ESOTERICA.gr Forums !

ESOTERICA.gr Forums !
Κεντρική Σελίδα | Προφίλ | Εγγραφή | Ενεργά Θέματα | Μέλη | Αναζήτηση | FAQ
Όνομα Μέλους:
Password:
Επιλογή Γλώσσας
Φύλαξη Password
Ξεχάσατε τον Κωδικό;
 Όλα τα Forums
 .-= Η ΨΥΧΗ =-.
 Ποίηση από τους άδοξους ποιητές των αιώνων,και όχι μόνο...
 Νέο Θέμα  Απάντηση στο Θέμα
 Εκτυπώσιμη Μορφή
Σελίδα: 
από 6
Συγγραφέας Προηγούμενο Θέμα Θέμα Επόμενο Θέμα  
amalia
Διαχειριστής

Greece
10782 Μηνύματα
Απεστάλη: 25/04/2007, 02:56:59  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους amalia  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Ο χαρούμενος νεκρός

Θέλω σε γη πολύ παχιά σαλίγκαρους γεμάτη,
να σκάψω λάκκο μόνος μου βαθύ, που να μπορώ
τα γέρικά μου κόκκαλα ν' απλώσω με ραχάτι
κι ως καρχαρίας στο νερό, στη λήθη ύπνο να βρω.

Τις διαθήκες τις μισώ κι οι τάφοι δε μ' αρέσουν
παρά να παρακάλαγα να ρθουν να με θρηνούν
θα προτιμούσα ζωντανός, να κράξω όρνια να πέσουν,
στο βρωμερό μου σκέλεθρο το αίμα μου να πιουν.

Σκουλήκια! ώ σύντροφοι δίχως αυτιά και μάτια, εμπρός!
να ένας λεύτερος για σας, χαρούμενος νεκρός.

Φιλήδονος φιλόσοφος, γέννα παλιά της σήψης
ελάτε στο κουφάρι μου ριχτήτε δίχως τύψεις
και πείτε μου, μπορεί να δει κι άλλους βασανισμούς
τ' άψυχο αυτό σαράβαλο, νεκρό μες τους νεκρούς;

Charles Baudelaire


Ψυχή μου,
Μην ονειρεύεσαι την αιωνιότητα,
αλλά εξάντλησε το χώρο του δυνατού!
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

A. Kircher
ΜΕΛΟΣ "Forums ESOTERICA"

USA
1626 Μηνύματα
Απεστάλη: 25/04/2007, 05:22:42  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους A. Kircher  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Ελληνική γοτθική λογοτεχνία....

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: Θανάσης Βάγιας (Ο Βρυκόλακας)

Α'

Η Φτωχή

-"Ελεημοσύνη Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη,
έτσι ο Θεός παρηγοριά κι αγάπη να σας δίνει.
Ελεημοσύνη κάμετε στην έρημη τη χήρα"!

Φτωχή γυναίκα φώναζε σ' άλλης φτωχής τη θύρα.

-"Η νύχτα, τ' αστραπόβροντα, το χιόνι δε μ' αφήνει
να πάγω μπρος. Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη!
Ανοίξετέ μου... πέθανα... κι εγώ Θεό λατρεύω...
Ανοίξετέ μου, Χριστιανοί, έμαθα να νηστεύω
και το ψωμί σας δε ζητώ, δε θέλω να το πάρω.
Φτωχός φτωχόνε συμπονεί, γλυτώστε μ' απ' το Χάρο.
Με φτάνουνε δυο κάρβουνα, με φτάνει το φυτίλι
που κάθε βράδυ ανάφτετε, που καίτε στο καντήλι,
εμπρός στη Μάνα του Θεού, εμπρός εις τη Παρθένο...
Ελεημοσύνη, λίγο φώς... προφτάστε με... πεθαίνω..."

Β'

-"Μάνα μου ξύπνα, δεν ακούς; Τη θύρα μας χτυπάνε".
-"Αγέρας δέρνει τα κλαριά του λόγγου και βογγάνε".
-"Σκιάζομαι μάνα, σα πουλί φεύγει, πετά η καρδιά μου".
-"Είναι σκυλιά που ρυάζονται. Πέσε στην αγκαλιά μου".
-"'Ακουσα κλάψες και φωνές".
-"Θα τα δες στ' όνειρό σου.
Κοιμήσου, γύρισ' από 'δω και κάμε το σταυρό σου".

Γ'

-"Ακούω στη θύρα μας σα βογγητό,
σα ψυχομάχημα. Θα πά' να δω".

Σκώνετ' η δύστυχη και πα να δει.
Στο χώμα κοίτεται ένα κορμί.
Αχνό το πρόσωπο και τα μαλλιά
ξήπλεγα σέρνονταν στη τραχηλιά,
τα χέρια κρούσταλλο, σιδερωμένα
μέσα στο κόρφο της τα χει χωμένα.

-"Παιδί μου, πρόφτασε, δος μου βοήθεια,
εκείνα π' άκουσες ήταν αλήθεια".

Στα χέρια γλήγορα τη ξένη παίρνουν
και στο κρεβάτι τους τη συνεφέρνουν.

-"Σύρτε παιδάκια μου ν' αναπαυτείτε.
Είναι μεσάνυχτα, να κοιμηθείτε".

-"Καλό ξημέρωμα, καλή αυγή,
κοιμήσου ήσυχη, μαύρη φτωχή"!

Αντάμα πέσανε μάνα, παιδί,
τα μάτια κλείσανε σ' ύπνο βαθύ.
Η ξένη, δύστυχη, δε κλει το μάτι.
Τι να την ηύρηκε μες στο κρεβάτι;
Δ'

Ο Βρυκόλακας

-"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;

Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.

Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.

Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τι έκαμα και με τρομάζεις;
Πως είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;

Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου...
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.

Πες μου πουθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τι 'λθες να δεις";

Ε'

-"Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
κι εκεί οπού 'στεκα σαβανωμένος,
βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,

έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
ακούω που φώναξε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α
σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτε κει-.

Τα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.

-Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι-.

Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

Και σα με βρήκανε όλοι με μια
έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.

Πετάμε, τρέχομε, φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.

Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σα ν' αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.

Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-.
Έτσι εφτάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.

Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου 'δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
Για δες το στόμα μου, το 'χω βαμένο.

Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε... στέκουν κι ακούνε.
-Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή-.
Εδώθε μπαίνουνε μες την αυλή.

Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παρατήσανε... Κανείς δε μένει.
Κρυφά τους έφυγα και τρέχω 'δω,
με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ".


Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

A. Kircher
ΜΕΛΟΣ "Forums ESOTERICA"

USA
1626 Μηνύματα
Απεστάλη: 25/04/2007, 05:24:02  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους A. Kircher  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Συνέχεια

ΣΤ'

-"Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν' ώρα".

-"Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά".

-"Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα".

-"Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Μου πήρ' η κόλαση κειό το φιλί".

-"Φέυγα και σκιάζομαι τ' άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ την αχάμνια τους λες κι είν' μαχαίρια".

-"Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι 'γω
κείνος π' αγάπησες, ένα καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ' ο Θανάσης".
-"Φεύγ' απ' τα μάτια μου, θα με κολάσεις".

Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ' αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε... το χέρι απλώνει...
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει...

Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ' το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο...
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.

Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-!

Ζ'

-"Ξύπνα παιδί μου κι η αυγή απ' το βουνό προβαίνει,
ξύπνα ν' ανάψωμε φωτιά κι η ξένη μας προσμένει".

-"Καλή σου μέρα μάνα μας, ησύχασες κομμάτι";
-"Λίγο κοιμώμαι η δύστυχη, δεν έκλεισα το μάτι.
Έχετε γεια, έχετε γεια, πρέπει να σας αφήσω.
Είναι μακρύς ο δρόμος μου και πότε θα κινήσω";

-"Γιατί δε μας εξύπνησες κι έμεινες μοναχή σου;
Σύρε μανούλα στο καλό και δος μας την ευχή σου".

-"Για το καλό που κάματε, για την ελεημοσύνη,
ύπνο γλυκό ο Κύριος κι ήσυχο να σας δίνει.
'Αλλο καλό να σας 'φχηθώ στο κόσμο μας δε ξέρω,
νύχτα και μέρα το ζητώ και δε μπορώ να εύρω".

-"Μάνα, η φτώχεια είναι κακή γιατί έχει καταφρόνια".
-"Τα πλούτη τα δοκίμασα, περάσαν με τα χρόνια".

-"Μέσα στο λόγγο οι δύστυχοι ζούμε κι εμείς σα λύκοι,
απ' το καιρό που χάλασε το έρμο το Γαρδίκι".

Ω δυστυχιά μου! Ω δυστυχιά! Ο κόσμος θα χαλάσει!
Και ποιόνε μελετήσανε; Το Β ά γ ι α το Θ α ν ά σ η!

-"Κι εγώ είμ' η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχτρό σας.
Εψές τη νύχτα μπήκε 'δω, εστάθηκε σιμά μου...
Σχωρέστε τόνε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου..."

Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάνα ανατριχιάζουν
και το σταυρό τους κάνοντας, τρέμουν που τη κοιτάζουν.

Το ποιήμα γράφτηκε το 1867. Ο Θανάσης Βάγιας ήταν αυλικός του Αλή Πασά και προδότης του Γαρδικιού, καθώς αποκάλυψε στον Αλή Πασά ένα μυστικό πέρασμα, με το οποίο ο Αλή Πασάς κατάφερε να εξολοθρεύσει τους Γαρδικιώτες.

Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα ιστορικά και τα φανταστικά στοιχεία του ποιήματος έχει εδώ:
http://www.antidogma.gr/vb/showthread.php?t=2378


Edited by - A. Kircher on 25/04/2007 05:36:23Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

amalia
Διαχειριστής

Greece
10782 Μηνύματα
Απεστάλη: 25/04/2007, 23:06:20  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους amalia  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Καλά A. Kircher, με έστειλες με τον Βαλαωρίτη!
Τον αριστοτέχνη της ομοιοκαταληξίας και του έμμετρου λόγου - κατά τη γνώμη μου. Αν και τον έχω γνωρίσει κυρίως από πατριωτικά ποιήματα (που δεν είναι και από τις συμπάθειές μου το θεματικό αντικείμενο) με έχει γοητεύσει για τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του. Φοβερό ταίριασμα λέξεων, ζωντανή εικόνα και δυνατά συναισθήματα.

Θα προσθέσω λοιπόν κι εγώ ένα ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που ήταν από μικρή το αγαπημένο μου (όχι ότι το απήγγειλα και στο σχολείο - αυτό το γλίτωσα ευτυχώς! )


Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: Ο βράχος και το κύμα

«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που 'πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο 'γλυφα και σο 'πλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ' εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα,
μέρα και νύχτα σ'έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που 'θε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό...Εξύπνησα λιοντάρι...»

Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»

«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ' επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ' αχνάρια...
Μ' έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ' έριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να 'ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που 'ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.


Ψυχή μου,
Μην ονειρεύεσαι την αιωνιότητα,
αλλά εξάντλησε το χώρο του δυνατού!
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

amalia
Διαχειριστής

Greece
10782 Μηνύματα
Απεστάλη: 25/04/2007, 23:14:35  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους amalia  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Και μιας και θυμήθηκα τα παλιά, ακόμα ένα ποίημα θα παραθέσω που όταν ήμουν μικρή, μου προκαλούσε δέος και έναν κρυφό τρόμο. Είναι φυσιολατρικό - και όχι μόνο. Όπως πολλά από τα κορυφαία ποιήματα που έχουν παρατεθεί σ' αυτό το θέμα, μπορεί κανείς να τo ερμηνεύσει με πολλούς τρόπους...
Για μένα, είναι ένα ποίημα που υμνεί το νόμο του κάρμα.
Σκληρό, αλλά αληθινό.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Η κατάρα του πεύκου

«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θάναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.

Ανάβει η πέτρα,
το λιβάδι βγάνει φωτιά
Νάβρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!

Μες το λιοπύρι,
μες στον κάμπο να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του
και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
γιατί, γιατί;

«Γιάννη, που κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»

«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
γι' αυτό είμαι δω

Πότε ξεκίνησα;
Είναι μέρες... για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς»

«Να μια βρυσούλα,
πιε νεράκι να δροσιστείς»
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός...

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.

«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,
το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.

«Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.

Σακάτης ήταν κι ολόρθος,
ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»

«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ...

Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο...
Τι ώρα νάναι και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Αγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.

Αγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»

Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι...
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.

Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.


Ψυχή μου,
Μην ονειρεύεσαι την αιωνιότητα,
αλλά εξάντλησε το χώρο του δυνατού!
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

amalia
Διαχειριστής

Greece
10782 Μηνύματα
Απεστάλη: 25/04/2007, 23:17:00  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους amalia  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Και θα κλείσω για την ώρα με Κάρολο Μπωντλαίρ...


Η ΛΗΘΗ

Άπονη και κουφή ψυχή έλα’ δω στην καρδιά μου!
Όσο κι αν είσαι αδιάφορη, τίγρη μου λατρευτή,
θέλω εγώ τα τρεμάμενα, να χώσω δάκτυλά μου,
ώρα πολλή μες τη βαριά χαίτη σου τη πυκνή!

Στο μεσοφούστανό σου που’ χει η σάρκα σου μυρωμένο,
να θάψω το πονόγερτο κεφάλι μου βαθιά,
και να μυρίσω ξαναρχίς σαν άνθος μαραμένο,
του πεθαμένου μου έρωτα την τέφρα τη γλυκιά.

Μα κοιμηθώ! Να κοιμηθώ θέλω παρά να ζήσω!
Σ’ ένα καθώς του θάνατου, ύπνο μυστηριακό,
με δίχως τύψη τα φιλιά μου πάνω θε ν’ αφήσω
στ’ ωραίο σου το γυαλιστό κορμί σαν το χαλκό.

Να πνίξει τώρα τον τρανό λυγμό μου που ησυχάζει
τι άλλο παρά η άβυσσο της κλίνης σου μπορεί;
η Λησμοσύνη η δυνατή στα χείλη σου φωλιάζει,
κι η Λήθη μόνο απ’ το δικό σου τρέχει το φιλί.

Στη μοίρα μου από δω και μπρος απόλαυσή μου μόνη
θα υποταχτώ σα να’ μουνα γι’ αυτήν εδώ πλασμένος
και σαν υπάκουος μάρτυρας κι αθώος δικασμένος,
που ο ζήλος το μαρτύριό του τρελά το δυναμώνει,

για να νεκρώσω κάθε μου μνησικακία κρυμμένη,
το καλό κώνειο θα βυζάξω και το νηπενθές,
από τη ρόγα τη γλυκιά και τη χαριτωμένη,
του ορθού σου στήθους που καρδιά δεν έκλεισε ποτές!


Charles Baudelaire



Ψυχή μου,
Μην ονειρεύεσαι την αιωνιότητα,
αλλά εξάντλησε το χώρο του δυνατού!
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 00:47:03  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Love In the Asylum


A stranger has come
To share my room in the house not right in the head,
A girl mad as birds

Bolting the night of the door with her arm her plume.
Strait in the mazed bed
She deludes the heaven-proof house with entering clouds

Yet she deludes with walking the nightmarish room,
At large as the dead,
Or rides the imagined oceans of the male wards.

She has come possessed
Who admits the delusive light through the bouncing wall,
Possessed by the skies

She sleeps in the narrow trough yet she walks the dust
Yet raves at her will
On the madhouse boards worn thin by my walking tears.

And taken by light in her arms at long and dear last
I may without fail
Suffer the first vision that set fire to the stars.

Dylan Thomas


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 00:54:33  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

My World Is Pyramid

Half of the fellow father as he doubles
His sea-sucked Adam in the hollow hulk,
Half of the fellow mother as she dabbles
To-morrow's diver in her horny milk,
Bisected shadows on the thunder's bone
Bolt for the salt unborn.

The fellow half was frozen as it bubbled
Corrosive spring out of the iceberg's crop,
The fellow seed and shadow as it babbled
The swing of milk was tufted in the pap,
For half of love was planted in the lost,
And the unplanted ghost.

The broken halves are fellowed in a cripple,
The crutch that marrow taps upon their sleep,
Limp in the street of sea, among the rabble
Of tide-tongued heads and bladders in the deep,
And stake the sleepers in the savage grave
That the vampire laugh.

The patchwork halves were cloven as they scudded
The wild pigs' wood, and slime upon the trees,
Sucking the dark, kissed on the cyanide,
And loosed the braiding adders from their hairs,
Rotating halves are horning as they drill
The arterial angel.

What colour is glory? death's feather? tremble
The halves that pierce the pin's point in the air,
And prick the thumb-stained heaven through the thimble.
The ghost is dumb that stammered in the straw,
The ghost that hatched his havoc as he flew
Blinds their cloud-tracking eye.


II

My world is pyramid. The padded mummer
Weeps on the desert ochre and the salt
Incising summer.
My Egypt's armour buckling in its sheet,
I scrape through resin to a starry bone
And a blood parhelion.

My world is cypress, and an English valley.
I piece my flesh that rattled on the yards
Red in an Austrian volley.
I hear, through dead men's drums, the riddled lads,
Screwing their bowels from a hill of bones,
Cry Eloi to the guns.

My grave is watered by the crossing Jordan.
The Arctic scut, and basin of the South,
Drip on my dead house garden.
Who seek me landward, marking in my mouth
The straws of Asia, lose me as I turn
Through the Atlantic corn.

The fellow halves that, cloven as they swivel
On casting tides, are tangled in the shells,
Bearding the unborn devil,
Bleed from my burning fork and smell my heels.
The tongue's of heaven gossip as I glide
Binding my angel's hood.

Who blows death's feather? What glory is colour?
I blow the stammel feather in the vein.
The loin is glory in a working pallor.
My clay unsuckled and my salt unborn,
The secret child, I sift about the sea
Dry in the half-tracked thigh.

Dylan Thomas


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 00:59:35  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
O Make Me A Mask

O make me a mask and a wall to shut from your spies
Of the sharp, enamelled eyes and the spectacled claws
Rape and rebellion in the nurseries of my face,
Gag of dumbstruck tree to block from bare enemies
The bayonet tongue in this undefended prayerpiece,
The present mouth, and the sweetly blown trumpet of lies,
Shaped in old armour and oak the countenance of a dunce
To shield the glistening brain and blunt the examiners,
And a tear-stained widower grief drooped from the lashes
To veil belladonna and let the dry eyes perceive
Others betray the lamenting lies of their losses
By the curve of the nude mouth or the laugh up the sleeve.


Submitted by Venus

Dylan Thomas


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 01:09:11  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Poem In October


It was my thirtieth year to heaven
Woke to my hearing from harbour and neighbour wood
And the mussel pooled and the heron
Priested shore
The morning beckon
With water praying and call of seagull and rook
And the knock of sailing boats on the net webbed wall
Myself to set foot
That second
In the still sleeping town and set forth.

My birthday began with the water-
Birds and the birds of the winged trees flying my name
Above the farms and the white horses
And I rose
In rainy autumn
And walked abroad in a shower of all my days.
High tide and the heron dived when I took the road
Over the border
And the gates
Of the town closed as the town awoke.

A springful of larks in a rolling
Cloud and the roadside bushes brimming with whistling
Blackbirds and the sun of October
Summery
On the hill's shoulder,
Here were fond climates and sweet singers suddenly
Come in the morning where I wandered and listened
To the rain wringing
Wind blow cold
In the wood faraway under me.

Pale rain over the dwindling harbour
And over the sea wet church the size of a snail
With its horns through mist and the castle
Brown as owls
But all the gardens
Of spring and summer were blooming in the tall tales
Beyond the border and under the lark full cloud.
There could I marvel
My birthday
Away but the weather turned around.

It turned away from the blithe country
And down the other air and the blue altered sky
Streamed again a wonder of summer
With apples
Pears and red currants
And I saw in the turning so clearly a child's
Forgotten mornings when he walked with his mother
Through the parables
Of sun light
And the legends of the green chapels

And the twice told fields of infancy
That his tears burned my cheeks and his heart moved in mine.
These were the woods the river and sea
Where a boy
In the listening
Summertime of the dead whispered the truth of his joy
To the trees and the stones and the fish in the tide.
And the mystery
Sang alive
Still in the water and singingbirds.

And there could I marvel my birthday
Away but the weather turned around. And the true
Joy of the long dead child sang burning
In the sun.
It was my thirtieth
Year to heaven stood there then in the summer noon
Though the town below lay leaved with October blood.
O may my heart's truth
Still be sung
On this high hill in a year's turning.

Dylan Thomas



"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 01:21:22  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

The Seed-At-Zero

The seed-at-zero shall not storm
That town of ghosts, the trodden womb,
With her rampart to his tapping,
No god-in-hero tumble down
Like a tower on the town
Dumbly and divinely stumbling
Over the manwaging line.

The seed-at-zero shall not storm
That town of ghosts, the manwaged tomb
With her rampart to his tapping,
No god-in-hero tumble down
Like a tower on the town
Dumbly and divinely leaping
Over the warbearing line.

Through the rampart of the sky
Shall the star-flanked seed be riddled,
Manna for the rumbling ground,
Quickening for the riddled sea;
Settled on a virgin stronghold
He shall grapple with the guard
And the keeper of the key.

May a humble village labour
And a continent deny?
A hemisphere may scold him
And a green inch be his bearer;
Let the hero seed find harbour,
Seaports by a drunken shore
Have their thirsty sailors hide him.

May be a humble planet labour
And a continent deny?
A village green may scold him
And a high sphere be his bearer;
Let the hero seed find harbour,
Seaports by a thirsty shore
Have their drunken sailors hide him.

Man-in-seed, in seed-at-zero,
From the foreign fields of space,
Shall not thunder on the town
With a star-flanked garrison,
Nor the cannons of his kingdom
Shall the hero-in-tomorrow
Range on the sky-scraping place.

Man-in-seed, in seed-at-zero,
From the star-flanked fields of space,
Thunders on the foreign town
With a sand-bagged garrison,
Nor the cannons of his kingdom
Shall the hero-in-to-morrow
Range from the grave-groping place.

Dylan Thomas



"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 01:32:02  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
There Was a Saviour

There was a saviour
Rarer than radium,
Commoner than water, crueller than truth;
Children kept from the sun
Assembled at his tongue
To hear the golden note turn in a groove,
Prisoners of wishes locked their eyes
In the jails and studies of his keyless smiles.

The voice of children says
From a lost wilderness
There was calm to be done in his safe unrest,
When hindering man hurt
Man, animal, or bird
We hid our fears in that murdering breath,
Silence, silence to do, when earth grew loud,
In lairs and asylums of the tremendous shout.

There was glory to hear
In the churches of his tears,
Under his downy arm you sighed as he struck,
O you who could not cry
On to the ground when a man died
Put a tear for joy in the unearthly flood
And laid your cheek against a cloud-formed shell:
Now in the dark there is only yourself and myself.

Two proud, blacked brothers cry,
Winter-locked side by side,
To this inhospitable hollow year,
O we who could not stir
One lean sigh when we heard
Greed on man beating near and fire neighbour
But wailed and nested in the sky-blue wall
Now break a giant tear for the little known fall,

For the drooping of homes
That did not nurse our bones,
Brave deaths of only ones but never found,
Now see, alone in us,
Our own true strangers' dust
Ride through the doors of our unentered house.
Exiled in us we arouse the soft,
Unclenched, armless, silk and rough love that breaks all rocks.

Dylan Thomas


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 01:34:07  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Vision and Prayer

Who
Are you
Who is born
In the next room
So loud to my own
That I can hear the womb
Opening and the dark run
Over the ghost and the dropped son
Behind the wall thin as a wren's bone?
In the birth bloody room unknown
To the burn and turn of time
And the heart print of man
Bows no baptism
But dark alone
Blessing on
The wild
Child.


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 01:35:28  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Was There a Time


Was there a time when dancers with their fiddles
In children's circuses could stay their troubles?
There was a time they could cry over books,
But time has sent its maggot on their track.
Under the arc of the sky they are unsafe.
What's never known is safest in this life.
Under the skysigns they who have no arms
have cleanest hands, and, as the heartless ghost
Alone's unhurt, so the blind man sees best.

Dylan Thomas



"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 01:36:58  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
When Once the Twilight Locks No Longer

When once the twilight locks no longer
Locked in the long worm of my finger
Nor damned the sea that sped about my fist,
The mouth of time sucked, like a sponge,
The milky acid on each hinge,
And swallowed dry the waters of the breast.

When the galactic sea was sucked
And all the dry seabed unlocked,
I sent my creature scouting on the globe,
That globe itself of hair and bone
That, sewn to me by nerve and brain,
Had stringed my flask of matter to his rib.

My fuses are timed to charge his heart,
He blew like powder to the light
And held a little sabbath with the sun,
But when the stars, assuming shape,
Drew in his eyes the straws of sleep
He drowned his father's magics in a dream.

All issue armoured, of the grave,
The redhaired cancer still alive,
The cataracted eyes that filmed their cloth;
Some dead undid their bushy jaws,
And bags of blood let out their flies;
He had by heart the Christ-cross-row of death.

Sleep navigates the tides of time;
The dry Sargasso of the tomb
Gives up its dead to such a working sea;
And sleep rolls mute above the beds
Where fishes' food is fed the shades
Who periscope through flowers to the sky.

When once the twilight screws were turned,
And mother milk was stiff as sand,
I sent my own ambassador to light;
By trick or chance he fell asleep
And conjured up a carcass shape
To rob me of my fluids in his heart.

Awake, my sleeper, to the sun,
A worker in the morning town,
And leave the poppied pickthank where he lies;
The fences of the light are down,
All but the briskest riders thrown
And worlds hang on the trees.

Dylan Thomas



"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 02:14:02  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
When, Like a Running Grave


When, like a running grave, time tracks you down,
Your calm and cuddled is a scythe of hairs,
Love in her gear is slowly through the house,
Up naked stairs, a turtle in a hearse,
Hauled to the dome,

Comes, like a scissors stalking, tailor age,
Deliver me who timid in my tribe,
Of love am barer than Cadaver's trap
Robbed of the foxy tongue, his footed tape
Of the bone inch

Deliver me, my masters, head and heart,
Heart of Cadaver's candle waxes thin,
When blood, spade-handed, and the logic time
Drive children up like bruises to the thumb,
From maid and head,

For, sunday faced, with dusters in my glove,
Chaste and the chaser, man with the cockshut eye,
I, that time's jacket or the coat of ice
May fail to fasten with a virgin o
In the straight grave,

Stride through Cadaver's country in my force,
My pickbrain masters morsing on the stone
Despair of blood faith in the maiden's slime,
Halt among eunuchs, and the nitric stain
On fork and face.

Time is a foolish fancy, time and fool.
No, no, you lover skull, descending hammer
Descends, my masters, on the entered honour.
You hero skull, Cadaver in the hangar
Tells the stick, 'fail.'

Joy is no knocking nation, sir and madam,
The cancer's fashion, or the summer feather
Lit on the cuddled tree, the cross of fever,
Not city tar and subway bored to foster
Man through macadam.

I dump the waxlights in your tower dome.
Joy is the knock of dust, Cadaver's shoot
Of bud of Adam through his boxy shift,
Love's twilit nation and the skull of state,
Sir, is your doom.

Everything ends, the tower ending and,
(Have with the house of wind), the leaning scene,
Ball of the foot depending from the sun,
(Give, summer, over), the cemented skin,
The actions' end.

All, men my madmen, the unwholesome wind
With whistler's cough contages, time on track
Shapes in a cinder death; love for his trick,
Happy Cadaver's hunger as you take
The kissproof world.

Dylan Thomas



"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 02:15:35  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Where Once the Waters of Your Face

Where once the waters of your face
Spun to my screws, your dry ghost blows,
The dead turns up its eye;
Where once the mermen through your ice
Pushed up their hair, the dry wind steers
Through salt and root and roe.

Where once your green knots sank their splice
Into the tided cord, there goes
The green unraveller,
His scissors oiled, his knife hung loose
To cut the channels at their source
And lay the wet fruits low.

Invisible, your clocking tides
Break on the lovebeds of the weeds;
The weed of love's left dry;
There round about your stones the shades
Of children go who, from their voids,
Cry to the dolphined sea.

Dry as a tomb, your coloured lids
Shall not be latched while magic glides
Sage on the earth and sky;
There shall be corals in your beds
There shall be serpents in your tides,
Till all our sea-faiths die.

Dylan Thomas



"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 02:56:32  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


Twenty Four Years

Twenty-four years remind the tears of my eyes.
(Bury the dead for fear that they walk to the grave in labour.)
In the groin of the natural doorway I crouched like a tailor
Sewing a shroud for a journey
By the light of the meat-eating sun.
Dressed to die, the sensual strut begun,
With my red veins full of money,
In the final direction of the elementary town
I advance as long as forever is.

Dylan Thomas


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
amalia
Διαχειριστής

Greece
10782 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/04/2007, 11:03:35  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους amalia  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας

Τότε η γυναίκα με τα’ αβρά χείλη τα φραουλένια
σα φείδι απά σε κάρβουνα αναφτά στριφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:

«Έχω τα χείλη εγώ υγρά και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησες παλιές μες το βαθύ κρεββάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω,
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.

Κι έχω γι’ αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
Να γίνουμαι ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω.

Ή σα μου δίνουν διαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι ανδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ’ αυτά τα στρώματα τα ποθοπλανταγμένα,
θα’ κανα να κολάζουνται κι οι Άγγελοι για μένα!»

Και το μεδούλι ως βύζαξεν όλο απ’ τα κόκκαλά μου,
και λαγγεμένος έστρεψα σ’ εκείνη τη ματιά
νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ πρλμηθευόταν.

Κάτι ξεσκλείδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγγά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κουνούν οι αγέριδες στις νύχτες του χειμώνα.

Charles Baudelaire



Ψυχή μου,
Μην ονειρεύεσαι την αιωνιότητα,
αλλά εξάντλησε το χώρο του δυνατού!
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 05/05/2007, 23:09:11  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Gerontion

HERE I am, an old man in a dry month,
Being read to by a boy, waiting for rain.
I was neither at the hot gates
Nor fought in the warm rain
Nor knee deep in the salt marsh, heaving a cutlass, 5
Bitten by flies, fought.
My house is a decayed house,
And the jew squats on the window sill, the owner,
Spawned in some estaminet of Antwerp,
Blistered in Brussels, patched and peeled in London. 10
The goat coughs at night in the field overhead;
Rocks, moss, stonecrop, iron, merds.
The woman keeps the kitchen, makes tea,
Sneezes at evening, poking the peevish gutter.
I an old man, 15
A dull head among windy spaces.

Signs are taken for wonders. “We would see a sign!”
The word within a word, unable to speak a word,
Swaddled with darkness. In the juvescence of the year
Came Christ the tiger 20
In depraved May, dogwood and chestnut, flowering judas,
To be eaten, to be divided, to be drunk
Among whispers; by Mr. Silvero
With caressing hands, at Limoges
Who walked all night in the next room; 25

By Hakagawa, bowing among the Titians;
By Madame de Tornquist, in the dark room
Shifting the candles; Fräulein von Kulp
Who turned in the hall, one hand on the door. Vacant shuttles
Weave the wind. I have no ghosts, 30
An old man in a draughty house
Under a windy knob.

After such knowledge, what forgiveness? Think now
History has many cunning passages, contrived corridors
And issues, deceives with whispering ambitions, 35
Guides us by vanities. Think now
She gives when our attention is distracted
And what she gives, gives with such supple confusions
That the giving famishes the craving. Gives too late
What’s not believed in, or if still believed, 40
In memory only, reconsidered passion. Gives too soon
Into weak hands, what’s thought can be dispensed with
Till the refusal propagates a fear. Think
Neither fear nor courage saves us. Unnatural vices
Are fathered by our heroism. Virtues 45
Are forced upon us by our impudent crimes.
These tears are shaken from the wrath-bearing tree.

The tiger springs in the new year. Us he devours. Think at last
We have not reached conclusion, when I
Stiffen in a rented house. Think at last 50
I have not made this show purposelessly
And it is not by any concitation
Of the backward devils
I would meet you upon this honestly.
I that was near your heart was removed therefrom 55
To lose beauty in terror, terror in inquisition.
I have lost my passion: why should I need to keep it
Since what is kept must be adulterated?
I have lost my sight, smell, hearing, taste and touch:
How should I use them for your closer contact? 60
These with a thousand small deliberations
Protract the profit of their chilled delirium,
Excite the membrane, when the sense has cooled,
With pungent sauces, multiply variety
In a wilderness of mirrors. What will the spider do, 65
Suspend its operations, will the weevil
Delay? De Bailhache, Fresca, Mrs. Cammel, whirled
Beyond the circuit of the shuddering Bear
In fractured atoms. Gull against the wind, in the windy straits
Of Belle Isle, or running on the Horn, 70
White feathers in the snow, the Gulf claims,
And an old man driven by the Trades
To a sleepy corner.

Tenants of the house,
Thoughts of a dry brain in a dry season. 75

T.S. ELLIOT


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 05/05/2007, 23:24:54  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Sweeney Erect

And the trees about me,
Let them be dry and leafless; let the rocks
Groan with continual surges; and behind me
Make all a desolation. Look, look, wenches!


PAINT me a cavernous waste shore
Cast in the unstilled Cyclades,
Paint me the bold anfractuous rocks
Faced by the snarled and yelping seas.

Display me Aeolus above 5
Reviewing the insurgent gales
Which tangle Ariadne’s hair
And swell with haste the perjured sails.

Morning stirs the feet and hands
(Nausicaa and Polypheme). 10
Gesture of orang-outang
Rises from the sheets in steam.

This withered root of knots of hair
Slitted below and gashed with eyes,
This oval O cropped out with teeth: 15
The sickle motion from the thighs

Jackknifes upward at the knees
Then straightens out from heel to hip
Pushing the framework of the bed
And clawing at the pillow slip. 20

Sweeney addressed full length to shave
Broadbottomed, pink from nape to base,
Knows the female temperament
And wipes the suds around his face.

(The lengthened shadow of a man 25
Is history, said Emerson
Who had not seen the silhouette
Of Sweeney straddled in the sun.)

Tests the razor on his leg
Waiting until the shriek subsides. 30
The epileptic on the bed
Curves backward, clutching at her sides.

The ladies of the corridor
Find themselves involved, disgraced,
Call witness to their principles 35
And deprecate the lack of taste

Observing that hysteria
Might easily be misunderstood;
Mrs. Turner intimates
It does the house no sort of good. 40

But Doris, towelled from the bath,
Enters padding on broad feet,
Bringing sal volatile
And a glass of brandy neat.

T.S. ELLIOT


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 05/05/2007, 23:38:00  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Whispers of Immortality

WEBSTER was much possessed by death
And saw the skull beneath the skin;
And breastless creatures under ground
Leaned backward with a lipless grin.

Daffodil bulbs instead of balls 5
Stared from the sockets of the eyes!
He knew that thought clings round dead limbs
Tightening its lusts and luxuries.

Donne, I suppose, was such another
Who found no substitute for sense, 10
To seize and clutch and penetrate;
Expert beyond experience,

He knew the anguish of the marrow
The ague of the skeleton;
No contact possible to flesh 15
Allayed the fever of the bone.
. . . . .
Grishkin is nice: her Russian eye
Is underlined for emphasis;
Uncorseted, her friendly bust
Gives promise of pneumatic bliss. 20

The couched Brazilian jaguar
Compels the scampering marmoset
With subtle effluence of cat;
Grishkin has a maisonette;

The sleek Brazilian jaguar 25
Does not in its arboreal gloom
Distil so rank a feline smell
As Grishkin in a drawing-room.

And even the Abstract Entities
Circumambulate her charm; 30
But our lot crawls between dry ribs
To keep our metaphysics warm.

T.S. ELLIOT


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
ZoZe3hp
Μέλος 1ης Βαθμίδας


106 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/05/2007, 23:34:41  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους ZoZe3hp  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
κατ'αρχας θα ήθελα να προτείνε σε όλους την ταινία "Ο κύκλος των αμένων ποιητών" και έπειτα θα παραθέσω ένα ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη..

Η πηγή

Φεγγάρι πεθαμένο μου
για ξαναβγές και πάλι
θέλω να δω το αίμα σου
δεν έκαιγες λυχνάρι
φώτιζες
το φοβισμένο πρόσωπο
θέλω να δω
το φοβισμένο πρόσωπο
τώρα
πάλι και πάλι
τότε
όλο το σώμα μου ήταν
μιά πληγή
φεγγάρι
μια πηγή
και φώτιζε
της νύχτας το σκοτάδι

Φεγγάρι πεθαμένο μου
θέλω να δω το αίμα σου
τώρα
πάλι και πάλι


Κοίτα εδώ, δες και γύρω.. που είναι ο κόσμος???Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 27/05/2007, 03:14:27  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
quote:
κατ'αρχας θα ήθελα να προτείνε σε όλους την ταινία "Ο κύκλος των αμένων ποιητών" .

Ανεπιφύλακτα και μη σου πω και υποχρεωτικά φίλε μου.


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
Dying_Incubus
Συντονιστής

Tuvalu
13482 Μηνύματα
Απεστάλη: 27/05/2007, 12:57:06  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους Dying_Incubus  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Κώστας Καρυωτάκης - Θάνατοι



Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα
την έχουν μέσα τους.

Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·

ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.





In anticipation of my resurrection...

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
Dying_Incubus
Συντονιστής

Tuvalu
13482 Μηνύματα
Απεστάλη: 27/05/2007, 13:00:33  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους Dying_Incubus  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Κώστας Καρυωτάκης - Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων




Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»




In anticipation of my resurrection...

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
spirit
Πλήρες Μέλος

Finland
1485 Μηνύματα
Απεστάλη: 27/05/2007, 23:21:41  Εμφάνιση Προφίλ  Στείλτε ένα ICQ Μήνυμα στο Μέλος spirit  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Όνειρο μέσα σε όνειρο-Πόε


Δέξου ετούτο το φιλί στο μέτωπό σου!

Και τώρα που χωρίζουμε,

Άφησε να σου πω-

Ότι οι μέρες μου εκύλησαν μέσα στ΄ όνειρο

Είναι αλήθεια, όπως το λεγες΄

Αν, όμως, η ελπίδα πέταξε

Μες σε μια νύχτα ή μια μέρα,

Μες σ΄ ένα όραμα ή μες στο τίποτα,

Είναι γι΄ αυτό λιγότερο χαμένη;

Όλα όσα βλέπουμε ή ό, τι φαινόμαστε

Όνειρο είναι μέσα σε όνειρο.


Στέκομαι ανάμεσα στο βογγητό

Μιας θαλασσοδαρμένης ακτής,

Και μες στα χέρια μου κρατώ

Κόκκους χρυσούς της άμμου-

Πόσοι λίγοι! Κι όμως πως γλιστράνε

Από τα δάχτυλά μου και βαθιά πάνε,

Καθώς θρηνώ-καθώς θρηνώ!

Θεέ μου! μήπως θα μπορούσα

Μέσα στο χέρι πιο σφιχτά να τους κρατούσα;

Θεέ μου! πως θα κατορθώσω

Μόνο ένα απ΄ το ανίλεο κύμα να γλιτώσω;

Όλα όσα βλέπουμε ή ό, τι φαινόμαστε

Όνειρο είναι μονάχα μέσα σε όνειρο;


Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Μετάφραση Στ. Μπεκατώρος)



Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

Dying_Incubus
Συντονιστής

Tuvalu
13482 Μηνύματα
Απεστάλη: 28/05/2007, 08:23:21  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους Dying_Incubus  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Κώστας Καρυωτάκης - Kι αν έσβησε σαν ίσκιος




Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ' ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά

κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που σκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί

κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ-
καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλον ουρανό,

η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
κι ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή!




In anticipation of my resurrection...

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
A. Kircher
ΜΕΛΟΣ "Forums ESOTERICA"

USA
1626 Μηνύματα
Απεστάλη: 11/07/2007, 04:27:50  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους A. Kircher  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Γιώργος Σαραντάρης-Πάλι ο Ουρανός Ανοίγει εδώ την Πύλη

Πάλι ο ουρανός ανοίγει εδώ την πύλη

Πάλι σηκώνει τη σημαία

Εμείς μπαίνουμε χωρίς φόβο

Τα μάτια τα πουλιά μαζί μας μπαίνουν

Αστράφτει η πολιτεία αστράφτει ο νους μας

Η φαντασία τους κήπους πλημμυράει

Είναι παιδιά που στέκονται στις βρύσες

Κορυδαλλοί στους όρθρους ακουμπάνε

Στις λεμονιές άγγελοι χορτάτοι

Είναι αηδόνια που παντού ξυπνάνε

Φλογέρες παίζουν έντομα βουίζουν

Είναι τραγούδια η στάχτη των νεκρών

Και οι νεκροί κάπου αναγεννιούνται πάλι

Ολούθε μας μαζεύει ο Θεός

Έχουμε χέρια καθαρά και πάμε.


Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

gretel
Πρώην Συνεργάτης

Aruba
3518 Μηνύματα
Απεστάλη: 25/11/2007, 04:14:03  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους gretel  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Ενέργεια στο διαμαντένιο αυτό θέμα!!


"ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΩΣ"
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
Το Θέμα καταλαμβάνει 6 Σελίδες:
  1  2  3  4  5  6
 
 Νέο Θέμα  Απάντηση στο Θέμα
 Εκτυπώσιμη Μορφή
Μετάβαση Σε:

ESOTERICA.gr Forums !

© 2010-11 ESOTERICA.gr

Μετάβαση Στην Κορυφή Της Σελίδας
0.1757813
Maintained by Digital Alchemy