Βρήκα και ένα άρθρο ενός φυσικού (το οποίο πέρα από τα ιστορικά δεδομένα και σε θεωρητικό επίπεδο δεν είμαι σε θέση να υποστηρίξω) το οποίο εξηγεί πως το γνωστό πείραμα Mihelson-Morley απέρριψε την επικρατούσα θεωρία του αιθέρα τον τότε επιστημόνων και όχι τον αιθέρα στην ουσία καθώς κάτι τέτοιο είναι εντελώς ηλίθιο και δεν χρειάζεται να αποβλακωθείς μέσα στις εξισώσεις για να το αντιληφθείς.Βασικά καλός πράττουν οι κοσμολογοι που μιλούν για σκοτεινή ύλη καθώς με την εμπάθεια η οποία υπάρχει από τους αποβλακωμένους στα μαθηματικά και στις εξισώσεις θα μαζευόταν ακόμα μεγαλύτερη ανοησία γύρω από το θέμα.
Το άρθρο είναι του Φυσικού Θανάση Μανταφούνη.
http://members.fortunecity.com/topos3/scien/scien/ai8eras.htm
-----------------------------------------------------------------
Ο ΑΙΘΕΡΑΣ, Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΪΝΣΤΑΪΝ ΚΑΙ Η ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Το όνομα του Α. Αϊνσταϊν, για περισσότερο από μισό αιώνα είναι συνώνυμο με την ευφυία και τη δύναμη της σκέψης, όχι μόνο για τους επιστήμονες, αλλά και για το μέσο άνθρωπο, ο οποίος αν και δεν είναι σε θέση να κρίνει την θεωρία του Αϊνσταϊν, δέχεται την ιδιοφυία του, βασιζόμενος στην κρίση των ειδικών .
Ακόμα και εκείνοι που γνωρίζουν τους ισχυρισμούς των θεωριών του Α’ι’νστάιν, συνήθως γνωρίζουν ελάχιστα για τα γεγονότα και τις επιστημονικές παρατηρήσεις που οδήγησαν στις θεωρίες αυτές. Οπως θα φανεί μάλιστα και παρακάτω, η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων είναι κακώς πληροφορημένοι σε σημαντικότατα ζητήματα των θεωριών αυτών.
Ισως το πιο ενδιαφέρον για ένα Φυσικό, θα ήταν λοιπόν, να γνωρίσει σε βάθος τον τρόπο σκέψης και την αλληλουχία των λογικών βημάτων που οδήγησαν στο οικοδόμημα της Ειδικής και Γενικής θεωρίας της Σχετικότητας, του οποίου πνευματικός πατέρας θεωρείται ο Α. Αϊνσταίν.
Είναι πολύ σημαντικό, ειδικά για έναν επιστήμονα να γνωρίσει τι κρύβεται πίσω από ένα ξεχωριστό επιστημονικό δημιούργημα, να γνωρίσει τη βάση και τα θεμέλια της θεωρίας που υπήρξε η αφορμή να χαρακτηριστεί ο Αϊνσταϊν ο “εξυπνότερος άνθρωπος του 20ου αιώνα”.
Το ξεκίνημα για μια τέτοια γνωριμία με την εξελικτική πορεία που οδήγησε στην Σχετικότητα του Αϊνσταϊν, είναι σίγουρα το περιβόητο πείραμα των Μichelson και Morley (1), αλλά και η έννοια του ελλειπώς κατανοητού μέσου, που ονομάζεται Αιθέρας.
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή
Η ιδέα της ύπαρξης ενός υπέρλεπτου μέσου που διαπερνά τα πάντα, υπάρχει καταγραμμένη ιστορικά από τους Αρχαίους Ελληνες φιλόσοφους. Στο μέσο αυτό δόθηκε το όνομα Αιθέρας.
Η σημασία αυτού του μέσου ήταν κεφαλαιώδης και με την έλευση της ουσιαστικής επιστημονικής διαδικασίας κατά το 16ο-17ο αιώνα μ.Χ., ήταν φυσιολογικό να ασχοληθούν οι επιστήμονες της εποχής με τις ιδιότητες αυτού του μέσου.
Από τους πρώτους, ο Νεύτων (2), διατυπώνοντας τους νόμους της παγκόσμιας έλξης, δέχτηκε σε θεωρητική βάση, την ύπαρξη του Αιθέρα, αφού ήταν αδιανόητο από την επιστημονική κοινότητα της εποχής, η διάδοση μιας δύναμης, όπως η δύναμη της Παγκόσμιας Ελξης μεταξύ ουρανίων σωμάτων στο κενό.
Ο Αιθέρας γίνεται η κεντρική έννοια της Φυσικής Επιστήμης
Αναμφισβήτητα όμως, η περίοδος που ο Αιθέρας ήταν το κεντρικό θέμα της Φυσικής Επιστήμης, ήταν ο 19ος αιώνας, καθώς συνδέθηκε με διάφορους τρόπους με την αλματώδη εξέλιξη που παρατηρήθηκε στον ηλεκτρισμό κατά τον αιώνα αυτό.
Από τους πρώτους, ο Faraday, με τα περιβόητα πειράματά του, κατέληξε στο συμπέρασμα (3), ότι οι δυναμικές γραμμές, με τις οποίες περιέγραφε τα πεδία που μελετούσε, ήταν απεικονίσεις του Αιθέρα και των μεταβολών που συνέβαιναν σ’ αυτόν.
Οι υποθέσεις που διατυπώθηκαν για τη δομή του Αιθέρα ήταν πολλές. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, η θεωρία του G.G. Stokes (4), δεχόταν την ακινησία του Αιθέρα στην επιφάνεια της γης και την προοδευτική αύξηση της ταχύτητάς του, σε σχέση με την Γη, όσο μεγαλώνει η απόσταση από την επιφάνεια της Γης, μέχρι κάποιο μεγάλο ύψος από την επιφάνεια της όπου η ταχύτητα αυτή σταθεροποιείται.
Παρά τις επιμέρους διαφορές των διαφόρων θεωριών, υπήρχε σ’ αυτές η κοινή, σε μεγάλο βαθμό, παραδοχή, ότι ο Αιθέρας, όταν δεν διαταράσσεται, είναι ακίνητος. Σημειώνουμε ότι η ακινησία του Αιθέρα θεωρείτο απόλυτη και όχι σε σχέση με κάποιο σύστημα αναφοράς, όπως απαιτεί η σύγχρονη επιστημονική σκέψη. Το συμπέρασμα της απόλυτης ακινησίας του Αιθέρα προέκυψε από την επιτυχή ερμηνεία που έδωσε ο Fresnel (5) στο πείραμα του H. Fizeau (6) σχετικά με την επίδραση της κίνησης του μέσου διάδοσης (νερό στο πείραμα αυτό) στην τιμή της ταχύτητας του φωτός. Γι’ αυτό το λόγο ο Αιθέρας χρησιμοποιήθηκε από πολλούς και σαν το απόλυτο σύστημα αναφοράς.
Κοινή παραδοχή αποτελούσε επίσης η άποψη, ότι ο Αιθέρας αποτελούσε το μέσο διάδοσης της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Αυτή η παραδοχή προέκυπτε από την απλή παρατήρηση ότι κάθε κύμα - όπως είναι και το φως - απαιτεί κάποιο μέσο διάδοσης για να διαδοθεί και ο Αιθέρας ικανοποιούσε απόλυτα τις απαιτήσεις του μέσου διάδοσης της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.
Αλλωστε και ο ίδιος ο Maxwell (7), ο οποίος συνέθεσε και διατύπωσε την ηλεκτρομαγνητική θεωρία, κάνει ξεκάθαρη στα γραπτά του την αναγκαιότητα αυτού του μέσου, για τη διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.
Το πείραμα των Michelson-Morley
Το 1878 ο Maxwell (8) , του οποίου η επιρροή αυξανόταν δραματικά σε όλη την επιστημονική κοινότητα της Ευρώπης, διατύπωσε τον εξής συλλογισμό : Αν η Γη κινείται με κάποια ταχύτητα διαμέσου του Αιθέρα και δεχόμενοι ότι τον αφήνει ανεπηρέαστο - κατά την παραδοχή του Maxwell, αλλά σε αντίθεση με άλλες υποθέσεις όπως του Stokes που προαναφέρθηκε - θα πρέπει ο Αιθέρας να κινείται σε σχέση με τη Γη, με ταχύτητα ίσου μέτρου και αντίθετης φοράς από την ταχύτητα της Γης. Βέβαια, στην ταχύτητα της Γης θα έπρεπε να συνυπολογιστεί η τροχιακή ταχύτητα της Γης καθώς περιστρέφεται γύρω από τον Ηλιο, η άγνωστη ταχύτητα του ηλιακού μας συστήματος καθώς και άλλες άγνωστες πιθανές συνιστώσες ταχύτητας. Υπολόγισε δε, ότι η αλλαγή του μέτρου της ταχύτητας του φωτός που θα προκαλούσε η σχετική αυτή κίνηση ως προς τον Αιθέρα θα ήταν της τάξης του όπου u η ταχύτητα της Γης και c η ταχύτητα του φωτός. Το μέγεθος του φαινομένου, αν κανείς λάβει υπ’ όψη του μόνο την τροχιακή ταχύτητα της Γης , αφού μόνο αυτή είχε γνωστή τιμή, εκτιμήθηκε πολύ μικρό για να μετρηθεί και η υπόθεση αυτή έμεινε χωρίς έλεγχο για κάποιο χρονικό διάστημα.
Αλλά, ο Michelson, νεαρός Φυσικός τότε, αποδεχόμενος την πρόκληση του ακατόρθωτου πειράματος και με τη βοήθεια του καθηγητή Χημείας Morley κατασκεύασε το περιβόητο συμβολόμετρό του. Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια το 1881 (9) , σε ένα δεύτερο πείραμα κατάφερε να πάρει αξιοποιήσιμες μετρήσεις των μετατοπίσεων των παρατηρούμενων κροσσών συμβολής και το 1887 (1) δημοσίευσε τα συμπεράσματα του πειράματος. Το συμπέρασμά του ήταν ότι : “........ η σχετική ταχύτητα της Γης και του Αιθέρα είναι πιθανώς μικρότερη από το ένα έκτο της τροχιακής ταχύτητας της Γης (ταχύτητα της Γης κατά την περιφορά της γύρω από τον Ηλιο) και σίγουρα μικρότερη από το ένα τέταρτο αυτής”.
Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί στο σημείο αυτό και να γίνει κατανοητό το εξής βασικό σημείο: Στην πρόσφατη -αλλά και σε παλαιότερη - βιβλιογραφία το πείραμα των Michelson -Morley αναφέρεται σαν ”μηδενικού αποτελέσματος”. Ο ισχυρισμός αυτός δικαιολογείται
Α. Ως αποτέλεσμα της αδυναμίας να παρατηρηθούν κροσσοί συμβολής Β. Ως αποτέλεσμα της σταθερότητας-ακινησίας των κροσσών συμβολής και Γ. Με εκλεκτική παρουσίαση μερών της εργασίας (1).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας περίπτωσης είναι το βιβλίο της αναφοράς (10), όπου αναφέρεται στην σελίδα 341 ότι: «Δεν παρατηρήθηκε όμως μετατόπιση μεγαλύτερη των 4 εκατοστών του μήκους κύματος» κάτι που πραγματικά ανταποκρίνεται στις μετρήσεις που αναφέρονται στην εργασία (1). Ο συγγραφέας ,όμως , ΠΑΡΑΛΕΙΠΕΙ ΕΣΚΕΜΜΕΝΑ να αναφέρει το επόμενο συμπέρασμα που αναφέρθηκε κατά λέξη στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας εργασίας. Μάλιστα , συνεχίζει καταλήγοντας ότι: «Για την κινούμενη Γη, η ταχύτητα του φωτός ήταν η ίδια κατά μήκος και των δύο σκελών (του συμβολομέτρου), ότι κι αν γινόταν.» Αυτό βέβαια είναι ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΣΤΗΡΙΧΤΟ και ΑΠΟΛΥΤΑ ΑΥΘΑΙΡΕΤΟ συμπέρασμα γιατί από το σκόπιμα παραληφθέν συμπέρασμα της εργασίας (1) που προαναφέρθηκε , όπως μπορεί να αντιληφθεί κάθε μη προκατελειμμένος Φυσικός , προκύπτει το ακριβώς αντίθετο.
Και τα τρία επιχειρήματα αυτά δεν έχουν καμμία σχέση με τη δημοσίευση των Michelson -Morley (1) του 1887.Η διατύπωση και υποστήριξη τέτοιων αστήριχτων επιχειρημάτων αποτελούν για το γράφοντα ένα μεγάλο αίνιγμα. Σημειώνουμε όμως ότι, τα δύο πρώτα επιχειρήματα υποδηλώνουν ΑΓΝΟΙΑ ενώ το τρίτο υποδηλώνει ΔΟΛΟ.
Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει ξεκάθαρη και κατανοητή μια βασική αλήθεια : Η πλατιά διαδεδομένη άποψη ότι το πείραμα των Michelson και Morley απέδειξε ότι δεν υπάρχει Αιθέρας, είναι απόλυτα ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ. Αυτό που απορρέει από το πείραμα αυτό, είναι ότι μπορούμε να δεχτούμε, με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας ότι ο Αιθέρας ΥΠΑΡΧΕΙ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εγκυρότητα του πειράματος ποτέ δεν αμφισβητήθηκε, αλλά αντίθετα επαληθεύτηκε από μια σειρά πειραμάτων από τον D. C. Miller (11).
Οι μαθητές του Γυμνασίου - Λυκείου, όπως και οι φοιτητές Φυσικής διδάσκονται ότι η υπόθεση του Αιθέρα εγκαταλήφθηκε, μετά από το πείραμα των Michelson και Morley και ότι το φυσικό κενό που δημιούργησε η εγκατάλειψη της υπόθεσης του Αιθέρα κάλυψε η εισαγωγή από τον Aϊνσταϊν της θεωρίας της Σχετικότητας το 1905.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι βέβαια πολλά και θεμελιώδη : α. Γιατί διαστρεβλώθηκε τόσο βάρβαρα το ξεκάθαρο συμπέρασμα του πειράματος των Michelson -Morley ; β. Το πείραμα των Michelson -Morley αναφέρεται αδικαιολόγητα ως “μηδενικού αποτελέσματος” και πάνω σε αυτή τη διατύπωση στηρίζονται μια σειρά από σύγχρονες θεωρίες Φυσικής. Πόσο αξιόπιστη είναι λοιπόν η αναφορά ενός πειράματος για τη στήριξη μιας θεωρίας ; γ. Πόσο έγκυρο είναι το τεράστιο οικοδόμημα της Ειδικής θεωρίας της Σχετικότητας, της Γενικής θεωρίας της Σχετικότητας και των υπολοίπων συγγενών θεωριών που στηρίζονται στην παραδοχή “μηδενικού αποτελέσματος” του πειράματος των Michelson -Morley (1);
Είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι που θα διαβάσουν τα προαναφερθέντα ερωτήματα θα αναρωτηθούν “Πως μπορεί να αμφισβητείται μια τόσο λαμπρή θεωρία, που χιλιάδες επιστημόνων την επεξεργάστηκαν με κάθε τρόπο και σε όλη της την έκταση ;”.
Η απάντηση είναι η εξής : Η Φυσική είναι μια πειραματική επιστήμη. Μια θεωρία όσο συναρπαστική και εντυπωσιακή κι αν είναι, θα πρέπει να τη μεταχειριστούμε ως εξής :
α. Αν δεν επιβεβαιώνεται από κανένα πείραμα, να εγκαταληφθεί. β. Αν, για να επιτευχθεί συμφωνία με νέα δεδομένα, χρειάζονται κάθε φορά νέες υποθέσεις, τότε η θεωρία πρέπει να εγκαταληφθεί. γ. Αν επιβεβαιώνεται από ένα μέρος των πειραμάτων, να επεκταθεί και να διορθωθεί . δ. Αν επιβεβαιώνεται από κάθε γνωστό πείραμα, με το οποίο ελέγχεται η εφαρμοσιμότητά της και οι προβλέψεις της, να γίνει αποδεκτή .
Είναι σίγουρο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων Φυσικών που θα διαβάσουν την κριτική που προηγήθηκε και θα ακολουθήσει, έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με αυτά τα στοιχεία. Γι’ αυτό θα ήθελα να τονίσω ότι οι εργασίες που παρατίθενται έχουν γίνει από καταξιωμένους επιστήμονες, σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά και η παρέμβαση του γράφοντος περιορίζεται στις απολύτως απαραίτητες διευκρινήσεις και στη σύνδεση των συμπερασμάτων μεταξύ τους.
Το αποτέλεσμα του πειράματος των Michelson και Morley , ήταν σαφώς ασύμβατο με την υπόθεση του ακινήτου Αιθέρα,ο οποίος μένει αδιατάρακτος κατά τη διέλευση των ουρανίων σωμάτων διαμέσου του. Οι Φυσικοί έδειξαν απρόθυμοι να απορρίψουν τη θεωρία του ακίνητου Αιθέρα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι πολλές θεωρίες αλλά και υποθέσεις, έπρεπε να επαναδιατυπωθούν ή και να εγκαταληφθούν τελείως.
Ομως ο FitzGerald εισήγαγε σε διαλέξεις (12) και το 1889 δημοσίευσε (13) τη γνωστή υπόθεση συστολής των σωμάτων κατά τη διεύθυνση της κίνησής τους. Η υπόθεση αυτή φάνηκε να καταφέρνει να άρει το προαναφερθέν ασύμβατο.
Μια εργασία, όμως, που δημοσιεύτηκε το 1902 από τον W.M.Hicks (14), επεξεργάστηκε σε βάθος το πείραμα των Michelson και Morley από θεωρητική άποψη μέσα από αυστηρούς μαθηματικούς συλλογισμούς, αλλά και την υπόθεση των FitzGerald-Lorentz περί της συστολής των σωμάτων κατά τη διεύθυνση της κίνησής τους.
Οσον αφορά το συμπέρασμα του πειράματος των Michelson και Morley ο Hicks αναφέρει ότι (σελ. 36) : “Αντί να δίνουν ένα μηδενικό αποτέλεσμα, τα αριθμητικά δεδομένα στην εργασία των Michelson και Morley παρέχουν σαφή απόδειξη ενός φαινομένου του τύπου που αναμένεται” εννοώντας τη μετατόπιση των κροσσών συμβολής και της συνακόλουθης σχετικής κίνησης Γης-Αιθέρα. Παρακάτω συμπληρώνει (σελ. 38) : “Το ζήτημα είναι να διασαφηνιστεί ότι οι παρατηρήσεις των Michelson και Morley, πράγματι δίνουν μια καταφατική απάντηση στην ερώτηση : “Υπάρχει κίνηση του Αιθέρα σε σχέση με τη Γη ;” ”.
Η υπόθεση του FitzGerald, με την επεξεργασία του Lorentz κατέληξε στα συμπεράσματα : α) Της μεταβολής της έννοιας του χρόνου, και β) Της μεταβολής της μάζας για το κινούμενο σώμα κατά τη διεύθυνση της κίνησής του. Τα συμπεράσμτα του Lorentz δημοσιεύτηκαν το 1904 (15).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συστολή του μήκους και η διαστολή του χρόνου, ήταν για το Lorentz (16) απλά μαθηματικές έννοιες χωρίς καμία φυσική σημασία.
Το πέρασμα στην Σχετικότητα του Αϊνστάιν
Τον επόμενο χρόνο ο Αϊνσταϊν δημοσιεύει τη διάσημη εργασία του με τίτλο “Περί της Ηλεκτροδυναμικής των κινούμενων σωμάτων” (17) που διαπραγματεύονταν τα ίδια ζητήματα με εκείνα που δημοσίευε το 1904 ο Lorentz στη δική του εργασία. Κατά το Lorentz , όπως σχολιάζει σε βιβλίο του το 1909 (18) , η διαφορά των δύο εργασιών ήταν ότι ο Aϊνσταϊν υποθέτει αυτό στο οποίο ο ίδιος ο Lorentz κατέληξε σαν συμπέρασμα. Με άλλα λόγια αντιστρέφοντας τη διαδικασία ξεκινά απ’ το συμπέρασμα του Lorentz και καταλήγει στη υπόθεση του Lorentz. Σύμφωνα με την άποψη του Lorentz, το μόνο πράγμα που προσέθεσε λοιπόν ο Αϊνσταϊν, είναι μια αλλαγή στην σειρά κάποιων ισχυρισμών του Lorentz, οι οποίοι κρίνονται αστήριχτοι και όχι απαραίτητοι, όπως φαίνεται από την ανάλυση και το συμπέρασμα του πειράματος του D.C.Miller που θα αναφερθεί παρακάτω.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παρόμοια, μ’ εκείνο των Michelson και Morley, πειράματα των Trouton-Noble και Rayleigh-Brace (19), όπως και των R.J. Kennedy (20), A. Piccard και E. Stahel (21), A.A. Michelson, F.G.Pease και F.Pearson (22), ήταν σε ασυμφωνία με την υπόθεση συστολής των FitzGerald-Lorentz, καθώς κατέληξαν σε τιμή της μετρούμενης σχετικής ταχύτητας Γη -Αιθέρα, εντελώς διαφορετικής από εκείνη των Michelson και Morley. Σημειώνεται όμως ότι όλες οι προαναφερθείσες ομάδες χρησιμοποίησαν κάποιες μετατροπές που ενδεχομένως επηρέασαν τις μετρήσεις, όπως θα αναλυθεί παρακάτω.
Η αντιπαράθεση μεταξύ των ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ του D.C. Miller και της ΘΕΩΡΙΑΣ της Σχετικότητας του Α’ι’νστάιν
Το πείραμα των Michelson και Morley (1) δεν έπαψε να απασχολεί την επιστημονική κοινότητα. Ο D.C.Miller, σε συνεργασία με το Morley που συμμετείχε στο αυθεντικό πείραμα, επανέλαβε τις μετρήσεις (11) σε ασύγκριτα μεγαλύτερη έκταση, με εξαντλητικούς ελέγχους για να αποκλείσει κάθε φαινόμενο που πιθανόν επηρέαζε τις μετρήσεις, σε διάφορες εποχές του χρόνου και κατέληξε σε πολλά άκρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα, μεταξύ των οποίων ήταν και η επιβεβαίωση του αποτελέσματος του πειράματος των Michelson και Morley - ο Morley αποχώρησε των πειραμάτων λόγω περασμένης ηλικίας. Το αποτέλεσμα του πειράματος του Miller, που δημοσιεύτηκε το 1933, ήταν ότι η σχετική ταχύτητα του Αιθέρα ως προς τη Γη είναι 8-10 km/sec, η τιμή της οποίας άλλαζε ανάλογα με την εποχή του χρόνου που γίνονται οι μετρήσεις.
Αν και στο αυθεντικό πείραμα των Michelson - Morley οι μετρήσεις που έγιναν ήταν ασύγκριτα λιγότερες χωρίς να γίνουν οι έλεγχοι που πραγματοποίησε ο D.C.Miller για να αποκλείσει τους παράγοντες που πιθανόν επηρέαζαν τις μετρήσεις, το αριθμητικό αποτέλεσμα που υπολόγισε ο Miller με τα δεδομένα του παραπάνω πειράματος συμπίπτει με το αποτέλεσμα του δικού του πειράματος. Υπενθυμίζουμε ότι οι Michelson -Morley δεν ανακοίνωσαν συγκεκριμμένο αριθμητικό αποτέλεσμα, αλλά κατέληξαν, όπως προαναφέρθηκε, σε ένα λιγότερο σαφές συμπέρασμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο D.C. Miller ήταν διακεκριμένος Φυσικός, μέλος και πρόεδρος πολλών επιστημονικών οργανώσεων, με αποκορύφωμα το 1924, όπου διατέλεσε πρόεδρος της Αμερικάνικης Κοινότητας Φυσικών.
Αρκετά χρόνια μετά, το 1955, δημοσιεύτηκε μια εργασία (23) των R.S.Shankland, S.W.McCuskey, F.C.Leone και G.Kuerti σχετική με το πείραμα του Miller, στην οποία αφού αποκλείστηκε ο τυχαίος παράγοντας από τις μετρήσεις του Miller, οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο που μέτρησε ο Miller οφείλεται σε θερμοκρασιακές μεταβολές που δεν έλαβε υπ’ όψη του.. Η εργασία αυτή αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή κατά τον γράφοντα, γιατί οι συγγραφείς χωρίς να πραγματοποιήσουν την πειραματική διαδικασία, ούτε κατά το ελάχιστο, απορρίπτουν την εγκυρότητα ενός πειράματος που άρχισε το 1904 και τελείωσε το 1929 με τεράστιο αριθμό ελέγχων και επαναλήψεων. Είναι άλλωστε απαράδεκτο να αγνοείται η γνώμη του Miller, ο οποίος αναφέρει αναλυτικά στην εργασία του (24), πώς απέκλεισε τον παράγοντα που επικαλούνται οι Shankland, McCuskey, Leone και Κuerti με συγκεκριμένους πειραματικούς ελέγχους.
Αλλα πειραματικά δεδομένα σχετικά με την ισχύ της θεωρίας της Σχετικότητας του Αϊνστάιν.
Συνεχίζοντας, θα αναφερθούμε σε μια πειραματική μελέτη του W.Kantor (25) που δημοσιεύτηκε το 1962, η οποία έλεγξε την ορθότητα του συμπεράσματος που απορρέει από το δεύτερο αξιώμα της θεωρίας της Σχετικότητας του Αϊνσταϊν, σύμφωνα με το οποίο, η ταχύτητα του φωτός δεν εξαρτάται από την ταχύτητα της πηγής. Το αποτέλεσμα του πειράματος ήταν αναντίρρητα σε αντίθεση με το δεύτερο αξίωμα του Αϊνσταϊν.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1964, οι G.C. Babcock και T.G. Bergman, κάνουν ένα παρόμοιο πείραμα (26) μ’ εκείνο του Κantor και καταλήγουν σε συμφωνία με το αξίωμα του Αϊνσταϊν.
Το 1913 σε μια εργασία του ο G. Sagnac (27),αφού πραγματοποίησε πείραμα με ένα ειδικού τύπου συμβολόμετρο που ακόμα και σήμερα φέρει τ’ όνομα του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έιναι δυνατό να απαντηθεί με απόλυτο τρόπο το ερώτημα “Το σώμα Α κινείται;”, αντίθετα με το γνωστό ισχυρισμό του Αϊνσταϊν σύμφωνα με τον οποίο είναι αδύνατο να απαντήσουμε με μονοσήμαντο τρόπο σχετικά με την κίνηση ενός σώματος, αφού είναι δυνατό το σώμα να είναι ακίνητο ως προς ένα σύστημα αναφοράς ενώ κινείται ως προς ένα άλλο.
Μετά από μια επανάληψη του πειράματος του Sagnac, o E.J. Post, σε άρθρο του, του 1967( 28), μεταξύ άλλων, παραθέτει :
α) Συγκεκριμένες εξισώσεις που προέκυψαν από τη θεωρητική ανάλυση και την επεξεργασία των πειραματικών δεδομένων, οι οποίες παραβιάζουν την αρχή της σχετικότητας για μη ευθύγραμμη ομαλή κίνηση.
β) Φυσικά φαινόμενα με τα οποία γίνεται με ασφάλεια ο διαχωρισμός ενός ακίνητου από ένα κινούμενο σώμα, που εκτελεί κυκλική κίνηση, κάτι που αντιβαίνει στην προαναφερθείσα αρχή της Σχετικότητας. Δεδομένου ότι στη Φύση δεν υπάρχει πουθενά, στην ουσία, ευθύγραμμη, ομαλή κίνηση, τίθεται το ερώτημα : Σε ποιές φυσικές συνθήκες νομιμοποιείται κανείς να δεχθεί την αυστηρή εφαρμοσιμότητα της θεωρίας της Σχετικότητας- ακόμα και αν παραβλέψει την αντίθεσή της με τα πειραματικά δεδομένα που προαναφάρθηκαν;
Το 1984 δημοσιεύεται ένα βιβλίο (29) με τίτλο - “Ηθική έρευνα στους οπαδούς του Αϊνσταϊν στις ΗΠΑ - Η άποψη ενός γνώστη εκ των έσω” από το R.M. Santilli, μέλος του Πανεπιστημίου του Harvard ως το 1980, κατόχου Ph.D. στη θεωρητική Φυσική εκδότη από το 1979 του περιοδικού Hadronic Journal και προέδρου του Institute of Basic Research.
Η κριτική που ασκεί στην Ειδική και Γενική θεωρία της Σχετικότητας είναι πολύπλευρη και πραγματικά συγκλονιστική. Μερικά βασικά στοιχεία της κριτικής είναι ακόλουθα :
Α. Η ειδική θεωρία της Σχετικότητας δεν εφαρμόζεται ή με άλλα λόγια είναι λανθασμένη, όταν : α. Τα σώματα έχουν διαστάσεις και δεν μπορούν να προσεγγιστούν σαν υλικά σημεία. β. Τα σώματα κινούνται μέσα σε χώρο όπου δεν υπάρχει κενό, αλλά κάποιο μέσο (αέριο ή υγρό) και ο χώρος δεν μπορεί να προσεγγιστεί σαν ομογενής και ισοτροπικός.
Β. Η Γενική θεωρία της Σχετικότητας, σύμφωνα με την ανάλυση του Φυσικού Η. Yilmaz, είναι ασύμβατη, με : α. Την Ειδική θεωρία της Σχετικότητας. β. Πειραματικούς ελέγχους στη βαρύτητα. γ. Την κβαντομηχανική.
Ο Santilli αναγνωρίζει μια περιοχή εφαρμοσιμότητας της Ειδικής θεωρίας της Σχετικότητας (επιταχυντές σωματιδίων), αλλά τονίζει την ανάγκη να επεκταθεί η θεωρία και στις φυσικές συνθήκες που είναι ανεφάρμοστη, όπως αυτές προαναφέρθηκαν. Η επέκταση αυτή χρειάζεται άλλη αντιμετώπιση, έρευνα και δοκιμή νέων μαθηματικών εργαλείων και πειραματικό έλεγχο των προβλέψεων κάθε προτεινόμενης θεωρίας.
Για τη Γενική θεωρία της Σχετικότητας, η κριτική του Yilmaz, η οποία υπάρχει για πάνω από τέσσερις δεκαετίες καθιστά την έρευνα που σχετίζεται με τη θεωρία αυτή, σύμφωνα με τον Santilli, ανεπίτρεπτη. Η κριτική του Yilmaz δεν είναι άγνωστη στα Πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο, γιατί ο Santilli ταχυδρόμησε 15.000 αντίτυπα αυτής της κριτικής σε ισάριθμα επιστημονικά ιδρύματα, οργανισμούς και βιβλιοθήκες παγκοσμίως. Δεν υπήρξε όμως καμία αντικριτική σε απάντηση των ισχυρισμών του Yilmaz. Η κριτική αυτή είναι επανειλλημένα ελεγμένη ως προς την ορθότητα της από ανεξάρτητους Φυσικούς και δεν αμφισβητείται με επιστημονικά επιχειρήματα.
Ενα άλλο σημαντικό σημείο του βιβλίου αυτού είναι η αναφορά σε δύο πειράματα που έγιναν για τον έλεγχο του αντιστρέψιμου ή μη αντιστρέψιμου χαρακτήρα τω πυρηνικών αλληλεπιδράσεων. Υπενθυμίζεται ότι η πρόβλεψη της θεωρίας του Αϊνσταϊν είναι σαφώς υπέρ της αντιστρεψιμότητας των πυρηνικών αλληλεπιδράσεων.
Το αποτέλεσμα της πρώτης ομάδας επιστημόνων, που προηγήθηκε χρονικά, ήταν σαφώς υπέρ της μη αντιστρεψιμότητας, άρα, αντίθετο με τις προβλέψεις της θεωρίας του Αϊνσταϊν. Αντίθετα, τα αποτελέσματα της δεύτερης ομάδας, αν και ακολουθήθηκε η ίδια πειραματική διαδιακασία και μέθοδος επεξεργασίας των μετρήσεων, ήταν υπέρ της αντιστρεψιμότητας.
Δεδομένου ότι τα δύο αποτελέσματα ήταν αδύνατο να είναι και τα δύο σωστά, ο Santilli κάλεσε τις δύο ομάδες σε ένα συνέδριο, στο Ινστιτούτο Βασικής Ερευνας, το οποίο διευθύνει ο ίδιος, για να διασαφηνιστεί η αιτία της διαφοράς. Το συνέδριο όμως δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί αν και η πρώτη ομάδα ήταν απόλυτα συνεργάσιμη, η δεύτερη βρήκε μια καλή δικαιολογία για να μην ανταποκριθεί στην πρόσκληση. O Santilli θεωρεί το θέμα ανοιχτό χωρίς να ενστερνίζεται, ούτε τη μια, ούτε την άλλη άποψη, σε αντίθεση με τα περιοδικά της Αμερικάνικης Κοινότητας Φυσικών που αποδέχτηκαν το αποτέλεσμα της δεύτερης ομάδας σαν ορθό, κάτι που είναι επιστημονικά ανήθικο.
Η περίπτωση αυτή ακολουθεί τα ίδια πρότυπα με άλλες δύο περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν :
α. Το πείραμα Miller (11) και την εργασία Shankland κ.α(23). β. Το πείραμα του Κantor (25) και εκείνο των Babcock-Bergman (26).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η εμφάνιση ενός πειράματος με αποτέλεσμα αντίθετο εκείνου που θα αναμενόταν από τη θεωρία της Σχετικότητας, έδωσε την αφορμή για να γίνει ένα πείραμα ή μια εργασία - απάντηση από υποστηρικτές της Σχετικότητας. Αν και η επανάληψη ή μια νέα εργασία σχετικά με κάποιο πείραμα είναι απόλυτα θεμιτή,και σε μερικές περιπτώσεις απόλυτη αναγκαία,είναι απαράδεκτο και αντιεπιστημονικό να αγνοείται η μια από τις δύο ομάδες πειραμάτων και συγκεκριμένα εκείνη που ανασκευάζει την θεωρία της Σχετικότητας, από τα επίσημα περιοδικά της Αμερικάνικης Κοινότητας Φυσικών και να υιοθετείται η άποψη ότι η θεωρία του Αϊνσταϊν είναι απρόσβλητη και πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Μια τέτοια στάση, κατά το γράφοντα του παρόντος άρθρου, είναι τελείως αντιεπιστημονική. Τονίζουμε δε ότι οι δύο από τις τρείς εργασίες που προαναφέρθηκαν οι οποίες στηρίζουν τις θεωρίες του Αϊνσταϊν, έχουν δημιουργήσει υπόνοιες κατασκευασμένου αποτελέσματος (Shankland κ.α. και πείραμα υπέρ αντιστρεψιμότητας).
Τέλος, ο Santilli, προτείνει μια σειρά πειραμάτων που θα προσδιορίσουν πέρα από κάθε αμφιβολία την ισχύ και εφαρμοσιμότητα των θεωριών του Αϊνσταϊν.Τα πειράματα αυτά είναι:
α. Ελεγχοι της συμμετρίας κατά την περιστροφή υπό ισχυρές αλληλεπιδράσεις β. Ελεγχο της αρχής του Pauli υπό ισχυρές αλληλεπιδράσεις. γ. Τον χρόνο ημίσειας ζωής των ασταθών χαντρονίων σε διαφορετικές ενέργειες. δ. Ελεγχο του αντιστρέψιμου ή μη-αντιστρέψιμου χαρακτήρα των πυρηνικών αλληλεπιδράσεων και ε. Πειράματα υψηλών ενεργειών που αφορούν τη γενίκευση της Θεωρίας Σκέδασης χωρίς την παραδοχή της ανάγκης του δυναμικού.
Οι επανειλλημένες αιτήσεις του για χρηματοδότηση των πειραματικών αυτών ελέγχων έχουν πέσει στο κενό.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι μετά τα όσα αναφέρθηκαν τίθονται επιτακτικά τα ακόλουθα ερωτήματα :
α. Για ποιό λόγο αγνοείται η κριτική των θεωριών του Αϊνσταϊν, που στηρίζεται σε συγκεκριμένη και τεχνικά άρτια επιχειρηματολογία ; β. Για ποιό λόγο δεν γίνονται τα πειράματα που προτείνει ο Santilli, τα οποία έχουν από χαμηλό, μέχρι μεσαίο κόστος, σε σχέση με άλλα πειράματα που πραγματοποιούνται με την παραδοχή της ισχύος των θεωριών του Αϊνσταϊν ; γ. Μήπως οι έλεγχοι αυτοί που προτείνει ο Santilli, έχουν γίνει και έχουν δώσει θετικά για τη Σχετικότητα του Αϊνσταϊν αποτελέσματα; Ο Santilli ισχυρίζεται ότι οι πειραματικές του προτάσεις δεν έχουν υλοποιηθεί, μέχρι και την έκδοση του βιβλίου του, τουλάχιστον.
Συνεχίζοντας, θα αναφερθούμε σε μια εργασία του 1920 (30) από τον L.Silberstein, στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι το πείραμα της έκλειψης του Ηλιου το 1919, το οποίο ερμηνεύτηκε σαν επιβεβαίωση της Γενικής θεωρίας της Σχετικότητας, είχε σαν αποτέλεσματα δύο στοιχεία που καθιστούν το πείραμα αυτό αντίθετο με τις θεωρίες του Αϊνσταϊν :
α. Δεν ανιχνεύτηκε η προβλεπόμενη από τον Αϊνσταϊν, βαρυτική μετατόπιση των φασματικών γραμμών. Η επιβεβαίωση η μη αυτής της πρόβλεψης είναι ικανή, κατά τον Silbetstein, να στηρίξει ή να καταρρίψει τη θεωρία του Αϊνσταϊν. β. Υπάρχουν κάποιες “διακεκριμένες ασυμφωνίες”-χωρίς να αναφέρεται σε αυτές με λεπτομέρεια- εξ αιτίας των οποίων είναι ανώριμο να ερμηνευτεί το πείραμα σαν επιβεβαίωση της θεωρίας του Αϊνσταϊν.
O Silberstein τονίζει ότι αν δεν είχε διατυπωθεί η θεωρία του Αϊνσταϊν και δεν είχε κερδίσει ήδη τόση εκτίμηση απο την επιστημονική κοινότητα, μετά το πείραμα της έκλειψης του Ηλιου το 1919, η προσοχή των Φυσικών θα είχε στραφεί στη θεωρία για τον Αιθέρα των Stokes - Plank.
Σύμφωνα με τη θεωρία των Stokes - Plank, ο αιθέρας δέχεται βαρυτική δύναμη από τα Ουράνια Σώματα (Γη, Ηλιος, Σελήνη κ.τ.λ.), με αποτέλεσμα να συμπυκνώνεται κατά πολύ γύρω από αυτά και να δημιουργείται έτσι κάτι αντίστοιχο με την ατμόσφαιρα, η “αιθερόσφαιρα”, γύρω τους.
Ο Silberstein υποστηρίζει ότι η θεωρία αυτή εξηγεί : α. Την παρατηρούμενη αστρονομική αποπλάνηση του φωτός. β. Παλαιότερα γήινα οπτικά μηδενικά φαινόμενα. γ. Το μηδενικό - κατά τον Silberstein - φαινόμενο του πειράματος των Michelson και Morley (1). δ. Την καμπύλωση των φωτεινών ακτίνων γύρω από τα μεγαλύτερα ουράνια σώματα.
Αλλα επιτεύγματα της θεωρίας αυτής, είναι :
α. Η ευκολία κατασκευής μιας ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας των σταθμητών μέσων( Ο όρος “σταθμητό μέσο” είναι μετάφραση του αγγλικού όρου “ponderable body”) . β. Δεν προβλέπει, σε αντίθεση με τη θεωρία του Αϊνσταϊν, τη μη παρατηρούμενη βαρυτική μετακίνηση των φασματικών γραμμών. γ. Στερεί την αναγκαιότητα της θεωρίας του Αϊνσταϊν του 1905. δ. Δεν χρειάζεται το σταθερό και ομογενή αιθέρα του μοντέλου των Fresnel - Lorentz, ο οποίος αποτελούσε ουσιαστικά ένα αδικαιολόγητα προνομιούχο σύστημα αναφοράς.
Θα αναφερθεί επίσης , μια προσπάθεια πειραματικής επιβεβαίωσης της υπόθεσης του Αϊνσταϊν για τη σχετικότητα του χρόνου - η οποία όπως προαναφέρθηκε πρωτοεισήχθηκε από το Lorentz - από τους R.J.Kennedy και Ε.Μ.Τhorndike, μέσω μιας εργασίας που δημοσιεύτηκε το 1932 (31). Αν και κατά τους συγγραφείς καταλήγει σε επιβεβαίωση της υπόθεσης αυτής, παρουσιάζει τα ακόλουθα ελαττώματα, κατά τον γράφοντα :
α. Εχει πλήθος υπολογιστικών λαθών. β. Χρησιμοποιεί στη θεωρητική επεξεργασία των μετρήσεων την υπόθεση της σχετικότητας του μήκους. Δεδομένης όμως της στενής σχέσης μεταξύ των υποθέσεων σχετικότητας του μήκους και του χρόνου μέσα στο χώρο Minkowski, είναι πολύ πιθανό ότι ανεξάρτητα από τις πειραματικές μετρήσεις με δεδομένη την υπόθεση συστολής του μήκους, η εργασία θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα της σχετικότητα του χρόνου. Αυτό και μόνο αρκεί για να καταστήσει άκυρο το συμπέρασμα των συγγραφέων. γ. Για να καταλήξουν στο επιθυμητό συμπέρασμα κάνουν το ακόλουθο ανεπίτρεπτο λάθος : Μια ταχύτητα της τάξης των 10±10 km/sec, τη θεωρούν αμελητέα, με τη δικαιολογία ότι είναι πολύ μικρή σε σύγκριση με τις ταχύτητες της τάξης των χιλιάδων km/sec που επικρατούν στα νεφελώματα. δ. Το συμπέρασμα δεν δικαιολογείται επαρκώς, καθώς παρατηρούνται αντιφάσεις μεθοδολογικές και αρκετοί αυθαίρετοι ισχυρισμοί.
Τα προαναφερθέντα αποτελούν κατά τον γράφοντα, επαρκή λόγο για να μη ληφθεί το συμπέρασμα της εργασίας ως ορθό.
Μια επανάληψη του πειράματος των Michelson - Morley, με σκοπό τον έλεγχο της ανισοτροπίας του χώρου, από τους T.S.Jaseja, A.Javon, T.Murray και C.H.Townes το 1964 (32) με τη χρήση υψηλής σταθερότητας, όσον αφορά τη συχνότητα, υπέρυθρων “masers”, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ταχύτητα του Αιθέρα σε σχέση με τη Γη, δεν ξεπερνά το 1/1000 της προβλεπόμενης τιμής από την υπόθεση του ακίνητου Αιθέρα. Αυτή η διατύπωση δεν μπορεί βέβαια, να ερμηνευτεί σαν ανυπαρξία της σχετικής κίνησης Γης-Αιθέρα. Μια άλλη παρόμοια εργασία από τους Α.Brillet και J.L.Hall, το 1978 (33), κατέληξε σε μια τιμή για την παραπάνω σχετική ταχύτητα, πραγματικά αμελητέα.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να σημειωθεί ότι οι παραπάνω μετρήσεις, όπως και οι προαναφερθείσες των Babcock-Bergman (25), που εμφανίζονται σαν απόδειξη της ανυπαρξίας του Αιθέρα, έγινε σε συνθήκες που ενδεχομένως οδήγησαν, αυτές και μόνο, στο αποτέλεσμα που προέκυψε. Οι μετρήσεις έγιναν σε υπόγειο χώρο, μέσα σε ισχυρό μεταλλικό περίβλημα και σε συνθήκες υψηλού κενού. Μοιάζει απίθανο, να μπορεί ο Αιθέρας, αν βέβαια υπάρχει, να κινηθεί σε σχέση με τη Γη στις συνθήκες αυτές και να επηρεάσει με τον τρόπο αυτό τις μετρήσεις. Τονίζεται ότι στα πειράματα των Michelson - Morley (1)και του Miller (11) η οπτική οδός ήταν καλυμμένη με ξύλινο κιβώτιο για να ελαττώσει τις επιρροές από τον αέρα και τις θερμοκρασιακές μεταβολές. Και στα δύο πειράματα αυτά, οι ερευνητές έκριναν βασικό να μην εμποδίζεται η κίνηση του Αιθέρα σε σχέση με τη Γη, αν φυσικά υπάρχει.
Τέλος , ο G. W. Gibbs σε μια εργασία του (34), καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, με τους Mihelson-Morley (1) και το D.C.Miller (11), δηλαδή ‘’στα μέταλλα η μετατόπιση του Αιθέρα εμποδίζεται απο μια ισχυρή ελαστική δύναμη, η οποία είναι τεράστια σε σχέση με οτιδήποτε παρόμοιο στα διαφανή σώματα’’.Τα επιχειρήματά του, που είναι πολύ ισχυρά, δίνουν μια ακλόνητη θεωρητική βάση στην προαναφερθείσα άποψη σχετικά με την επίδραση του μεταλλικού περιβλήματος :
α)στα πειράματα (19-22) που επανέλαβαν εκείνο των Michelson-Morley και κατέληξαν σε διαφορετικές μετρήσεις. β)στο πείραμα των G.C. Babcock και T.G. Bergman (26) γ)στα πειράματα (32) και (33) τα οποία έγιναν σε συνθήκες υψηλού κενού, μέσα σε ισχυρό μεταλλικό περίβλημα.
Επίλογος
Καταλήγοντας, μπορεί κανείς να πει ότι η διαμάχη μεταξύ των δύο θεωριών του Αιθέρα και της Σχετικότητας, η οποία κράτησε σχετικά λίγο, στις αρχές του αιώνα, φάνηκε να κλίνει κατηγορηματικά υπέρ της δεύτερης. Ομως τα στοιχεία που παρατέθηκαν, είναι τόσο ισχυρά και αδιάβλητα, που αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι η θεωρία της Σχετικότητας έχει πολλά και ουσιαστικά μειονεκτήματα σε βαθμό που θα πρέπει στο εξής να θεωρείται ανεπαρκής.
Γιατί, μια φυσική θεωρία, όσο ελκυστική και εντυπωσιακή κι αν είναι, αν δεν επιβεβαιώνεται πειραματικά, ή αν με κάθε νέο πείραμα χρειάζεται μια νέα υπόθεση-πατερίτσα για να σταθεί, είναι σαφές ότι πρέπει να καταχωρηθεί στον κόσμο του παραμυθιού και όχι στο κεφάλαιο της Φυσικής Επιστήμης.
Η πρώτη θεωρία, η θεωρία του Αιθέρα, αν και ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί μια πλήρης ανάπτυξή της σε απόλυτα ικανοποιητικό βαθμό, παρέχει τις εγγυήσεις ότι θα προσφέρει όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που την αφορούν δεδομένου ότι είναι μια θεωρία που συμβαδίζει με την εμπειρία όπως αυτή συγκεκριμενοποιείται μέσα από το πείραμα.
Υπάρχουν βέβαια, πολλά προτεινόμενα μοντέλα, για τη δομή, τη σύσταση και τις ιδιότητες του Αιθέρα, όπως : το μοντέλο του ελαστικού σταθερού Αιθέρα (2α), η θεωρία του Αιθέρα του Green (2α), η θεωρία του Αιθέρα του MacCullagh (2α), το μοντέλο του Αιθέρα του Kelvin (2α), ο ηλεκτρομαγνητικός Αιθέρας (2α), ο Αιθέρας του Larmor (2α), ο στάσιμος Αιθέρας του Lorentz (2α), ο Αιθέρας του Bernοulli (2α), ο Αιθέρας του Euler(2α), ο Αιθέρας του Fresnel (2α), ο Αιθέρας των Stokes - Plank (26), ο Αιθέρας του Cauchy (2α), ο Αιθέρας του Boussinesq(2α), αλλά και νεότερα μοντέλα, όπως του Βιλχελμ Ράιχ (35) και του Ελληνα Χρήστου Τσόλκα (36).
Δεν φιλοδοξούμε να δώσουμε μια απάντηση στο ερώτημα, ποιά θεωρία του Αιθέρα είναι η σωστή. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί κατά τον γράφοντα είναι ότι το μοντέλο των Stokes - Plank, σύμφωνα με την επεξεργασία του Silberstein, με κάποιες απαραίτητες προσθήκες από το μοντέλο του Βίλχελμ Ράιχ, αποτελεί την καλύτερη βάση για έρευνα. Παραμένει όμως αμφίβολο αν θα παραμεριστεί η αποτυχημένη θεωρία της Σχετικότητας, για να πραγματοποιηθεί η κατάλληλη έρευνα για τη μελέτη των θεωριών του Αιθέρα.
Αν οι Φυσικοί, βάλουν σαν βασικό τους κανόνα τη συμμόρφωση στα πειραματικά αποτελέσματα και όχι στην “ομορφιά” μιας θεωρίας, οι απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν θα προκύψουν αυθόρμητα, χωρίς την ανάγκη παρεμβολής.
REFERENCES
1. “On the Relative Motion of the Earth and the Luminiferous Ether” by A.A.Michelson and E. W. Morley, American Journal of Science, 3rd Series, Vol. 34, No 203 (1887)
2. α. “A history of the Theories of Aether and Electricity, I” by Sir Edmund Whittaker, published by Thomas Nelson and Sons Ltd, pg. 19-22, 28 (1951) b. “Nineteenth Century Aether Theories” by K. F. Schaffer, Pergamon Press Ltd , pg. 8 (1972).
3. ref.(2a) pg. 48,186,194, esp.315 ref.(2b) pg. 77.
4. Philosophical Magazine, xxviii, pg. 76, (1846)
5. ref. 2a pg. 110
6. H. Fizeau, Annales de Chimie, lvii, (1859), pg.385.
7. “Treatise on Electricity and Magnetism” by J.C.Maxwell, (1873)
8. “Ether” Encyclopedia Brittanica, 9th Edition, Vol. VIII (1878)
9. A.A. Michelson ,Am. J. Sc. ,3 , 22,pg.120 (1881)
10. “Was Einstein right? Putting General Relativity to a test” by Clifford M. Will Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
11. “The Ether-Drift Experiment and the Determination of the Absolute Motion of the Earth” by D.C.Miller , Revues of Modern Physics , Vol.5 ,pg. 203 (1933).
12. Sir Oliver Lodge , Nature, xlvi,pg.165 (1892)
13. “The Ether and the Earth’s Atmosphere” by G.F.FitzGerald, Science, Letters to the Editor,Vol.XIII, No 328, pg. 390 (1892).
14. “On the Michelson-Morley Experiment Relating to the drift of the Aether” by W.M Hicks, Phil. Mag. Series 6, Vol. 3 , No 13, (Jan. 1902)
15. “Electromagnetic Phenomena in a System Moving With Any Velocity Smaller than that of Light” by H.A. Lorentz, Proceedings of the Royal Society of Amsterdam,6, pg.809 (1904); Collected Papers V pg.172-197.
16. “H.A.Lorentz and the Electromagnetic View of Nature” by Russel MacCormach, Isis, Vol. 61,Part 4,No 209, pg. 488 (1970).
17. “Zur Electrodynamik bewegter Korper” by A. Einstein, Annals de Physik (4), 17, pg.891-921 (1905).
18. “ The Theory of Electrons” by H.A.Lorentz, Monograph 1909, referred in (2b)
19. ref. (2b), pg.112 and ref.(11) pg. 459.
20. Proc. Nat. Acad. Sci. ,12,pg.621 (1926) ; Astrophysical Journal ,68, pg. 367 (1928)
21. Comptes Rendus , 183, pg. 420 (1926); Naturwiss., 14, pg. 325 (1926); Comptes Rendus , 185, pg. 1198(1927); Naturwiss.,16, pg. 25 (1928)
22. Nature,123, pg.88,(1929); Journal of Optical Society of America, 18, pg. 181(1929)
23. “New Analysis of the Interferometer Observations of Dayton C. Miller” Rev. Mod. Phys., Vol. 27, No2, pg. 167 (1955)
24. Ref. (9) esp. pg. 212,213, 215,220 etc and Physical Review, Letters to the Editor, Vol.45, Jan. 15, pg. 114 (1934)
25. “Direct First Order Experiment on the Propagation of Light from a Moving Source” by W. Kantor, J. Opt. Soc. Am., Vol.52, No 9, pg.978 (1962).
26. “Determination of the Constancy of the Speed of light” by G.G. Babcock and T.G. Bergman, J. Opt. Soc. Am. ,Vol.54, No 2,pg. 147 (1964).
27. G. Sagnac, Comptes Rendus ,157, pg.708,1410 (1913)
28. “Sagnac Effect” by E.J.Post, Rev. Mod.Phys.,Vol. 39, No 2, pg. 475 (1967)
29. “IL GRANDE GRINDO-ETHICAL PROBE ON EINSTEIN’S FOLLOWERS IN THE U.S.A.-An insider’s View” by R.M.Santilli, Alpha Publishing 1984, ISBN 0-931753-01-7.
30. “The recent Eclipse Results and Stokes-Plank’s Ether” by L. Silberstein, Phil. Mag. 6th Series, Vol. 39, No 230,pg. 161 (1920)
31. “Experimental Establishment of the Relativity of Time” by R.J. Kennedy and E.M.Thorndike , Phys. Rev. 42, pg. 400 (1932).
32. “Test of Special Relativity on the Isotropy of Space by the Use of Infrared Masers” Phys. Rev., Vol. 133, No 5A, pg. A1221 (1964)
33. “Improved laser Test on the Isotropy of Space” Phys. Rev. Let. Vol.42, No 9, pg. 549 (1979)
34. “A Comparison of the Electric Theory of Light and Sir William Thompson’s Theory of a Quasi-Labile Ether” by J.W.Gibbs, Am.J.Sc., 3rd Series, Vol.37, No 218, pg. 129-144 (1889).
35. “Ether God and Devil” by W. Reich, Orgone Institute Press, (1949).
36. “About the Attraction and Inertia of Aether” by Cristos Tsolkas , unpublished, (1994)