπινες λέξεις, καθήσαμε στό ίδιο τραπέζι, πέσαμε στην αγκαλιά Του, ακούσαμε τους κτύπους της καρδιάς Του, μοιραστήκαμε την τροφή Του. Τα μάτια του Θεού, που έγινε άνθρωπος, κοίταξαν βαθιά μέσα στα δικά μας μάτια κι εμείς μέσα στα δικά Του. Έτσι έγινε, κι εμείς οι άνθρωποι συναντηθήκαμε με το Θεό πρόσωπο πρός πρόσωπο. Ήρθαμε με το Θεό ενώπιοι ενωπίω, χωρίς να κατακαούμε από το πύρ της Θεότητας.
Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος γιά να ρθεί σε προσωπική επαφή με τα δημιουργήματά Του, γιά να μεταγγίσει τη θεία Ζωή στα κτίσματά Του. Έτσι άνοιξε το δρόμο στον καθένα μας να μπεί και να ζήσει τη θεία Ζωή των Προσώπων της Αγίας Τριάδος σαν ίσος πρός ίσους, αφού χάρισε στη φύση μας τη δική Του αφθαρσία και τη δική Του αθανασία. Τώρα, ο άνθρωπος κάθεται δίπλα στό Θεό, στα δεξιά του Θεού. Εκεί είναι η αληθινή μας φύση, εκεί και η πραγματική πατρική μας γή. Εκεί είναι η Βασίλισσα των Ουρανών, η Μητέρα του Θεού και μητέρα όλων μας στην αιωνιότητα.
Αυτή είναι η αληθινή δόξα του ανθρώπου, που έγινε θεός μετά το Θεό και έχει τα δευτερεία της Τριάδος, τη δεύτερη θέση μετά την αγία Τριάδα. Και αυτό είναι το κάλεσμά μας, να γίνουμε δι αυτής σαν κι αυτήν. Να καθίσουμε στό θρόνο του Θεού. Να κοινωνήσουμε με τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος σαν ίσοι κατά Χάρη. Γιατί αυτό θέλησε η άπειρη αγάπη του Θεού.
γ΄ - Πρωτότοκος πάσης κτίσεως
Κοιτώντας τον Χριστό βλέπουμε κατά πρόσωπο το Θεό, αν και με ανθρώπινη μορφή. Αυτή η ανθρώπινη μορφή είναι που τον κάνει προσιτό σ εμάς. Ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Λόγου του Θεού, έχει δύο φύσεις, ανθρώπινη και θεία, τη μία ορατή σ εμάς, την άλλη αόρατη. Θά ήταν αδύνατο να ζήσουμε αν βλέπαμε τη θεότητα, αλλά με πολλή ευκολία μπορούμε να κοιτάξουμε έναν άνθρωπο σαν κι εμάς. Αυτός ο άνθρωπος, όμως, είναι ο ίδιος ο Λόγος του Θεού. Αυτή είναι η από αγάπη γιά μας ταπείνωση του Θεού.
Αυτός είναι που ο Μωϋσής είδε πάνω στό Σινά. Αυτός είναι ο άνθρωπος με το οποίο πάλεψε ο Ιακώβ ζητώντας την ευλογία Του και αφού την έλαβε είπε: είδον Θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή (Γεν. λβ΄ 24-31). Αυτόν φιλοξένησε ο Αβραάμ μαζί με δύο αγγέλους πρίν από την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρων, και τους έπλυνε τα πόδια και τους παρέθηκεν και έφαγον (Γεν. ιη΄). Αυτός μίλησε με τον Αδάμ και την Εύα στον κήπο της Εδέμ^ και ήκουσαν της φωνής Κυρίου του Θεού περιπατούντος εν τω παραδείσω το δειλινόν, και εκρύβησαν ο τε Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου του Θεού (Γεν. β΄ 8).
Η Σάρκωση του Θεού ήταν παρούσα και ενεστώσα σ ολόκληρη την ιστορία της δημιουργίας. Ο Χριστός, γράφει ο Απόστολος Παύλος, εστιν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γής, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε αρχαί είτε εξουσίαι^ τα πάντα δι αυτού και εις αυτόν έκτισται^ και αυτός εστι πρό πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε (Κολ. α΄ 15-17). Τα πάντα δι αυτού και γι αυτόν δημιουργήθηκαν, και αυτός είναι πρίν από όλα, και αυτός συνέχει όλα τα δημιουργήματα, ορατά και αόρατα, αγγελικά και επίγεια. Όλα διά του Λόγου του Θεού έγιναν και δημιουργήθηκαν γιά να ενωθούν μαζί του, δηλαδή με τον σαρκωθέντα Λόγο, τον Χριστό, που ένωσε στό πρόσωπό Του την κτίση με την Θεότητα. Στό πρόσωπο του Θεού Λόγου, λέγει ο ʼγιος Αθανάσιος, ο άνθρωπος βλέπει την εικόνα του Θεού Πατέρα, και σύμφωνα μ αυτήν την εικόνα ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργήθηκε (Κατά Ελλήνων, P.G. 25, 8).
Το πρωτότοκος πάσης κτίσεως δεν αναφέρεται στον άσαρκο αλλά στον ένσαρκο Λόγο του Θεού, τον Χριστό. Αυτός ο ένσαρκος Λόγος του Θεού είναι πρό πάντων των κτιστών, και αυτός εστί πρό πάντων. Γιά την θεότητα δεν υπάρχει πρό, γιατί ο Θεός δεν υφίσταται εν χρόνω. Το πρό υπάρχει γιά την κτίση, γιατί η κτίση βρίσκεται εν χρόνω. Επομένως, αυτός που είναι πρό πάντων των κτιστών, ορατών και αοράτων, είναι ο άνθρωπος Χριστός, η προαιώνιος βουλή του Θεού, και πρωτότοκος πάσης κτίσεως.
Η εικόνα του Θεού, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, δεν είναι ο νεογέννητος Χριστός στη φάτνη, ούτε ο πεινασμένος, ο διψασμένος και ιδρωμένος άνδρας που χρειαζόταν ύπνο, αλλά ο αναστημένος Χριστός, ο άφθαρτος Θεάνθρωπος, όπως εμφανίστηκε εν δόξη στη Βασιλεία Του, τότε που ανέβασε τους μαθητές Του στό Θαβώρ. Η αληθινή μεγαλοσύνη του ανθρώπου δεν βρίσκεται σ αυτό που είναι ο άνθρωπος τώρα, όπως τον βλέπουμε και τον ξέρουμε, οσοδήποτε σπουδαίο κι αν είναι αυτό. Η μεγαλοσύνη του ανθρώπου βρίσκεται σ αυτό που είναι το πρωτότυπό του και σ αυτό που έχουμε κληθεί όλοι να γίνουμε, μέσα στην καινή γή και στους καινούς ουρανούς, μέσα στη Νέα Ιερουσαλήμ, μέσα στη Βασιλεία Του την αιώνια.
δ΄ - Χούς εί
Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι χώμα της γής, δηλαδή, ένα τίποτε. Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χούν από της γής (Γεν. β΄ 7). Τον έπλασε χώμα. Γή εί και εις γήν απελεύσει. Κοιτάξτε στα μνήματα, λέγει η Εκκλησία, ότι ο άνθρωπος είναι γυμνά κόκκαλα τροφή γιά σκουλήκια και δυσωδία (Μέγα ευχολόγιο).
Ο άνθρωπος δεν έχει στη φύση του τίποτε το θείο, παρ όλους τους ειδωλολατρικούς μύθους που προσπαθούν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η ψυχή του ανθρώπου έχει θεία φύση. Από τον εαυτό του ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, είναι σκόνη της γής. Μόνο με τη Χάρη του Θεού, διά της Οικονομίας της σαρκώσεως του Λόγου, γίνεται ο άνθρωπος αυτό που είδαμε παραπάνω. Ο άνθρωπος δεν αυτοϋπάρχει. Εξαρτάται ολοκληρωτικά από το Θεό, το Δημιουργό του.
Η Χάρη, η δημιουργική ενέργεια του Θεού, μας έκαναν να ανεβούμε τα σκαλιά που μας έφεραν από το χώμα της γής στους μονοκύτταρους οργανισμούς μέσα στό νερό, στους τριλοβίτες, στα μαλάκια, στα ψάρια, στα αμφίβια ερπετά, στα πουλιά, στα θηλαστικά, στα ανθρωποειδή, ώσπου φθάσαμε να αναπτυχθούμε και να γίνουμε άνθρωποι. Μήπως αλήθεια δεν περνάει και ο καθένας από μας από όλα αυτά τα στάδια της ζωής; Δεν είμαστε στην αρχή της ύπαρξής μας ένας μονοκύτταρος οργανισμός; Το ανθρώπινο έμβρυο δεν περνάει απ όλες τις βαθμίδες της ανάπτυξης, τις οποίες στό παρελθόν σκαρφάλωσαν τα ζώα; Δεν έχει και το ανθρώπινο έμβρυο τις εμβρυακές σχισμές που στα ψάρια γίνονται βράγχια με τα οποία αναπνέουν μέσα στό νερό; Δεν αναπτύσσεται και δεν τελειοποιείται ο καθένας από μας σιγά σιγά, περνώντας από τη βρεφική στην παιδική και ύστερα στη νεανική ηλικία μέχρι να γίνει τέλειος άνδρας ή γυναίκα;
Τι είμαστε από μόνοι μας παρά χώμα της γής; Γιατί σκανδαλιζόμαστε από το γεγονός ότι είμαστε ζώα που προερχόμαστε από άλλα ζώα κατώτερα, και αυτά από άλλα κατώτερα, και αυτά από το χώμα της γής; Πρέπει, στ αλήθεια, να έχουμε χάσει την επαφή μας με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, γιά να σκανδαλιζόμαστε από αυτή την αλήθεια που βροντοφωνάζει η Αγία Γραφή, η υμνολογία της Εκκλησίας και οι διδάσκαλοι και Πατέρες της. Η ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη είναι πίστη ταπείνωσης. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ξέρουμε ότι από τη φύση μας δεν είμαστε τίποτε, ένα μηδέν, που η αγάπη του Θεού το έφερε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, και αντί να το αφήσει να ξαναπέσει στην ανυπαρξία απ όπου προήλθε, Εκείνος το ανέβασε και το έκανε θρόνο του Θεού τιμιώτερο από τα Χερουβείμ και ενδοξότερο από τα Σεραφείμ. Η δόξα που πήραμε είναι του Θεού, δεν είναι δική μας. Είμαστε Χριστιανοί δεν είμαστε ειδωλολάτρες.
Η ειδωλολατρία είναι εκείνη που θεοποίησε την κτίση. Η άγνοια του Κτίστου έκανε τους ανθρώπους να θεοποιήσουν την κτίση. Να δώσουν στην κτίση τις ιδιότητες του Θεού. Νόμισαν τη κτίση αϊδια και άναρχη, άφθαρτη και αθάνατη. Τη φθορά και το θάνατο που έβλεπαν καθημερινά μπροστά τους ερμήνευσαν σαν επί μέρους φαινόμενο κυκλικών αλλαγών που υφίσταται η φύση χωρίς να επηρεάζεται στό σύνολό της. Εκήρυξαν την αφθαρσία και την αθανασία της ύλης και τη θεότητα της παγκόσμιας ψυχής, τμήματα της οποίας είναι οι ανθρώπινες ψυχές. Επειδή αγνοούσαν το Θεό είπαν πώς θεός είναι ο άνθρωπος, και μάλιστα η ψυχή του, που είναι ο κατ εξοχήν άνθρωπος. Έδωσαν στην ψυχή του ανθρώπου θείες ιδιότητες: την από ανέκαθεν ύπαρξη και την αθανασία. Είπαν ότι ο θάνατος δεν είναι παρά αλλαγή σώματος, μετάβαση από μια μετεμψύχωση σε άλλη μιας ψυχής που σε τελευταία ανάλυση είναι απρόσωπη, τμήμα του παντός, μέσα στον ωκεανό του οποίου όλες οι σταγόνες - ψυχές καταλήγουν παρασυρόμενες, από τα ποτάμια στα οποία κυλούν, σ έναν αέναο και αιώνιο και ατελεύτητο κύκλο.
Η ειδωλολατρία είναι πίστη υπερηφάνειας. Σπόρος του Εωσφόρου στα μυαλά των ανθρώπων που δεν γνώρισαν το Θεό. Η ειδωλολατρία μπορεί να έχει πολλές μορφές και παραλλαγές της βασικής της διδασκαλίας, ένας είναι όμως παντού ο πυρήνας της: η θεοποίηση της κτίσεως, δηλαδή του ανθρώπου, που είναι η κεφαλή της κ΄τισεως: Εμείς οι άνθρωποι είμαστε από τη φύση μας θεοί, αφού η ψυχή μας είναι θεία και αθάνατη. Τι χρειαζόμαστε, λοιπόν, το Θεό; Τι χρειαζόμαστε την Ανάσταση που μας έδωσε εκείνος; Ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου, είπαν ευγενικά στον απόστολο Παύλο, όταν κήρυξε την ανάσταση των νεκρών στην κατείδωλη πόλη των Αθηνών. Τι είναι αυτό που μας λές Ιουδαίε; Ανάσταση νεκρών; Τι να την κάνουμε; Εμείς ποτέ δεν πεθαίνουμε. Είμαστε Θεοί. Μπορεί να αλλάζουμε σαρκίο, μπορεί να χάνουμε τη μνήμη μας, αλλά η αθάνατη ψυχή μας μπαίνει σ άλλο σώμα και διαιωνίζεται η αιώνια ύπαρξή μας. Κι αν είμαστε τέλειοι μένουμε στα Ηλύσια Πεδία, σαν πνεύματα απαλλαγμένα από τη βαριά ύλη του σαρκίου στην οποία από κάποια απροσεξία μπλεχτήκαμε. Τι μας λές γιά ανάσταση νεκρών; Όχι, άς μας λείπουν οι Ιουδαϊκές σου διδασκαλίες. Δεν κατάλαβες ότι βρίσκεσαι στην Ελλάδα, τη χώρα του πνεύματος, της γνώσης και της σοφίας; Δεν κατάλαβες ότι μιλάς σε έξυπνους και καλλιεργημένους ανθρώπους;
Αυτά λένε και έτσι σκέπτονται οι ειδωλολάτρες. Αυτοί πιστεύουν σε αθάνατη, δηλαδή, θεία ψυχή και σε άφθαρτη και αιώνια ύλη, πιστεύουν στη Θεότητα του Παντός. Οι Θεοί τους είναι απλώς διαμορφωτές της αιώνιας και αγέννητης και αδημιούργητης ύλης.
Εμείς, όμως, οι Χριστιανοί, γνωρίζουμε τον Κτίστη και δημιουργό του παντός. Γνωρίζουμε αυτόν που έφερε στην ύπαρξη τα πάντα από την ανυπαρξία, από το μηδέν. Γνωρίζουμε ότι μόνον αυτός είναι ο 'Ων, ότι μόνον αυτός είναι η πραγματική ύπαρξη και πώς ό,τι υπάρχει παίρνει την ύπαρξή του από Εκείνον, από την αγάπη Εκείνου. Γνωρίζουμε ότι μόνον αυτός είναι από τη φύση Του αθάνατος, ενώ όλα τα κτίσματα, και οι πιο τέλειες αγγελικές δυνάμεις ήρθαν στό είναι από την ανυπαρξία. Κανονικά θά έπρεπε πάλι να γυρίσουν στην ανυπαρξία αν η Χάρη του Θεού δεν τις κρατούσε στην ύπαρξη και στό είναι αιώνια, μόνον από αγάπη.
Εμείς, οι Χριστιανοί, γνωρίζουμε ότι δεν έχουμε στό είναι μας τίποτε που να είναι από τη φύση του αθάνατο, είτε σώμα είναι αυτό, είτε νούς, είτε πνεύμα, είτε ψυχή, είτε όπως αλλιώς το πούμε. Έχουμε, γι αυτό, στην καρδιά μας απέραντη ευγνωμοσύνη στον Κτίστη και Δημιουργό μας, που υποσχέθηκε να μας κρατήσει στό είναι αιώνια και μας ένωσε μαζί Του με τη Σάρκωση και ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου Του. Και έχουμε και ταπείνωση γιατί ξέρουμε ότι από τη φύση μας είμαστε χώμα, είμαστε ένα μηδέν.
ε΄ - Και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν
Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χούν από της γής, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν (Γεν. β΄ 7).
Πόσο δυσκολευόμαστε, αλήθεια, να καταλάβουμε τα τόσο καθαρά και απλά αυτά λόγια! Από την πλάση του ο άνθρωπος είναι χώμα της γής. Η πνοή της ζωής δεν έχει σχέση με την πλάση του ανθρώπου, δεν έχει σχέση με τη χωμάτινη φύση του. Του δόθηκε ξέχωρα. Η λέξη πνοή και η λέξη πνεύμα έχουν την ίδια προέλευση και το ίδιο νόημα. Πρόκειται γιά το ίδιο πνεύμα που επεφέρετο επάνω του ύδατος (Γεν. α΄ 2). Η πνοή της ζωής που ενεφύσησε ο Θεός στό πρόσωπο του ανθρώπου, ήταν η ίδια ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που ζωοποίησε τα ύδατα την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Η πνοή της ζωής δεν συνδέθηκε μόνο στην αρχή με το νερό. Συνδέεται ακόμη και σήμερα, γιατί είναι αυτή η ίδια ζωοποιός ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που επιφέρεται επάνω του ύδατος του βαπτίσματος και ζωοποιεί κάθε βαπτιζόμενο. Στην αρχή, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος έδωσε στα όντα τη ζωή. Στό τέλος, η ίδια ενέργεια του Αγίου Πνεύματος έδωσε στα λογικά όντα την όντως ζωή.
Η συνηθισμένη στους καιρούς μας, αλλά χωρίς βάση, ερμηνεία του χωρίου είναι ότι ο Θεός έπλασε πρώτα το άψυχο σώμα του ανθρώπου, σαν ένα πήλινο άγαλμα, και έβαλε μετά στό σώμα αυτό την ψυχή με ένα φύσημα στό πρόσωπό του!
Οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν με έμφαση ότι δεν υπάρχει καμία χρονική διαφορά στη δημιουργία του ανθρώπου. Δεν γεννιέται πρώτα το σώμα και δεν μπαίνει σ αυτό η ψυχή μετά. Ο άνθρωπος είναι ολοκληρωμένος με όλα του τα συστατικά και όλη του τη φύση ακέραιη από τη στιγμή της σύλληψής του. Μόνον οι ειδωλολάτρες διδάσκουν ότι μπαίνει η ψυχή στό σώμα αργότερα. Ποτέ οι χριστιανοί δεν δέχτηκαν τέτοιες δοξασίες. Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χούν από της γής, λέγει η Αγία Γραφή. Τον άνθρωπο ολόκληρο. Δεν θά έλεγε η Αγία Γραφή τον άνθρωπο, αν επρόκειτο γιά μόνο το σώμα του το άψυχο. Το χωρίς ζωή σώμα δεν είναι ανθρώπινο σώμα αλλά πτώμα, δεν είναι άνθρωπος, αλλά λείψανο ανθρώπου.
Η πνοή της ζωής γιά την οποία μιλάει εδώ η Αγία Γραφή δεν είναι πνοή πρόσκαιρης ζωής, αλλά, πνοή πραγματικής και αιώνιας ζωής. Η πνοή της ζωής, που ενεφύσησε ο Θεός στό πρόσωπο του ανθρώπου, δεν του έδωσε απλώς ψυχή, αλλά έκανε την ψυχή του - δηλαδή τη ζωή του - ψυχή ζώσα. Απέκτησε ο άνθρωπος με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που φύσηξε ο Θεός στό πρόσωπό του, αληθινή ζωή, ψυχή ζωντανή, ύπαρξη αιώνια.
Είναι κατάλοιπο της παγανιστικής νοοτροπίας, να ψάχνουμε γιά κάποια αξία στην προέλευσή μας, στη φύση μας. Η αξία βρίσκεται στό Δημιουργό του ανθρώπου, όχι στον άνθρωπο. Σκανδαλιζόμαστε όταν ακούμε να διδάσκονται τα παιδιά μας στό σχολείο ότι οι βιολογικοί πρόγονοι του ανθρώπου ήταν κατώτερα ανθρωποειδή, και ξεχνάμε ότι η Αγία Γραφή πετά στό πρόσωπο της υπεροψίας μας μια πολύ πιο ταπεινωτική αλήθεια: ότι ο άνθρωπος είναι χώμα της γής, ότι προέρχεται όχι απλώς από κατώτερα ζώα, αλλά από την αδρανή και άψυχη ύλη.
στ΄ - Φύση και πρόσωπο
Μία από τις βασικές αιτίες της σύγχυσης που υπάρχει στη χριστιανική ανθρωπολογία προέρχεται από το γεγονός ότι η ημιμάθεια και ο ορθολογισμός πολλών, δυστυχώς, χριστιανών έχει ταυτίσει τη χριστιανική διάκριση ανάμεσα στη φύση και το πρόσωπο με την ειδωλολατρική διάκριση ανάμεσα στό σώμα και την ψυχή, στην ύλη και το πνεύμα.
Οι χριστιανοί διακρίνουν Κτίστη και κτίση, Δημιουργό και δημιουργία. Πραγματικό πνεύμα είναι μόνον ο Θεός. Αν μιλάμε γιά πνεύμα στους αγγέλους και στους ανθρώπους, το κάνουμε καταχρηστικά, γιά να εκφράσουμε σχετικές μόνο διαφορές ανάμεσα στα διάφορα κτίσματα ή στις ιδιότητές τους. Ουσιαστικά, ύλη και δημιουργία είναι ένα και το αυτό. Η διάκριση Πνεύματος και Ύλης γιά το χριστιανό τότε μόνο είναι αποδεκτή, όταν λέγοντας Πνεύμα εννοεί το Θεό και λέγοντας ύλη εννοεί τη δημιουργία του Θεού.
Η σύγχυση αρχίζει από το γεγονός ότι τόσο η Αγία Γραφή όσο και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν μιλούν γιά τον άνθρωπο τον περιγράφουν διφυή, μιλούν γιά σώμα και ψυχή, γιά ύλη και πνεύμα, γιά κάτι το χωματένιο και υλικό στον άνθρωπο και γιά κάτι το πνευματικό και θείο. Και επειδή υπάρχει η ειδωλολατρική προϊστορία και η ειδωλολατρική γλώσσα, επειδή χρησιμοποιούμε οι χριστιανοί τις ίδιες ειδωλολατρικές λέξεις, εύκολα πέφτουμε στην ειδωλολατρική παγίδα και νομίζουμε ότι η Αγία Γραφή και οι Πατέρες μιλούν γιά δύο διαφορετικές φύσεις στον άνθρωπο, μια πνευματική και μία υλική, την ψυχή και το σώμα.
Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αν ο άνθρωπος ήταν, όπως λένε, δισύνθετος, αν ήταν σύνθεση δύο διαφορετικών φύσεων, τότε ο Χριστός, ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, δεν έχει δύο φύσεις, αλλά τρείς, τη Θεότητα και τις δύο ανθρώπινες φύσεις, το σώμα και την ψυχή, την πνευματική ανθρώπινη φύση και την υλική ανθρώπινη φύση! Κάτι τέτοιο, φυσικά, κανείς χριστιανός δεν θά το ισχυριζόταν. Και όμως, αυτοί που μιλούν γιά δισύνθετο δεν αναλογίζονται ότι αυτό στην πραγματικότητα λένε. Εν τούτοις, το βασικότερο δόγμα της πίστεώς μας είναι ότι ο Λόγος σάρξ εγένετο, τίποτε άλλο, μόνο σάρξ.
Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, που πήρε ο Λόγος του Θεού σαρκούμενος, η σάρξ. Αυτή η ανθρώπινη φύση είναι μία και κοινή γιά όλους τους ανθρώπους. Η φύση του ανθρώπου είναι μία, όμως οι άνθρωποι είναι πολλοί και ο κάθε ένας είναι διαφορετικός από τον άλλον, τόσο διαφορετικός, που δεν υπάρχει ένας άνθρωπος, σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, που να είναι όμοιος με κάποιον άλλον. Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι είναι αυτό που μας κάνει τον καθένα από μας όν μοναδικό και ανεπανάληπτο; Έχουμε όλοι, άραγε, μία κοινή γιά όλους φύση, τη σάρκα, και επιπλέον μια άλλη φύση, που είναι διαφορετική στον καθένα από μας; Πόσες ανθρώπινες φύσεις υπάρχουν τότε; Όσοι και οι άνθρωποι, και επιπλέον η κοινή φύση όλων μας, αλλά δεν πήρε τη φύση του καθενός μας, που είναι μοναδική γιά τον καθένα, αφού τότε θά έπρεπε να έχει μύριες φύσεις! Πώς, λοιπόν, μας ένωσε όλους με τη Θεότητα, πώς μας έσωσε από τη φθορά και το θάνατο, πώς μας έσωσε από την επιστροφή στην ανυπαρξία, στην οποία σαν κτιστά όντα, δημιουργημένα από το μηδέν έπρεπε κατ ανάγκη να επιστρέψουμε;
Η απάντηση που λογικά πρέπει να δώσουν οι υποστηρικτές του δισύνθετου είναι ότι ο Λόγος του Θεού πήρε μόνο τη μία ανθρώπινη φύση, την κοινή, τη σάρκα, και δεν πήρε την άλλη, τη μοναδική γιά τον καθένα μας. Και δεν πήρε αυτή τη μοναδική γιά τον καθένα μας φύση, γιατί αυτή δεν χρειαζόταν σωτηρία, ανάσταση και αφθαρτοποίηση, επειδή αυτή ήταν μόνη της αιώνια κάι άφθαρτη. Ότι, δηλαδή, ο Λόγος του Θεού πήρε τη σωματική ανθρώπινη φύση, γιατί αυτή χρειαζόταν ανάσταση και αφθαρτοποίηση, και δεν πήρε την ψυχή, γιατί η ψυχή μας είναι θεία, αφού μόνον ]η θεία φύση είναι αθάνατη και άφθαρτη.
Παραλλαγή της αιρετικής αυτής γιά τον άνθρωπο και τη σάρκωση του Θεού γνώμης είναι η Μακρακιστική θεωρία περί τρισυνθέτου. Ο άνθρωπος, κατ αυτήν, δεν έχει δύο αλλά τρείς φύσεις: το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα. Και το μέν σώμα και η ψυχή είναι φθαρτά και θνητά, εφ όσον είναι κτίσματα, αλλά το πνεύμα είναι θείο, αφού είναι τμήμα του Αγίου Πνεύματος!!
Στό βάθος και οι δύο παραλλαγές της αιρέσεως ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος είναι εν μέρει θνητός και εν μέρει θείος. Και οι δύο παραλλαγές είναι καθαρά παραδείγματα ορθολογισμού και σχολαστικισμού τελείως ξένου πρός την Χριστιανική πίστη. Και οι δύο παραλλαγές προσπαθούν να εξηγήσουν τον άνθρωπο αγνοώντας μια πραγματικότητα, που είναι ουσιαστικά άγνωστη στην ειδωλολατρία, την πραγματικότητα του προσώπου.
ζ΄ - Το πρόσωπο
Το πρόσωπο δεν είναι φύση. Ο Θεός είναι μία φύση σε τρία πρόσωπα. Η φύση του Θεού είναι κοινή στα τρία πρόσωπα. Το κάθε πρόσωπο, όμως, από τα τρία είναι μοναδικό.
Το γεγονός ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ εικόνα Θεού, συνεπάγεται, εκτός των άλλων, ότι και στον άνθρωπο, όπως και στον Θεό, υπάρχει η ίδια διάκριση φύσεως και προσώπων. Και ο άνθρωπος, όπως και ο Θεός, είναι ένας κατά την φύση, αλλά σε μύρια πρόσωπα.
Αυτό που μας κάνει όλους ανθρώπους είναι η φύση μας, που είναι κοινή σε όλους μας. Αυτό που κάνει τον καθένα μας όν μοναδικό και ανεπανάληπτο είναι το πρόσωπό μας.
Και τη μέν φύση μας είδαμε από που την έχουμε και πώς δημιουργήθηκε. Το πρόσωπό μας, όμως, είναι ένα μυστήριο. Ένα μυστήριο, εν τούτοις, πέρα γιά πέρα χειροπιαστό, αφού είναι κάτι που το ζούμε καθημερινά στον εαυτό μας και στους ανθρώπους που μας περιβάλλουν.
Ουσιαστικά, αυτό που μας κάνει ανθρώπους, όντα διαφορετικά από τα ζώα, είναι η ύπαρξη του προσώπου μας.
Πρόσωπο δεν υπάρσχει παρά μόνο στα λογικά όντα. Στό Θεό και, κατ εικόνα Θεού, στους ανθρώπους και στους αγγέλους. Τα ζώα δεν έχουν πρόσωπο, έχουν μόνο φύση.
Τι είναι το πρόσωπό μας από που το έχουμε;
Το πρόσωπό μας είναι το αποτύπωμα μιας σφραγίδας επάνω στη χωμάτινη φύση μας. Η σφραγίδα είναι θεία και μοναδική. Είναι το πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Τα αποτυπώματα της σφραγίδας είναι όσα και οι άνθρωποι. Λέγονται εικόνες του Θεού. Το πρωτότυπο μιας βασιλικής σφραγίδας, του βασιλικού δαχτυλιδιού, είναι χρυσό. Τα αποτυπώματα της σφραγίδας, όμως, είναι από την ύλη επάνω σ΄την οποία ακούμπησε το χρυσό δαχτυλίδι, κερί ή πηλός. Το σχέδιο που αποτυπώνεται είναι αυτό που υπάρχει επάνω στό χρυσό βασιλικό δαχτυλίδι.
Στη δική μας περίπτωση, η θεία σφραγίδα είναι το πρόσωπο του Θεού Λόγου. Ο πηλός που δέχεται τη σφραγίδα είναι η χωμάτινη φύση μας. Το σχέδιο που αποτυπώνεται επάνω στη χωμάτινη φύση είναι η εικόνα του Θεού. Το ακούμπημα της θείας σφραγίδας επάνω στη χωμάτινη φύση είναι η σάρκωση του Θεού Λόγου.
Το σφράγισμα αυτό της χωμάτινης φύσης μας με το πρόσωπο του Θεού Λόγου δεν είναι μόνο μια ιστορική πραγματικότητα. Είναι, κυρίως, μια οντολογική πραγματικότητα, πάνω και πέρα από το χρόνο, με τα θεμέλιά της στηριγμένα επάνω στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.
Τα θεία, λοιπόν, χαρακτηριστικά του είναι μας δεν προέρχονται από τη χωμάτινη φύση μας, αλλά από την εικόνα του Θεού που τυπώθηκε επάνω σ αυτή τη φύση. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η ελευθερία, ο λόγος, η αθανασία, η δεκτικότης της Ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, η δυνατότητα της δημιουργίας και άλλα παρόμοια. Δεν είναι χαρακτηριστικά φύσεως, αλλά χαρακτηριστικά προσώπου.
Το πρόσωπό μας δεν είναι αυτό που λέγεται ψυχή, γιατί ψυχή δεν έχουμε μόνον εμείς οι άνθρωποι. Ψυχή έχουν όλα τα ζώα και όλα τα φυτά. Ψυχή σημαίνει ζωή. Όσοι έχουν ζωή έχουν ψυχή. Ζωή και ψυχή είναι ταυτόσημες έννοιες. Τι είναι, λοιπόν, πρόσωπο;
Όπως όλα τα μυστήρια, το πρόσωπο δεν είναι κάτι που μπορεί να οριστεί. Είναι το άπιαστο κάτι, που έδωσε στους ανθρώπους η ενανθρώπιση του Λόγου και τους έκανε να τον μοιάζουν, να γίνουν εικόνες Του και έτσι να γίνουν δεκτικοί της Χάριτος και Ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι φύση, δεν είναι μια δεύτερη ουσία. Είναι μια ιδιότητα της χωμάτινης φύσης, που όμως, είναι δοσμένη απ έξω, αποτύπωμα του Θείου Προσώπου του Υιού και Λόγου του Θεού στον καθένα από μας. Αυτό είναι που κάνει τον καθένα από μας όν μοναδικό, ανεπανάληπτο, ελεύθερο, γνωστό στό Θεό και επομένως, εσαεί υπαρκτό στη θεία μνήμη, έτσι ώστε και μετά το θάνατο και τη διάλυση της φύσεώς του, αυτό να μένει εν χειρί Θεού. Η θεία μνήμη είναι ύπαρξη και ζωή αιώνιος εν Θεώ. Η θεία μνήμη είναι ύπαρξη και ζωή αιώνιος εν Θεώ.
Το πρόσωπο είναι ό,τι μένει από τον άνθρωπο μετά θάνατο. Ό,τι τον συνδέει με την καινούρια φύση που θά αποκτήσει με την Ανάσταση, αυτό που γεφυρώνει το παλιό σώμα της φθοράς με το καινούριο της αφθαρσίας και κάνει και το παλιό και το καινούριο σώμα, σώμα του ίδίου και ανεπανάληπτου ανθρώπου.
Ίσως, ένα παράδειγμα από τον κόσμο μας βοηθήσει γιά την ακατανόητη κατανόηση του μυστηρίου γιά το οποίο μιλάμε.
Υπάρχουν πολλά υλικά στη φύση. Όταν έρθουν σε επαφή με τη φωτιά, άλλα καίγονται, άλλα σκληραίνουν, άλλα λιώνουν και διαλύονται. Υπάρχουν, όμως, και υλικά που αν και είναι φύσεις τελείως διαφορετικές από τη φωτιά είναι φτιαγμένα έτσι ώστε, όταν έρθουν σ επαφή μαζί της να γίνονται κι αυτά φωτιά. Τέτοιο υλικό είναι το σίδερο. Το σκουριασμένο σίδερο είναι μια ύλη, όπως όλες οι άλλες, όσο είναι μακρυά από τη φωτιά. Όταν, όμως, έρθει σ επαφή με τη φωτιά πυρακτώνεται, λάμπει, ακτινοβολεί και καίει χωρίς καθόλου να πάψει στη φύση του να είναι σίδερο. Η φωτιά δεν του δίνει μια δεύτερη φύση, αλλά του δίνει ιδιότητα, που η φύση του δεν έχει. Το σίδερο είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να δέχεται τις ιδιότητες της φωτιάς φτιαγμένο έτσι ώστε να δέχεται τις ιδιότητες της φωτιάς και να γίνεται κι αυτό φωτιά, όσο είναι σ επαφή μαζί της.
Κάτι τέτοιο είναι και ο άνθρωπος. Έχει ιδιότητες που πήρε από το γεγονός ότι ο Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος και πήρε επάνω του τη φύση μας.
Η Σάρκωση του Λόγου του Θεού ένεργεί στη φύση του ανθρώπου και τον κάνει πρόσωπο. Το εμφύσημα του Αγίου Πνεύματος ενεργεί στό πρόσωπο, που είναι δεκτικό του Αγίου Πνεύματος, και γίνεται ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.
Και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπον χούν από της γής, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν. Ο άνθρωπος είναι από την φύση του χώμα της γής, έχει το πρόσωπο επειδή ο Θεός τον θέλησε κατ εικόνα Του και έγινε άνθρωπος γι αυτόν. Επάνω σ αυτό το πρόσωπο ενεφύσησε ο Θεός, πνοή ζωής, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και έγινε ο άνθρωπος ψυχή ζώσα. Όπως γίνεται το σίδερο, που είναι δεκτικό της φωτιάς και όταν έρθει σ επαφή με τη φωτιά πυρακτώνεται κι αυτό από την ενέργεια της φωτιάς.
η΄ - Η σύγχυση
Η σύγχυση που υπάρχει επάνω στό θέμα της ψυχής έχει τις ρίζες της στην ειδωλολατρία. Ο Χριστιανισμός εκφράστηκε και μίλησε στον κόσμο, βασικά, με την ελληνική γλώσσα. Όμως, η ελληνική γλώσσα, όπως και όλες οι άλλες γλώσσες που χρησιμοποίησαν οι Χριστιανοί εκτός από την εβραϊκή, είναι γλώσσα ειδωλολατρικής προέλευσης, που εκχριστιανίστηκε. Οι λέξεις παρέμειναν οι ίδιες, αλλά πήραν άλλο νόημα. Ανάμεσα στις ειδωλολατρικές λέξεις, που στό Χριστιανισμό πήραν άλλο νόημα, είναι και η λέξη ψυχή. Η λέξη αυτή μέσα στη χριστιανική γραμματεία πήρε δύο διαφορετικά νοήματα. Το πρώτο είναι αυτό με το οποίο χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή. Ψυχή ίσον ζωή. Π.χ. Ός αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απωλέσει αυτήν. Ός δ αν απωλέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού και του Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Το δεύτερο νόημα, με το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως η λέξη από τον εκχριστιανισμένο, πρώην ειδωλολατρικό, κόσμο των εξ εθνών χριστιανών είναι ψυχή ίσον πρόσωπο.
Η έννοια του προσώπου δεν ήταν καθόλου οικεία στον ειδωλολατρικό κόσμο. Οι ειδωλολάτρες δεν ήξεραν τι σημαίνει πρόσωπο, αφού γι αυτούς Θεός είναι η κτίση, το σύμπαν, το Πάν. Το Πάν όμως αυτό του ειδωλολατρικού πανθεϊσμού είναι απρόσωπο. Οι ειδωλολάτρες έχουν ύστατο προορισμό και τελειότητα την ταύτισή τους μ αυτό το απρόσωπο Πάν. Το πρόσωπο, γι αυτούς, η ατομική ψυχή, είναι μια κατώτερη κατάσταση, που πρέπει να υπερπηδηθεί. Τα πάντα πρέπει να σβύσουν μέσα στην παγκοσμιότητα.
Γιά τους χριστιανούς, όμως, η έννοια του προσώπου είναι η βασικώτερη έννοια της πίστεώς τους. Τον Θεό δεν τον γνωρίσαμε σαν φύση, αλλά σαν πρόσωπο. Η φύση εκφράζεται και ζεί μέσα στό πρόσωπο. Αλλά, η φύση του Θεού μας είναι απρόσιτη, απλησίαστη, ενώ το πρόσωπο του Θεού το γνωρίσαμε και το ζήσαμε, γιατί θέλησε νάρθει ανάμεσά μας με τη δική μας φύση.
Ο Θεός μας αποκάλυψε ότι και τα δικά μας πρόσωπα είναι εικόνες του δικού Του προσώπου και ότι είναι δεκτικά της κοινωνίας με την δική του θεία φύση. Επειδή είναι εικόνες του δικού Του προσώπου, μπορούν να δεχθούν το πύρ της θείας φύσεως και να γίνουν και αυτά φωτιά, χωρίς να είναι καθόλου από τη φύση τους φωτιά.
Επειδή, όμως, η τόσο καίρια γιά τους Χριστιανούς έννοια του προσώπου ήταν ανοίκεια, δόθηκαν στη γνωστή και οικεία λέξη ψυχή, όσα χαρακτηριστικά ανήκαν στό πρόσωπο, και χρησιμοποιήθηκε η λέξη ψυχή γιά να εκφράσει την έννοια πρόσωπο. Όμως, η λέξη ψυχή δεν έπαυσε να είναι φορτισμένη με την παλιά ειδωλολατρική της σημασία, του δεύτερου πνευματικού συνθετικού του ανθρώπου.
Το πρόσωπο είναι ένα μυστήριο, το μυστήριο της θείας σφραγίδας επάνω στη χωμάτινη ανθρώπινη φύση. Τα μυστήρια δεν είναι οικεία στον άνθρωπο. Η ειδωλολατρική έννοια της ψυχής, όμως, δεν είχε κανένα μυστήριο. Είναι μια άλλη φύση, που συμλέκεται και συζεί με την υλική φύση. Είναι το πνεύμα που συμπλέκεται με την ύλη. Πεθαίνει το σώμα και διαλύεται η υλική φύση, αλλά μένει το πνεύμα σαν δεύτερη ανεξάρτητη φύση. Πράγματα πολύ κατανοητά γιά το ορθολογιστικό ανθρώπινο μυαλό. Έτσι, σιγά - σιγά, η έννοια της ψυχής ξαναπήρε γιά μερικούς χριστιανούς την αρχαία ειδωλολατρική της σημασία και έγινε ο άνθρωπος, τουλάχιστον στη λαϊκή κατανόηση, όν δισύνθετο.
Έτσι, δόθηκε στην προσωπικότητα του ανθρώπου, που παραμένει μετά την διάλυση του σώματός του, μια δική της πνευματική φύση. Αυτό σημαίνει, βέβαια, καθαρή επιστροφή στην ειδωλολατρία. Σύμφωνα μ αυτή την αντίληψη, το πρόσωπο του ανθρώπου διατηρείται μετά θάνατον έχοντας δική του ανεξάρτητη οντότητα και φύση και όχι επειδή παραμένει εν χειρί Θεού, μέσα στη γνώση του Θεού, που είναι ύπαρξη πραγματική, αλλά τέλεια εξαρτημένη από το Θεό. Μια τέτοια αθανασία της δικής του φύσης, έστω και αν είναι δοσμένη από το Θεό, καταλήγει να είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη. Μια τέτοια αθανασία μπορεί να την έδωσε ο Θεός, μπορεί να είναι χαρισμένη από το Θεό, κατά χάριν, αλλά από τη στιγμή που δόθηκε είναι πιά φυσικό κτήμα του ανθρώπου, δηλαδή μια δεύτερη φύση στον άνθρωπο, που γίνεται έτσι δισύνθετος, από ύλη θνητή και πνεύμα αθάνατο. ʼς αφήσουμε που είναι πολλοί αυτοί που ισχυρίζονται με πάθος και φανατισμό ότι η ψυχή δεν είναι χάριτι, αλλά φύσει αθάνατος.
Η πηγή της αθανασίας μας είναι η Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός ανέστησε τη χωμάτινη φύση μας και την έκανε άφθαρτη. Δεν υπάρχει άλλη πηγή αθανασίας εκτός από την Ανάσταση, αφού δεν υπάρχει στον άνθρωπο δεύτερη φύση. Αυτό που λέμε αθανασία της ψυχής δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εν Θεώ ταυτότης του ανθρώπινου προσώπου. Το πρόσωπό μας είναι το ίδιο και στην κατάσταση της φθοράς και στην κατάσταση της αφθαρσίας, και πρίν από την Ανάσταση και μετά. Δεν υπάρχει χρονική διάσταση σ αυτό που ονομάζουμε μετά θάνατον ζωή της ψυχής, αφού τα πρόσωπά μας μετά το θάνατο και τη διάλυση του σώματος είναι εν χειρί Θεού, και εν Θεώ δεν υπάρχει χρόνος. Δεν ζούν οι ψυχές μια άλλη δική τους αυτόνομη ζωή μετά θάνατον, αφού δεν είναι φύσεις, αλλά πρόσωπα. Η ζωή τους και η ύπαρξή τους είναι ο Θεός, το πρωτότυπο της σφραγίδας που λέγεται πρόσωπο.
Πώς να καταλάβουν οι άνθρωποι τέτοια μυστήρια; Πόσο εύκολη είναι η ολίσθηση στον ειδωλολατρικό ορθολογισμό!
Δεν ζούν οι ψυχές μετά θάνατον, το χρονικό διάστημα μέχρι την Ανάσταση των νεκρών, σε μια κατάσταση ασωμάτου υπάρξεως, σαν πνευματικές φύσεις που χωρίσθηκαν από το σώμα τους. Δεν υπάρχει τέτοιο χρονικό διάστημα παρά γιά τους ζώντες, γιά τον φυσικό κόσμο, μια διάσταση του οποίου είναι ο χρόνος. Την κατάσταση του θανάτου ουδέποτε την περιέγραψε η εκκλησία, γιατί δεν είναι κατάσταση φυσική γιά να περιγραφεί. Είναι διατήρηση του προσώπου, της υποστάσεως του είναι μας, εν Θεώ. Ό,τι είναι εν Θεώ είναι έξω από τη φύση και δεν περιγράφεται. Οι ψυχές δεν έχουν καθόλου άμεση επαφή με τους ζώντες, ούτε καταλαβαίνουν, ούτε αισθάνονται τον κόσμο και τον χρόνο που κυλάει. Εν τούτοις, οι ψυχές, τα πρόσωπα των αγίων, δέχονται τις προσευχές μας και απαντούν σ αυτές. Αυτό, όμως, δεν γίνεται με κάποιο φυσικό τρόπο. Τις προσευχές μας πρός τους αγίους τις δέχεται ο Θεός, και οι άγιοι διά του Θεού απαντούν και παρεμβαίνουν. Δεν έχουν δική τους αυθυπαρξία. Και όμως, οι νεκροί υπάρχουν και ζούν, όχι εν χρόνω και όχι κατά φύση, αλλά κατά Θεόν.
Ό,τι μπορεί να καταλάβει κανείς απ αυτές τις αλήθειες άς καταλάβει. Το μυστήριο της διακρίσεως της φύσεως και των προσώπων είναι το βασικώτερο της πίστεώς μας. Τα μυστήρια δεν τα καταλαβαίνουμε αλλά τα ζούμε. Όποιος ζεί την Ορθοδοξία κάτι καταλαβαίνει απ όσα είπαμε. Οι άλλοι προσπαθούν να καταλάβουν τα μυστήρια με το μυαλό, αλλά τα μυστήρια δεν χωρούν στό μυαλό.
Η φύση μας είναι υλική και χωμάτινη, όπως ολόκληρη η φύση των κτιστών. Τα πρόσωπά μας είναι θεία σφραγίδα επάνω σ αυτήν την χωμάτινη φύση, αποτέλεσμα ενός γεγονότος επάνω στη φύση μας, του γεγονότος της Σαρκώσεως του Λόγου. Αυτή η ενανθρώπιση του Λόγου έδωσε στη φύση μας το αποτύπωμα του Προσώπου του Λόγου του Θεού, έκανε τον άνθρωπο εικόνα του Θεού. Το πρόσωπο είναι που μας κάνει ανθρώπους, το πρόσωπο είναι που γεφυρώνει την πρό την αναστάσεως φθαρτή φύση μας με την άφθαρτη φύση που θά μας δώσει η Ανάσταση. Αυτή η αναστημένη φύση ήδη υπάρχει στό πρόσωπο του Χριστού. Ό,τι είμαστε, είμαστε εν Χριστώ. Θά βγούμε από τη σύγχυση γιά το τι είναι ο άνθρωπος μόνον αν καταλάβουμε ότι ο Χριστός είναι η ίδια η ρίζα του είναι μας και το θεμέλιο της ύπαρξής μας.
θ΄ - Η πνοή της ζωής
Λέγει ο ʼγιος Σεραφείμ του Σαρώφ στό μαθητή του Μοτοβίλωφ:
Έχουμε γίνει πάρα πολύ απρόσεκτοι στό έργο της σωτηρίας μας. Κι απ αυτό προέρχεται το ότι πολλά χωρία της Αγίας Γραφής δεν τα παίρνουμε με την έννοια που τους ταιριάζει. Κι όλα αυτά, επειδή δεν ζητάμε τη Χάρη του Θεού και δεν της επιτρέπουμε, εξ αιτίας της υπερηφανίας μας, να εισχωρήσει στις ψυχές μας και δεν έχουμε τον πραγματικό φωτισμό, που στέλνει ο Θεός σ όλες τις ψυχές, που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη του.
Να ένα παράδειγμα. Πολλοί ερμηνεύουν, ότι όταν η Βίβλος λέει: Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χούν από της γής, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν (Γεν. β΄ 7), αυτό σημαίνει πώς μέχρι τη στιγμή εκείνη ο Αδάμ δεν είχε ψυχή και ανθρώπινη πνεύμα, αλλά ήταν μόνο σάρκα, πλασμένη από λάσπη της γής. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι σωστή. Διότι ο Κύριος και Θεός εδημιούργησε τον Αδάμ από λάσπη της γής, αλλά τον ανέδειξε μια σύνθεση ψυχής και σώματος, ώστε ο απόστολος Παύλος να βεβαιώνει: Ολόκληρον ημών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσίʼα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη (Α΄ Θεσσαλ. ε΄, 23).
Και τα τρία αυτά μέρη της ύπαρξής μας ήταν δημιουργημένα από λάσπη της γής. Αλλά, ο Αδάμ δεν πλάστηκε ένα νεκρό δημιούργημα. Έγινε μια ζωντανή ύπαρξη, όμοια με τα άλλα έμψυχα πλάσματα του Θεού, που ζούσαν στη γή. Όμως, κάτι που έχει βασική σημασία είναι τούτο: Αν ο Θεός δεν εμφυσούσε, ύστερα από τη δημιουργία του, στό πρόσωπο του Αδάμ την πνοήν της ζωής, δηλαδή, την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό και στέλλεται στον κόσμο από τον Υιό, τότε ο Αδάμ, αν και ήταν το τελειότερο ανάμεσα στα δημιουργήματα του Θεού, σαν το στεφάνι των επιγείων δημιουργημάτων, θά μενε χωρίς να έχει μέσα του το ʼγιο Πνεύμα, που ανυψώνει τον άνθρωπο και τον εξομοιώνει με το Θεό. Θά ήταν ο ίδιος μ όλα τα άλλα δημιουργήματα, που έχουν σώμα, ψυχή και πνεύμα - κατά γένος αυτών - αλλά, δεν έχουν μέσα τους το ʼγιο Πνεύμα.
Όταν ο Κύριος ενεφύσησε στό πρόσωπο του Αδάμ πνοήν ζωής, τότε, σύμφωνα με την έκφραση του Μωϋσέως, εγένετο ο Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν (Γεν. β΄ 7). Δηλαδή έγινε όμοιος με το Θεό, αθάνατος, όπως αυτός, εις τους αιώνες των αιώνων.
Έχουμε, εδώ, μια καθαρή πατερική φωνή που μας βεβαιώνει ότι:
1. -Η συνηθισμένη εξήγηση των σημερινών Χριστιανών, ότι ο Αδάμ δημιουργήθηκε από το Θεό σαν ένα πήλινο άγαλμα ή σαν ένα πτώμα και ότι η πνοή που ο Θεός εμφύσησε στό πρόσωπό του ήταν δήθεν η ψυχή, προέρχεται από το γεγονός ότι έχουμε ξεφύγει από την απλότητα της αρχικής χριστιανικής γνώσης, γιατί η υπερηφάνεια του νού μας δεν επιτρέπει στη Χάρη του Θεού να κατοικήσει στις ψυχές μας, γι αυτό και δεν έχουμε αληθινή φώτιση από τον Κύριο και εφευρίσκουμε μύθους.
2. - Ο Αδάμ, πρίν δεχθεί την πνοή του Θεού, ήταν ένα ζωντανό όν, όπως όλα τα άλλα ζώα στη γή με όλες τις φυσικές του ιδιότητες, έχοντας πνεύμα, ψυχή, μυαλό, καρδιά, όπως έχουν όλα τα ζώα, το καθένα κατά το είδος του.
3. - Η πνοή του Θεού δεν έχει φυσικό, βιολογικό ή ψυχολογικό νόημα, δεν είναι κάποιο από τα φυσικά συστατικά του ανθρώπου, αλλά είναι η άκτιστη Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος δοσμένη στον άνθρωπο από το Χριστό.
Αυτή η πνοή του Θεού, η άκτιστη Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος είναι η ίδια μ αυτήν που φυτεύεται στους Χριστιανούς σαν σπόρος από την Εκκλησία κατά το ʼγιο Βάπτισμα και η οποία, αν η ελευθερία του ανθρώπου επιτρέψει, βλασταίνει την αγιότητα και δίνει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό κατά το οποίο ο άνθρωπος πραγματικά διαφέρει από τα άλλα ζώα είναι ότι αυτός, σε αντίθεση με τα ζώα, έχει τη δυνατότητα να δεχθεί την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που δίνει στον άνθρωπο αυτή τη δυνατότητα, πάντως, δεν είναι η βιολογική του ανωτερότητα, δεν είναι η ανωτερότητα του μυαλού. Αυτή τη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να δεχθεί, αν το θελήσει, την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος δεν τη δίνει σ αυτόν τίποτε το φυσικό. Του την δίνει το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ εικόνα του Θεού (Γεν. α΄ 27), δηλαδη πρόσωπο (Γεν. β΄ 7).
Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χούν από της γής, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν.
Μας δίνει εδώ, η Αγία Γραφή, τρείς οντολογικές αλήθεες γιά τον άνθρωπο.
α.- Από την πλάση του ο άνθρωπος είναι χώμα.
β.- Το εμφύσημα ο Θεός το έδωσε σε κάτι που το ονομάζει το πρόσωπον αυτού.
γ.- Το εμφύσημα είναι πνοή ζωής, που έκανε τον άνθρωπο εις ψυχήν ζώσαν.
Δηλαδή: Ο άνθρωπος είναι χώμα (όπως όλα τα κτίσματα), που όμως έχει πρόσωπο επάνω στό οποίο ο Θεός ενεφύσησε πνοήν ζωής, που τον έκανε ζωντανή ψυχή.
Γιά να καταλάβουμε καλύτερα τη διάκριση ανάμεσα σε ψυχή, απλώς, και σε ζωντανή ψυχή πρέπει να θυμηθούμε τα όσα είπε ο Χριστός σ αυτόν που ήθελε μέν να τον ακολουθήσει, αλλά ζήτησε την άδεια να πάει πρώτα να θάψει τον νεκρό πατέρα του. Του είπε ο Χριστός: ʼφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς. Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι ο Κύριος θεωρεί νεκρούς όλους τους ανθρώπους που δεν έχουν ζωντανή κοινωνία με το Θεό, ανεξάρτητα από το αν είναι βιολογικά ζωντανοί ή βιολογικά νεκροί. Όλοι είναι ουσιαστικά νεκροί μόνο που οι βιολογικά ζωντανοί μπορούν να θάψουν τους βιολογικά νεκρούς. Επομένως, αυτό που κάνει τον άνθρωπο πραγματικά ζωντανό, αυτό που τον κάνει ψυχήν ζώσαν, δεν είναι κάτι που βρίσκεται σε όλους τους ανθρώπους. Είναι κάτι που δίδεται μόνον σ αυτούς που έχουν την προαίρεση να το δεχθούν, σ αυτούς που το θέλουν ελεύθερα. Δεν είναι ένα φυσικό συστατικό του ανθρώπου, όπως θά ήταν η ψυχή, αλλά μια υπερφυσική θεία δωρεά και Ενέργεια, η δωρεά και άκτιστη Ενέργεια της Χάριτος του αγίου Πνεύματος. Η απόκτηση αυτής της δωρεάς του αγίου Πνεύματος είναι ο σκοπός της ζωής μας, όπως τόσο παραστατικά το δίδαξε ο άγιος Σεραφείμ στό μαθητή του Μοτοβίλωφ. Γι αυτό είμαστε δημιουργημένοι και σ αυτό είμαστε καλεσμένοι.
ι΄ - Ο Παράδεισος και οι απέναντι
Που βρίσκεται ο Παράδεισος; Τι έγινε, τέλος πάντων, έκείνος ο Παράδεισος όπου έζησε ο Αδάμ και η Εύα και όπου περπατούσε ο Θεός; Τι σχέση έχει ο παλιός εκείνος Παράδεισος με αυτόν που περιμένουμε στον Μέλλοντα Αώνα της Καινής Γής; Τι σχέση έχει με τη νέα Ιερουσαλήμ;
Παράδεισος είναι ό,τι και όποιος δέχεται την άκτιστη θεία Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Κάθε άγιος είναι Παράδεισος. Η εκκλησία του Χριστού είναι Παράδεισος.
Στη ζωή πολλών αγίων βλέπουμε τον κόσμο γύρω τους να μεταμορφώνεται σε μια γωνιά του αρχαίου Παραδείσου, κυρίως τον κόσμο των άλογων όντων. Τα ζώα και τα φυτά συμπεριφέρονται σαν κι αυτά που βρίσκονταν στον Παράδεισο. Το ίδιο συμβαίνει και στους ανθρώπους με καλή προαίρεση. Ακόμη και η φύση αποκτά παραδείσιες ιδιότητες. Η φωτιά δεν τους καίει, περπατούν πάνω στα νερά, πετούν στον αέρα, τα δηλητήρια δεν τους πειράζουν, οι αρρώστιες θεραπεύονται, το κρύο δεν τους ενοχλεί. Η Χάρις του αγίου Πνεύματος ακτινοβολεί γύρω τους και ευεργετεί τη γύρω τους κτίση.
Ο αρχαίος Παράδεισος ήταν ένας συγκεκριμένος, καλά καθορισμένος και σαφώς περιγραμμένος τόπος σε ορισμένο γεωγραφικό χώρο. Και εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς. Η υπόλοιπη γή ήταν στην κατάσταση που την ξέρουμε. Ο Παράδεισος ήταν μία νησίδα της Χάρης του Θεού πάνω στη γή. Έξω από τον Παράδεισο τα ζώα συνέχιζαν να τρώνε το ένα το άλλο, τα φυτά να μαραίνονται και να αποσυντίθενται, η ζωή ήταν όπως πάντα και όπως θά συνεχίσει να είναι μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Αυτό που ίσως ξενίσει την αντίληψή μας και μας φανεί πρωτάκουστο είναι ότι έξω από τον Παράδεισο δεν ζούσαν μόνο ζώα και φυτά, αλλά και άνθρωποι, πλήθη ανθρώπων. Εν τούτοις, η Αγία Γραφή μας αφήνει σαφώς να εννοήσουμε την πραγματικότητα αυτή, αρκεί να προσέξουμε λίγο μελετώντας την:
Όταν ο Θεός, μετά την παρακοή, εξέβαλε τον Αδάμ και κατώκησεν αυτόν απέναντι του παραδείσου της τρυφής, ο Αδάμ και η Εύα απέκτησαν δύο παιδιά, τον Κάιν και τον ʼβελ. Στη συνομιλία του Κάιν με το Θεό, μετά την αδελφοκτονία, ακούμε τον Κάιν να λέγει στό Χριστό: Ει εκβάλεις με σήμερον από προσώπου της γής και από προσώπου σου κρυβήσομαι, και έσομαι στένων και τρέμων επί της γής, και έσται πάς ο ευρίσκων με, αποκτενεί με. Και είπεν αυτώ Κύριος ο Θεός^ ουχ ούτως, πάς ο αποκτείνας Κάιν επτά εκδικούμενα παραλύσει. Και έθετο Κύριος ο Θεός σημείον τω Κάιν του μη ανελείν αυτόν πάντα τον ευρίσκοντα αυτόν. Ο Χριστός δίνει στον Κάιν σημείον, ώστε όποιος τον βρεί να μήν τον σκοτώσει (Γεν. δ΄ 14-15). Σημείον στην πίστη μας είναι ένα και μοναδικό: ο Σταυρός. Σφράγισε, δηλαδή, ο Θεός τον Κάιν με το σημείο του σταυρού, που προστατεύει από κάθε κακό. Η αντωνυμία πάς χρησιμοποιείται αποκλειστικά γιά πρόσωπα, δηλαδή γιά ανθρώπους, ουδέποτε γιά ζώα. Επομένως, ο Κάιν κινδύνευε από άλλους ανθρώπους. Δεν υπήρχαν πάνω στη γή μόνον αυτός και οι γονείς του, αλλά και άλλοι άνθρωποι.
ʼλλο θέμα είναι η γυναίκα του Κάιν. Ποιά ήταν αυτή; Αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο Κάιν παντρεύτηκε κάποια αδελφή του ξεχνούν ότι ο Αδάμ και η Εύα δεν απέκτησαν άλλα παιδιά μετά τ ό θάνατο του ʼβελ, παρά μόνον αφού πέρασαν διακόσια τριάντα χρόνια. Έγνω δε Αδάμ Εύαν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκεν υιόν, και επωνόμαστε το όνομα αυτού Σήθ, λέγουσα^ εξανέστησε γάρ μοι ο Θεός σπέρμα έτερον αντί ʼβελ όν απέκτεινε Κάιν... έζησε δε Αδάμ τριάκοντα και διακόσια έτη, και εγένησε κατά την ιδέαν αυτού και κατά την εικόνα αυτού και επωνώμασε το όνομα αυτού Σήθ. Εγένοντο δε αι ημέραι του Αδάμ, άς έζησε μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σήθ, έτη επτακόσια, και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας (Γεν. δ΄ 25 25, ε΄ 3). Οι θυγατέρες λοιπόν του Αδάμ και της Εύας αναφέρονται μόνο μετά τη γέννηση του Σήθ. Δεν περίμενε, βέβαια, ο Κάιν διακόσια τριάντα χρόνια γιά να παντρευτεί. Εξ άλλου η Γένεση αναφέρει τη γυναίκα του Κάιν αμέσως μετά τη συνομιλία που είχε ο Κάιν με το Χριστό και το σφράγισμά του με το σημείο του σταυρού (Γεν. δ΄ 17). ʼς αφήσουμε ότι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο Κάιν παντρεύτηκε κάποια αδελφή του αποδέχονται σαν κάτι φυσικό την αιμομιξία.
Αμέσως μετά τη γέννηση του πρώτου του παιδιού ο Κάιν οικοδόμησε μια ολόκληρη πόλη. Και έγνω Κάιν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκε τον Ενώχ. Και ήν οικοδομών πόλιν και επωνόμασε την πόλιν επί τω ονόματι του υιού αυτού, Ενώχ (Γεν. δ΄ 17). Γιά ποιούς κατασκευάζει ο Κάιν μια ολόκληρη πόλη; Γιά την τριμελή οικογένειά του; Ποιά ήταν η γυναίκα του Ενώχ;
Ο Κάιν ήταν γεωργός και ο ʼβελ ποιμήν προβάτων. Στους άμεσους απογόνους του Κάιν βρίσκουμε κτηνοτρόφους, τον εφευρέτη του ψαλτηρίου και της κιθάρας, σιδηρουργούς, όπως ο Θόβελ, που ήν σφυροκόπος χαλκεύς χαλκού και σιδήρου (Γεν. δ΄ 22). Όλα αυτά πρίν αποκτήσουν ο Αδάμ και η Εύα τον τρίτο τους γυιό, τον Σήθ. Είμαστε, δηλαδή, στη σχετικά πρόσφατη γιά την ανθρωπότητα εποχή του σιδήρου, ενώ ακόμη ο Αδάμ και η Εύα ζούν.
Αν υπολογίσουμε τα χρόνια της ζωής του Αδάμ και των απογόνων του βρίσκουμε ότι ο Αδάμ πρέπει να έχει ζήσει πολύ πρόσφατα, δηλαδή περίπου 5500 χρόνια πρό Χριστού. Αυτή είναι πάρα πολύ πρόσφατη περίοδος στην ανθρώπινη ιστορία. Υπήρχαν, επομένως, έξω από τον Παράδεισο όχι απλώς άνθρωποι, αλλά πάρα πολλοί άνθρωποι.
ια΄ - Ο Πρωτόπλαστος
Γιατί, λοιπόν, τότε λένε τον Αδάμ πρωτόπλαστο; Τι σημαίνει πρωτόπλαστος;
Υπάρχουν δύο Αδάμ. Ο πρώτος και ο δεύτερος. Ο πρώτος μας γέννησε στη φθορά, ο δεύτερος μας γέννησε στην αφθαρσία. Ούτε ο πρώτος, όμως, ήταν χρονικά πρώτος άνθρωπος, ούτε ο δεύτερος χρονικά τελευταίος. Και οι δύο είχαν πολλούς άλλους ανθρώπους πρίν και μετά από αυτούς.
Ο πρώτος πρωτόπλαστος, ο πρώτος Αδάμ, είναι η αιτία της φθοράς και του θανάτου, αυτός στον οποίον βρίσκονται οι ρίζες της τωρινής κτίσης που βλέπουμε γύρω μας και την οποία αισθανόμαστε πάνω μας και στους άλλους γύρω μας: ανθρώπους, ζώα, φυτά, άστρα.
Ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός, είναι η αιτία της Ανάστασης και της αφθαρσίας, ο πρωτότοκος των νεκρών στην Ανάσταση και την αιωνιότητα, ο αρχηγός της αιώνιας Ζωής, η ρίζα της Καινής Κτίσης, της Καινής Γής και των Καινών Ουρανών.
Ο Αδάμ δεν είναι ο βιολογικός, δεν είναι ο ιστορικός προπάτωρ της ανθρωπότητας, αλλά ο οντολογικός πρωτόπλαστος, όχι μόνο της ανθρωπότητας, αλλά ολόκληρης της κτίσης, είναι η ρίζα του σύμπαντος όπως το βλέπουμε και το ξέρουμε σήμερα. Είναι ο διαλεγμένος από το Θεό άνθρωπος, που ανακεφαλαίωσε στό πρόσωπό του ολόκληρη την κτίση, όπως την έπλασε ο Θεός γιά να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της επίθεσης του αγγέλου Σατάν. Αυτής της κτίσης, που είναι χωρισμένη σε αρσενικά και θηλυκά όντα, που φέρει επάνω της τους δερμάτινους χιτώνες, την βιολογική μας φύση, την έλξη των δύο φύλων, την ανάγκη της υλικής τροφής, του πολλαπλασιασμού, της άμυνας και του θανάτου.
Ο Αδάμ είναι ο αντιπρόσωπος της κτίσης, αυτός που έδειξε την κλήση της κτίσης στην αιώνια ζωή της αφθαρσίας στον Παράδεισο, αλλά και την πρώση της κτίσης στη ζωή της λύπης και του στεναγμού, τη ζωή ανάμεσα στις άκανθες και τους τριβόλους, τη ζωή του ιδρώτα και της αναμονής του θανάτου (Γεν. γ΄ 16-19).
Ο Αδάμ είναι αυτός που έδειξε στό φθαρτό τούτο κόσμο σε ποιά δόξα και σε ποιά μακαριότητα είναι καλεσμένος ο άνθρωπος, πώς είναι ο άνθρωπος κοντά στό Θεό, αλλά και σε ποιά κατάντια κατρακυλάει, όταν φύγει μακρυά του. Ο Αδάμ έδειξε πόσο μεγάλος είναι ο άνθρωπος, αλλά και πόσο μικρός και τιποτένιος^ πόσο τιποτένιος και δυστυχισμένος είναι μόνος του και πόσο μακάριος, όταν παραδεχθεί να μείνει κάτω από τη θαλπωρή της αγάπης του Πλάστη του.
Ο Αδάμ είναι ο αρχηγός του ανθρώπινου γένους στην αμαρτία, την πτώση και την ανυπακοή, αλλά και ο αρχηγός του στην επιστροφή στον Πλάστη του. Είναι ο αρχηγός στην πτώση, γιατί είναι ο πιο αδικαιολόγητος αμαρτωλός. Είναι ο αρχηγός στην επιστροφή της μετανοίας, γιατί πρώτος επέστρεψε στον Κύριο, απ όλους τους αμαρτωλούς της γής.
Είναι ο πιο αδικαιολόγητος αμαρτωλός γιατί κανείς δεν απόλαυσε σαν κι αυτόν τη Χάρη του Θεού και τον Παράδεισο, γιατί κανείς άλλος δεν δέχθηκε στό πρόσωπό του άμεσα το εμφύσημα του Αγίου Πνεύματος, γιατί κανείς άλλος, πρίν απ αυτόν, δεν είδε το Χριστό και δε μίλησε μαζί Του και δεν καθοδηγήθηκε από τις εντολές Του.
Είναι, όμως, και ο διδάσκαλος της μετανοίας στην ανθρωπότητα ολόκληρη, ο αρχηγός της επιστροφής των ανθρώπων στον Κύριο και Θεό τους που τον εγκατέλειψαν και ώριξαν εαυτοίς λάκκους συντετριμμένους.
Ο Αδάμ είναι ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισε το Θεό πρόσωπο πρός πρόσωπο, το πρώτο μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, ο πρώτος Πατριάρχης του Λαού του Θεού, ο πρώτος του Λαού εκείνου στον οποίο ήταν γνωστός ο Θεός. Γι αυτό και η ορθόδοξη εικονογραφία στην εικόνα της Αναστάσεως έχει το Χριστό να σηκώνει πρώτους απ όλους τους δικαίους τον Αδάμ και την Εύα.
Έχει υπερτονισθεί η παρακοή και η πτώση του Αδάμ στην αμαρτία και το θάνατο, αλλά πολύ λίγο προσέχουμε το άλλο μισό της ιστορίας, την μετάνοια και την επιστροφή του. Και όχι μόνο την προσωπική του μετάνοια και την προσωπική του επιστροφή, αλλά το γεγονός ότι υπήρξε η πρωτοπορεία όλων των μετανοούντων της γής και ο αρχηγός όλων των επιστρεφόντων στό Θεό.
Με τον Αδάμ και την Εύα αρχίζει η ιστορία του Ισραήλ, η ιστορία του λαού εκείνου που γνώριζε το Θεό, ανάμεσα σ όλους τους λαούς του κόσμου που τον αγνοούσαν. Ο Αδάμ δεν είναι μόνον ο πρώτος που γνώρισε τον Χριστό, ο πρώτος στην ουσία πιστός Χριστιανός, είναι και ο πρώτος και απώτερος προπάτορας του Χριστού, η αρχή της κατά σάρκα και εν χρόνω γενεαλογίας Του.
ιβ΄ - Η Γένεση
Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή, το βιβλίο της Γενέσεως χωρίζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη ενότητα, το πρώτο κεφάλαιο και οι τρείς πρώτοι στίχοι του δευτέρου κεφαλαίου, αναφέρονται στη δημιουργία του κόσμου και της ανθρωπότητας ολόκληρης. Η δεύτερη ενότητα, το υπόλοιπο βιβλίο, από τον στίχο 4 του δευτέρου κεφαλαίου μέχρι το τέλος, δεν είναι άλλο από την ιστορία των ανθρώπων εκείνων στους οποίους αποκαλύφθηκε ο Θεός, οι οποίοι γνώριζαν το Θεό και αμάρταναν και μετανοούσαν ενώπιόν Του. Είναι η ιστορία του Αδάμ και των απογόνων του.
Το πρώτο κεφάλαιο, η πρώτη ενότης, δεν αναφέρει τίποτε γιά τον Αδάμ και την Εύα, δεν αναφέρει τίποτε γιά τον Παράδεισο, δεν αναφέρει τίποτε γιά το εμφύσημα, αναφέρει, όμως, και μάλιστα τόνίζει έντονα, ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ εικόνα της Αγίας Τριάδος: Και είπεν ο Θεός^ ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα ημετέραν και καθ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης.... Είναι χαρακτηριστική η εναλλαγή του ενικού, και του πληθυντικού, τόσο όταν αναφέρεται στό Θεό, όσο και όταν αναφέρεται στον άνθρωπο. Αυτή η εναλλαγή είναι κλειδί γιά την κατανόηση του κειμένου:
Και είπεν ο Θεός^ (ενικός) ποιήσωμεν (πληθυντικός) άνθρωπον (ενικός) κατ εικόνα (ενικός) ημετέραν (πληθυντικός) και καθ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν (πληθυντικός)...
Τι βγαίνει από αυτές τις εναλλαγές ενικού και πληθυντικού;
Ο Θεός είναι ένας (είπεν ο Θεός), σε τρία πρόσωπα (ποιήσωμεν). Το ίδιο είναι ο άνθρωπος. Ολόκληρη η ανθρωπότης είναι στην ουσία ένας άνθρωπος (ποιήσωμεν άνθρωπον). Η φύση του ανθρώπου είναι, όπως και η φύση του Θεού, μία και κοινή σε όλα τα πρόσωπα. Τα πρόσωπα, όμως, είναι πολλά (και αρχέτωσαν). Η εικόνα, όμως, όλων των προσώπων είναι μία^ ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, δι ού τα πάντα εγένετο, που είναι εικόνα του Θεού του αοράτου. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν.
Αυτός ο άνθρωπος, που έγινε κατ εικόνα Θεού, είναι όλος ο άνθρωπος, ολόκληρη η ανθρωπότης και ο καθένας μας ξεχωριστά σαν πρόσωπο. Όλοι είμαστε δημιουργημένοι κατ εικόνα Θεού, είτε το θέλουμε είτε όχι, και όλοι είμαστε καλεσμένοι στό καθ ομοίωσιν, στό να ομοιάσουμε με το Θεό. Είμαστε όλοι καλεσμένοι στη θέωση, που μόνον η κατοίκηση μέσα μας του Αγίου Πνεύματος μας χαρίζει. Όμως, αν και είμαστε δημιουργημένοι όλοι κατ εικόνα Θεού χωρίς να ερωτηθούμε, στό καθ ομοίωσιν δεν ερχόμαστε παρά μόνον αν το θέλουμε. Επιτρέπουμε το Πνεύμα το ʼγιο να κατοικήσει μέσα μας ή του κλείνουμε την πόρτα της ψυχής μας, ελεύθερα.
Είμαστε εικόνες Θεού, όχι φυσικά από τη βιολογική μας φύση, αλλά γιατί ο Θεός, ο Λόγος του Θεού, ενώθηκε με τη φύση μας. Η ένωση αυτή του Θεού και του ανθρώπου στό πρόσωπο του Θεού Λόγου έκανε την ανθρωπότητα κατ εικόνα Θεού. Το γεγονός αυτό, που δεν εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του προσώπου μας, μας έκανε όλους δεκτικούς του Αγίου Πνεύματος. Μας έκανε όλους δοχεία ικανά να δεχθούν και να κρατήσουν τη Χάρη και την Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Είμαστε εικόνες Θεού, άρα μπορούμε - αν θέλουμε - να δεχθούμε και να κρατήσουμε μέσα μας το Πνεύμα το ʼγιο. Θά το δεχθούμε όμως; Θά μείνουμε δοχεία άδεια ή γεμάτα; Να τι εξαρτάται από τη δική μας προσωπική θέληση, από την προσωπική μας ελευθερία.
Και είπεν ο Θεός^ ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα ημετέραν και καθ ομοίωσιν... και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν. Ο Θεός θέλει τον άνθρωπο κατ εικόνα και κάθ ομοίωσιν, όμως, όπως βλέπουμε, τον δημιούργησε μόνον κατ εικόνα. Το καθ ομοίωσιν το άφησε στη δική του προαίρεση. Ποιήσωμεν... κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν... και εποίησε... κατ εικόνα. Όλοι είμαστε κατ εικόνα Θεού, όμως, δεν είμαστε όλοι καθ ομοίωσιν, παρά μόνον όσοι το θέλουν. Όλοι έχουμε την ικανότητα να δεχθούμε το Πνεύμα το ʼγιο, δεν θέλουμε, όμως, όλοι να κατοικήσει μέσα μας ο Παράκλητος.
Αυτή είναι η διαφορά του κατ εικόνα και του καθ ομοίωσιν. Το κατ εικόνα είναι χαρισμένο στη φύση μας, λόγω της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Το καθ ομοίωσιν εναπόκειται στό πρόσωπο του καθ ενός μας, εξαρτάται από την προσωπική μας ελευθερία.
Να, όμως, και κάτι άλλο που πρέπει να παρατηρήσουμε στην πρώτη αυτή βασική ενότητα του βιβλίου της Γενέσεως. Γράφει: Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς.
Η διάκριση σε άρσεν και θήλυ δεν έχει, βέβαια, καμμία σχέση με την εικόνα του Θεού. Ο Θεός δεν διακρίνεται σε άρσεν και θήλυ. Επομένως, η διάκριση σε αρσενικό και θηλυκό είναι κάτι το δευτερεύον και το εφήμερο, κάτι το επίπλαστο στον άνθρωπο, όπως οι δερμάτινοι χιτώνες που του δόθηκαν μετά την παρακοή. Δημιουργηθήκαμε αρσενικά και θηλυκά, άνδρες και γυναίκες γιά να αντιμετωπίσθεί η διάσπαση που επέφερε η απομάκρυνση από τη χάρη του Θεού, γιά να αντιμετωπισθεί με μία φυσική δύναμη συνοχής η έλληψη της Θείς Ενεργείας, που με τη στάση μας διώξαμε.
Επομένως, ο άνθ