ESOTERICA.gr Forums !

ESOTERICA.gr Forums !
Κεντρική Σελίδα | Προφίλ | Εγγραφή | Ενεργά Θέματα | Μέλη | Αναζήτηση | FAQ
Όνομα Μέλους:
Password:
Επιλογή Γλώσσας
Φύλαξη Password
Ξεχάσατε τον Κωδικό;
 Όλα τα Forums
 "Μεταξύ τυρού και αχλαδιού"
 έπεα πτερόεντα
 Νέο Θέμα  Απάντηση στο Θέμα
 Εκτυπώσιμη Μορφή
Σελίδα: 
από 3
Συγγραφέας Προηγούμενο Θέμα Θέμα Επόμενο Θέμα  
Δημήτρης
Μέλος 3ης Βαθμίδας

Greece
571 Μηνύματα
Απεστάλη: 17/06/2006, 18:48:12  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους Δημήτρης  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Και αλήθεια : μια πέτρα, ένα φυτό, ένα κορίτσι, αν κατά βάθος έχουνε μια δική τους ζωή, ανεξάρτητη από την ταραχή ή την αταραξία της επιφάνειάς τους, ετούτο σημαίνει κιόλας ότι η Ποίηση και γενικά η Τέχνη μας δημιουργούν σφαλερά την εντύπωση ότι προσθέτουνε ή παραλλάζουνε ή ξεπερνούνε τη ζωή ενώ, στην πραγματικότητα, δεν κάνουν παρά να αποκαλύπτουν ένα μέρος από τη βαθύτερη ουσία της ή ν’ αποδίδουν απλά και μόνο, με μια ένστικτη μιμητική ικανότητα, τη θαυμαστή λειτουργίας της. Μια πέτρα ή ένα φυτό ή ένα κορίτσι…. Ένα κορίτσι ή πολλά κορίτσια… Να εξηγούμαστε : δεν πρόκειται για το μέρος της τρέχουσας ομορφιάς, που τα ίδια φιλοδοξούν, και κολακεύονται, πιστεύω, να έχουν. Πρόκειται για το άλλο, το άγνωστο εκείνο μέρος, που τα μεταβάλλει σε όργανα ενορχήστρωσης μιας πανγήινης μουσικής, που τα κάνει σημεία συνάντησης πολλών αντίξοων γοητειών, που τα μετατρέπει σε τόπους όπου η ανθρώπινη παρουσία βρίσκει ευκαιρία να εκφράσει όλη της την τρυφερότητα, να συμπονέσει ακόμη και το παραμικρό πραγματάκι, ως τη φοβερή της σκληρότητα να προχωρεί ολοένα μπροστά, νέα πάντοτε και δυνατή, αφομοιώνοντας μες στο αίμα της το θάνατο.
Πραγματικά, πρέπει να ξεπεράσει κανένας την επίκτητη κι εξωτερική ματαιοδοξία τους για να δει τί εύγλωττα που του μιλάει μες’ από τ’ αλαφιάσματα και τις αλλαξοκαιριές τους η ζωή, η ίδια που, όταν εμείς καθόμαστε και γράφουμε στο χαρτί ένα σωρό παράπονα για τη σιωπή της, μας περιπαίζει και φλυαρεί, με χίλιες πολυσήμαντες, ως εκεί που δεν παίρνει άλλο, λάμψεις, μεσ’ απ’ αυτά τα πλάσματα που ποτέ δεν υποψιάστηκαν τον πραγματικό ρόλο που παίζουνε μήτε αντιμετωπίσανε ποτέ την τεράστια ευθύνη της σαγήνης τους παρά τη μετατοπίζουνε μέρα-νύχτα εδώ κι εκεί, με τη μεγαλύτερη ευκολία και το μεγαλύτερο κίνδυνο.

(ΕΛΥΤΗΣ – Ανοιχτά Χαρτιά : τα κορίτσια)
Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 17/06/2006, 21:30:43  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


"Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.
Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές, μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα να ίπταται απ' αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα"


ΕΛΥΤΗΣ - Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου

"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 17/06/2006, 21:32:42  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

"Μια μέρα τη ζωή που 'χασα, την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μοσχαριού που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω-κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων. Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέσα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα-το άδικο-και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν.
Δύσκολο-αλλά πώς να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.
Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από τον χρόνο, τότε το παιχνίδι το έχασα"


ΕΛΥΤΗΣ: Ο μικρός ναυτίλος


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 17/06/2006, 21:35:09  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

"Ακούγεται μια βοή. Θα 'ναι τα γεγονότα που ολοένα τρέχουν. Μερικά παραχαραγμένα σαν χαρτονομίσματα. Ζητώ ν' αγοράσω αξιοπρέπεια σαν αυτή των ελεφάντων που απομακρύνονται για να πεθάνουν. Είναι μέρες τώρα που ανεβοκατεβαίνω σκαλιά χωρίς να βρίσκω το σπίτι μου. Θα πρέπει να γραφτεί και το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας για να δω αν ανήκω στη φυλή σας. Δεν μου αρέσει. Όλα τελειώνουν κάποτε"

ΕΛΥΤΗΣ: Εκ του πλησίον

"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 17/06/2006, 21:40:50  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


"Μετρά εκείνο που μένει. Το ίδιο που δεν βρίσκεται ποτέ μέσα στο άθροισμα.
Μπορεί μ' ευθείες να χαράζεται ο Μεσημβρινός αλλ'
Η αλήθεια πάντοτε με τεθλασμένες. Λιγότερο από νου και περισσότερο από
Χουν είναι η δεύτερη και η τρίτη μας υπόσταση"



ΕΛΥΤΗΣ: Δυτικά της λύπης



"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 30/06/2006, 12:46:06  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Έρχεται η στιγμή που το βράδυ λίγο πριν κοιμηθείς και θα καθαρίσει το μυάλό σου ,από την καθημερινότητα και τα γεγονότα της ημέρας ,που θα κάνεις τον απολογισμό σου , που θα μείνεις μόνος με τον εαυτό σου και με τις έννοιες σου...
Είναι η στιγμή που το μυαλό σου προσπαθεί να βρει διέξοδο και λύσεις , σε πράγματα και κατάστάσεις που σε κάνουν να νιώθεις πολύ μόνος.....
Η λύση και η διέξοδος δεν βρίσκεται , όσο η ώρα περνάει και το ρολόι , σου επενθυμίζει κάθε λίγο και λιγάκι ότι πρέπει να κοιμηθείς, γιατί μια καινούργια μέρα έρχεται.....
αρνήσε να κοιμηθείς και κρατάς ένα κλειδί , που δεν ξέρεις ποια είναι η πόρτα στην οποία ανήκει ....
- αφού έχω το κλειδί , θα υπάρχει και η πόρτα λες.....και συνεχίζεις να σκέφτεσαι .....
Κουράζεσαι τόσο πολύ ,που καταφεύγεις στο αγαπημένο σου βιβλίο ,που θα σε ταξιδέψει , σε άλλους κόσμους ,που θα σε κάνουν να φύγεις από την αναζήτηση της πόρτας και της χρησιμότητας του κλειδιού ...Χαλαρώνεις ..... κλείνεις το βιβλίο και βγαίνεις στο μπαλκόνι .... κοιτάς τον νυχτερινό ουρανό και νιώθεις , κάποιον να σε κοιτάει από εκέι ψηλά....
Αυτό σου δίνει δύναμη και ελπίδα , αλλά ταυτόχρονα σε κάνει να νιώθεις , πόσο μικρός είσαι ,στο αχανές του νυχτερινού ουρανού και στην απεραντοσύνη αυτού του κόσμου ....
Αφήνεις το βιβλίο και το κλειδί στην πολυθρόνα που λίγο πριν είχες αυτές τις νυχτερινές περιπλανήσεις και κατευθύνεις τα βήματα σου, στις βαθύτερες διαστάσεις , ηρεμίας και γαλήνης , του μορφέα , με την ελπίδα και την γαλήνη , ότι αύριο απλά είναι μια καινούργια μέρα .....

Τελευταία σου κουβέντα και ευχή :

Νύχτα πάρτα όλα αυτά ......


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 30/06/2006, 13:03:37  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


O κόσμος είναι ένας.
Οι τοίχοι όμως...
Είτε το ξέρεις , είτε δεν το ξέρεις,
ο τοίχος είναι μέρος του εαυτού σου.
Έτσι είναι για όλους , εκτός από τα μικρά παιδιά.
Ο καθαρός ουρανός όμως έχει γύρει πάνω στον τοίχο.
Μοιάζει με προσευχή στο κενό...
Και το κενό στρέφει το πρόσωπό του και ψυθιρίζει:
- Δεν είμαι κενό ... είμαι ανοιχτό .....


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 01/07/2006, 11:43:36  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


Λίγη ησυχία, παρακαλώ
Λίγη ησυχία, σε προσκαλλώ
Λίγη ησυχία, σου τραγουδώ
Λίγη ησυχία, να σ΄αγαπώ
Λίγη ησυχία, μην τρελαθώ
Λίγη ησυχία, ό,τι ζητώ
Λίγη ησυχία, σ΄ευχαριστώ.


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

nst
ΜΕΛΟΣ "Forums ESOTERICA"

Greece
2538 Μηνύματα
Απεστάλη: 02/07/2006, 10:04:45  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους nst  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
The Sound of Silence


Hello darkness, my old friend,
I've come to talk with you again,
Because a vision softly creeping,
Left its seeds while I was sleeping,
And the vision that was planted in my brain
Still remains
Within the sound of silence.
In restless dreams I walked alone
Narrow streets of cobblestone,
'Neath the halo of a street lamp,
I turned my collar to the cold and damp
When my eyes were stabbed by the flash of a neon light
That split the night
And touched the sound of silence.

And in the naked light I saw
Ten thousand people, maybe more.
People talking without speaking,
People hearing without listening,
People writing songs that voices never share
And no one dare
Disturb the sound of silence.

"Fools" said I, "You do not know
Silence like a cancer grows.
Hear my words that I might teach you,
Take my arms that I might reach you."
But my words like silent raindrops fell,
And echoed
In the wells of silence

And the people bowed and prayed
To the neon god they made.
And the sign flashed out its warning,
In the words that it was forming.
And the sign said, "The words of the prophets
are written on the subway walls
And tenement halls."
And whisper'd in the sounds of silence.

ΑφιερωμένοΜετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

jonniebegood
ΜΕΛΟΣ "Forums ESOTERICA"

Greece
4382 Μηνύματα
Απεστάλη: 03/07/2006, 17:04:30  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους jonniebegood  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


...Εζησα μια φορα κι εναν καιρο σ'ενα συνολο ονειρων που διαρκεσανε οσο διαρκει η δυση του ηλιου.

...Λιγοστο το φως, το φεγγαρι που κεραυνοβολει μια πεταλουδα που κατευθυνεται προς δυσμας, ολοενα προς δυσμας.

...Μια μαγισσα με ξεμπλεκα μαλλια, μια δροσοσταλιδα που'γινε διαμαντι και το καρπωθηκε η ποιηση.

...Τα παραμυθια διαρκουν οσο μια λαμπηδονα ελπιδα και οι γιαγιαδες τα λενε με στομα που χασκει σαν ηφαιστειο.

...Εζησα μια φορα κι εναν καιρο σ'εναν κολπο ανεμων που φυσουσαν, οπως φυσα τα καλοκαιρια ο μπατης.

...Μου διηγηθηκε καποτε η θυελλα το παραμυθι της κι ανασκουμπωθηκα ν' αλλαξω τη φορα των πλατανων.

...Το παπουτσι μου παρμενο απ'το συννεφο κι ενα σακκακι, φτιαγμενο απο φυλλωσιες ριγμενο στη πλατη μου...


ου μαθειν δει τους μυστας αλλα παθειν

www.johnniebegood.gr

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας
lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 11/07/2006, 10:30:23  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Είπες εδώ και χρόνια:
"Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός".
Και τώρα ακόμα σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.

Γ. Σεφέρης


Αμοργός


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 15/07/2006, 12:00:16  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Πήττα
Ο ΔΥΩΝ ΑΝΑΤΕΛΛΩΝ ΚΑΙ Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΒΡΟΧΗ,
Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη, 2000

Άλφα

Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου

έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.

Ανώνυμες οι λίμνες μου μες στην άχλυ μιας νύχτας

που δε λέει να φύγει ακόμα.

Θα φύγει!

Μακρύκαννο πρωινό, εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου

και η σφαίρα ακόμα ταξιδεύει αποφράζοντας

τις δαιδαλώδεις αρτηρίες μου.

Τι θέλει ο άνθρωπος με τη στολή του δύτη

και στέκει αγνοούμενος στη μέση αυτού του κάμπου;

Γιατί είναι τόσο ξένος;

Γιατί κρατά ομπρέλα ανοιχτή;

Μήτε το φως έχει φανεί κι ούτε σημάδια για βροχή

έδωσε απόψε το φεγγάρι.

Γύρισα πέρα απʼ τον καθρέφτη

που είχε φυτρώσει εμπρός μου.

Μα να, κι άλλος, καθρέφτες πολλοί

προκύπτουν αίφνης από τη Γη…

να φύγω;

Μʼ ένα λεβιέ ταχυτήτων στην κοιλιά

με μιαν εξάτμιση στην πλάτη

το Αραράτ καλώ εδώ, μπας και κρυφτώ

από τούτον εδώ τον ιχνηλάτη της ψυχής.

Άβυσσος.

Με μια ταξιανθία αρωμάτων και ποικιλίες μπαχαρικών

φορτωμένος

θα αμυνθώ όσο πρέπει, ώστε την κατάλληλη ώρα

συσσέπαλος να παραδοθώ, το κατά δύναμιν

άφθαρτος, έως παρθένος, στο τι με περιμένει.

Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου

έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.

Αποσκευές μου, ένα λευκό προσόψιο και το έσχατο

των δακρύων μου, σε μικρό κουτάλι,

να μεταλάβεις, να καταλάβεις

πως ούτο εστί το νόημα των ανέμων

που έλκουν τα νερά στα ψυχονήσια

των οιωνοσκόπων εραστών.

Έλα κατόπιν, να με καλοστρατίσεις

γιατί αποίμαντος πορεύθηκα ως εδώ

ακούγοντας το μινύρισμα της πέτρας,

συλλέγοντας σταγόνες υγρασίας,

που κρύβουν μέσα τους τις εξομολογήσεις των άστρων.

…εκείνο το φως που τρεμοπαίζει πάντα μου έμοιαζε τραγούδι

Ανώνυμες οι λίμνες μου, μες στην άχλυ μιας νύχτας

που δε λέει να φύγει ακόμα.

Θα φύγει!

Διάστικτο πρωινό, διαχέεται γύρω, σαν μουσική

ενός αυλού από την ανατολή

που χρόνια πολλά πριν

χάθηκε στις χαράδρες

μʼ ακόμη αντιλαλεί.

Αντιλαλεί και πάει, κι ανοίγει μονοπάτια

κι όπου σκληρά της Γης, τα κάνει τύμπανα

τα βάζει στο παιχνίδι, δεν αντιστέκονται,

κρατούν ρυθμό.

Τι θέλει ο άνθρωπος με το σκάφανδρο

και στέκει έφεδρος της νύχτας

απέναντι από το φως;

Γιατί είναι τόσο νέος;

Γιατί κρατά δοξάρι;

Μήτε ο αέρας σώθηκε, μήτε ο χρόνος σταματά

κι ούτε η γλώσσα της χορδής μοιάζει να ξέρει.

Γύρισα πέρα από τα χαλάσματα

που φτιάχτηκαν μπροστά μου.

Τζάμια σπασμένα, υαλοθραύσματα επιρρεπή

σε μια διαρκή ειρωνεία.

Αυτή των τεθλασμένων ειδώλων.

Άφωνος στέκω μες στο βαρύτονο τοπίο.

Δεν το αντέχω πια. Να φύγω;

Μʼ ένα ποδήλατο παλιό, ποδήλατο χωρίς πετάλια

το Αραράτ καλώ εδώ μπας και κρυφτώ

από τα πετρωμένα εκείνα που μόνος μου όρισα.

Άβυσσος.

Με μια χρόνια ορεσιπάθεια στη ματιά,

άσωτος κρημνοβάτης, επιθυμώ

να πετάξω χαμηλά, τη βαρύτητα να διδαχθώ.

Αποσκευές μου, μια φιάλη σφραγιστή

φέρει εντός της, τη βροχή

που έπνιξε τις πολιτείες που διάβηκα.

Λαβέ λοιπόν, για να κριθείς.

Λαβέ για να πλυθείς και να λειτουργηθείς

κι από το σώμα μου, με το νερό αυτό

να αποβάλεις το δέρμα που απέκτησα

βαδίζοντας γυμνός, τόσον καιρό.

Μακρύκαννο πρωινό εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου.

Η σφαίρα, διέρρηξε την αορτή, πριν την καρδιά μου

αγγίξει.

Εκτοξεύθηκε, άνοιξε, φώτισε και γιόρτασε τον ουρανό μου

ίσαμε που ‘σβησε. Πυροτέχνημα.

Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου,

έτσι κι αλλιώς πρώτη φορά τις περπατώ…

Πλησίστιος, πλησιφαής κι όμως μεσίστιος, ρωτώ:

Τι θέλει ο άνθρωπος και στέκει έμβρυος

στη μέση αυτού του κόσμου;

Γιατί χαμογελάει πλάθοντας τις οδύνες του

βαφτίζοντάς τες μοίρα;

Δεν κρατάει τίποτα.

Τίποτα δεν κρατάει.

Με τα χέρια στην έκταση ανοιχτά

μοιάζει να χορεύει συνέχεια

ανάμεσα στο πλήθος, να διαπερνά τα σώματα

και αενάως να διαφεύγει τον κίνδυνο που ονομάζει

εγκλωβισμό.

Έμβρυος. Κι ωστόσο το βλέμμα του

γερνάει ολοταχώς, τόσο, που κάποτε

μοιάζει με νύχτα.

Βρέφος, το απροσπέλαστο, πονάει ακόμα

σε κείνο το πλευρό που ο Θεός του πήρε…

Μακρύκαννο πρωινό;

Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;

Ποτέ δεν κατάλαβα ότι για χρόνια πολλά, περπατούσα

ανάμεσα στις μικρές χαραμάδες που αφήνουν

οι από αιώνες συγκολλημένες πέτρες.

Η λάσπη έγινε χώμα ξερό, θρυμματίζεται στο πέρασμά μου.

Ο τοίχος όμως αντέχει.

Τόσοι σεισμοί, τόσες ξηρασίες, και περπατώντας ανάμεσα

δεν ένιωσα ποτέ την παραμικρή μετατόπιση.

Από πέτρα σε πέτρα, ανακάλυπτα κάποιες φορές πράγματα

καινούρια, ασήμαντα, άλλοτε αδιάφορα κι άλλοτε

ικανά να βάζουν την καρδιά μου σʼ έναν ταχύπαλμο

ρυθμό:

Ένα ξερό κλαδάκι,

ένα πέταλο από αρχαίο τριαντάφυλλο

λίγη χρυσόσκονη, κάποιο νήμα μεταξιού

μια πεταλίδα σκονισμένη και στεγνή να θυμάται

παφλασμούς.

Μακρύκαννο πρωινό;

Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;

Ποια να ‘ναι η αλήθεια; Τι είναι η αλήθεια;

Τι υπάρχει μετά το κλέος της παραβίασης κάποιων ορίων;

Τι θα πει όφελος, σκοπός, έργο… Τι είναι θυμάμαι;

Και τι είναι γνωρίζω;

Τι είναι αυτό και κείνο και τʼ άλλο;

γιατί ρωτάω;

γιατί οι απαντήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο;

Τι ζωγραφίζει τις τροχιές μας;

Τι μας νοιάζει;

Σε ποιο έγκλημα συμπράττω;

όταν αποσύρω το βλέμμα μου από τους καθρέφτες;

Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου,

έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ

καθώς, ποτέ δεν έφυγα από τις χαραμάδες.

Τώρα, που μάζεψα τόσους ίσκιους

που γέμισα το σάκο μου βροχές

μπορώ να κοιμηθώ

μπορώ και να κινήσω…

«Ο την επταπλάσιον κάμινον και την φλόγαν

την εν Βαβυλώνι

εις δρόσον μεταβαλών

και τους αγίους σου τρεις παίδας

σώους διαφυλάξας»*…

Κύριε; Πώς την αντέχεις τόση Έπαρση;

Τι εκπυρσοκρότησες την Πρώτη του Χρόνου;

ωμέγα.

* Ευχή επί Βασκανίαν εκ των Περιστατικών Ευχών από το Αγιασματάριον της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας

Γιώργος Πήττας (panselinos_2000@yahoo.com)

Με γονείς Έλληνες της Αλεξάνδρειας, είδε το πρώτο φως στην Κύπρο το 1956. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα στην Αγγλία, εγκαθίσταται το 1965 οικογενειακά στην Ελλάδα. Διάλεξε να κάνει κινηματογραφικές σπουδές. Έχει εργαστεί από φωτογράφος γάμων μέχρι πιανίστας σε τζαζ μπαρ. Εδώ και αρκετά χρόνια δουλεύει στη διαφήμιση και στο ραδιόφωνο. Γράφει. Και δε σταμάτησε ποτέ να γράφει.

"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 15/07/2006, 12:05:23  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Βασίλης Σωτηρόπουλος
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
Τρίτος Φάουστ, κεφάλαιο ΙΙΙ, «Αρρενογονία».



Δίπλα στον Ι στέκεσαι εσύ , ένθεε και ιερέ Αναγνώστη. Εσύ, που με την υπομονή και την ενάργειά σου κατόρθωσες να φτάσεις στην κορυφή , κοπιάζοντας με το μυαλό όσο ο Ι κόπιασε με το σώμα και την ψυχή. Εσύ, που τόσο θέλησες να βρεθείς ενώπιόν μου, όσο και ο Ι θέλησε να βρει τις απαντήσεις στα πιο μεγάλα ερωτήματα, να που βρίσκεσαι εμπρός στην πύλη του οίκου μου.

Περάστε, λοιπόν και οι δύο μέσα, ο Ι και εσύ , για να μάθετε ποιον βρήκατε εδώ πάνω, στην κορυφή του μαύρου βουνού. Είμαι ο δημιουργός του κόσμου αυτού του ιερού κειμένου, που γράφεται από εμένα σε χρόνο ενεστώτα, γιατί εγώ είμαι το παρόν που καταγράφεται ακριβώς την ίδια στιγμή της συντέλεσής του, όχι με το χέρι, όχι με μελάνι πάνω σε χάρτη, αλλά με μαύρη φωτιά πάνω σε λευκή φωτιά.

Είμαι το υποκείμενο αυτής της θεϊκής αφήγησης, είμαι εκείνος που έκανα τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να μην καταστώ και αντικείμενο. Τίποτε, όμως, δεν μπόρεσε να κάμψει τη δυνατή σας θέληση να φτάσετε στην ουσία.

Ο Ι πάλεψε με όσα απείλησαν το σώμα και την ψυχή του: την ανάγκη για τροφή, την οκνηρία, την μη κερδισμένη ηδονή, την πλεονεξία, τη συντριβή, την οργή και τη ματαιοδοξία. Απέφυγε με τη σιδερένια θέληση ό,τι πόθησαν οι άλλοι.

Εσύ, Αναγνώστη, πέρασες τη σκόπελο του δυσνόητου, του ακραία περίτεχνου, του φαινομενικά αναληθούς, του δαιδαλώδους αυτής της γραφής που μόνη της , αυτόβουλα γίνεται ίχνος του παρόντος. Μόνα τους τα γράμματα σχηματίζονται πάνω στη λευκή φωτιά που τώρα διαβάζεις, και θα συνεχίζουν να γράφονται όσο θα διαβάζεις, γιατί η δύναμη που οδηγεί τη λευκή φωτιά να πάρει τοσχήμα των γραμμάτων είναι η δική σου επιθυμία για αλήθεια.

Περάστε λοιπόν , μέσα σε αυτόν τον οίκο, το μαύρο βουνό, του οποίου το περιεχόμενο στεγάζει την υπόστασή μου. Ελάτε , να σας αποκαλυφθώ.

Κάποτε ήμουν κι εγώ άνθρωπος , όπως κι εσείς. Αναζητητής αυτού του μεγάλου μυστικού: της ουσίας των πραγμάτων. Ζητούσα το κουκούτσι που κρύβεται σε κάθε καρπό και, μόλις το έβρισκα, έψαχνα να βρω το κουκούτσι του πυρήνα και, όσο πιο πολύ κομμάτιαζα την ύλη , τόσο πιο κοντά ερχόμουν στο χάος.

Ανακάλυψα ότι πολύ συχνά η γραφή έρχεται στην ουσία των πραγμάτων, πλησιάζει τα γυμνά σημαινόμενα , μη έχοντας η ίδια, ως ίχνος που είναι, αξιόλογο υλικό κατάλοιπο. Συγκέντρωσα όλη τη γραπτή κατάθεση των ανθρώπων και αφοσιώθηκα σε αυτή σε όλο το μήκος του χρόνου που μου αναλογούσε. Κοινώνησα την εμπειρία εκατομμυρίων ανθρώπων , καθώς, με εξωλογικούς τρόπους, με τη βοήθεια σκοτεινών δυνάμεων, κατόρθωσα να βρω όλα τα γραπτά μνημεία που υπήρξαν , αλλά και όσα θα υπάρξουν, οτιδήποτε γράφτηκε και ό,τι θα γραφόταν μέσα στις χιλιετίες που πέρασαν , αλλά και στις χιλιετίες που θα έρθουν. Όλα τα βιβλία του κόσμου, ακόμα κι αυτά που δεν θεωρούνται τέτοια με τη στενή έννοια έγιναν το ίδιο μου το σπίτι.

Κοιτάξτε τριγύρω: οι τοίχοι που βλέπεται είναι ράχες βιβλίων, όλων των βιβλίων που υπήρξαν και θα υπάρξουν. Το μαύρο βουνό είναι χτισμένο ολόκληρο από γραφική ύλη, ένας ορεινός όγκος αποτελούμενος από την ανθρώπινη σοφία , όπως αυτή καταγράφεται, όσο βέβαια είναι δυνατόν να αποτυπωθεί. Εξωτερικά εμφανίζεται ως κατάμαυρος βράχος, με πέτρες και θάμνους, αλλά ποτέ να μη σας αρκέσει ως διαπίστωση η μορφή.

Εσύ , Ι , δεν ξέρεις τι σημαίνει βιβλίο. Πάρε λοιπόν , αυτό και δες το: μαύρη φωτιά που πάνω της η λευκή φωτιά γράφει όλη σου τη ζωή. Να, αν ήξερες να διαβάζεις, θα διάβαζες για τον εαυτό σου που μένει εμβρόντητος αυτήν ακριβώς τη στιγμή εμπρός στις πύρινες σελίδες. Αλλά βιβλίο είναι και αυτό εκεί απέναντι, το χάρτινο, πάρε και δες το. Βιβλίο είναι και εκείνος ο δίσκος, κι εκείνη πέτρινη στήλη. Ό,τι βλέπετε μέσα στο σπίτι μου είναι βιβλίο, σε όλες τις μορφές που μπορεί να υπάρξει ένα βιβλίο.

Εσύ, Αναγνώστη νομίζεις ότι ξέρεις τι σημαίνει βιβλίο, αγνοείς όμως τα βιβλία που προϋπήρξαν της εποχής σου, όση έρευνα κι αν έχεις κάνει, αγνοείς και τα βιβλία που θα επέλθουν μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Εσένα δεν μπορώ να σου δώσω στα χέρια σου τίποτα, δυστυχώς, παρʼ όλο που στέκεσαι δίπλα στον Ι. Ξέρε όμως, ότι ούτε η πιο δυνατή φαντασία μπορεί να συλλάβει τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να έχει ένα βιβλίο , αλλά , ακόμη πιο ασύλληπτες είναι οι διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης –καμιά φορά και της θεϊκής- σοφίας που μπορούν να περιέχονται σε ένα βιβλίο. Μάθε πως βιβλίο μπορεί να είναι ένα ποτάμι, πάνω στο οποίο άνθρωποι , και πλοία γράφουν ιστορίες που μπορούν να μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες μέσα στην μνήμη του νερού. Βιβλίο μπορεί να είναι κι ένα σώμα με χαραγμένα όλα τα χρόνια πάνω του, κλειδωμένα για πάντα , παρά το πέρασμα της σήψης. Όλα αυτά είναι συσσωρευμένα εδώ , κι αποτελούν το σπίτι μου, το μαύρο βουνό.



"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 18/07/2006, 11:50:56  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

"Αμμος και αφρός" (Καλίλ Γκιμπράν)

Κάποτε γέμισα τη φούχτα μου με καταχνιά.
Ανοιξα και να, η καταχνιά ήταν σκουλίκι.
Κι ανοιγόκλεισα τη φούχτα μου ξανά, και κύττα! Ενα πουλί.
Κι έκλεισα πάλι κι άνοιξα. Και στο βαθούλωμά της στεκόταν άνθρωπος με λυπημένην όψη, και κύτταε προς τα πάνω.
Και ξανάκλεισα τη φούχτα μου, κι όταν την άνοιξα δεν είχε παρά καταχνιά.
Ακουσα όμως ένα τραγούδι υπέροχης γλυκύτητας.

---------------------
Μόλις ακόμη χτες σκεφτόμουν πως ήμουν ένα μόνο μόριο που τρεμόπαιζε χωρίς ρυθμό μέσα στη σφαίρα της ζωής.
Τώρα το ξέρω πως είμαι η σφαίρα, και η ζωή ολάκερη σε μόρια ρυθμικά κινείται μέσα μου.

---------------------

Μου λεν στο ξύπνιο τους,
"Εσύ κι ο κόσμος όπου ζεις δεν είναι παρά ένας κόκκος άμμου πάνω στην ατέλειωτη παραλία μιας απέραντης θάλασσας".

Κι εγώ μεσ' τ' όνειρό μου τους λέω,
"Εγώ είμαι η απέραντη θάλασσα, και όλοι οι κόσμοι δεν είναι παρά κόκκοι άμμου πάνω στην παραλία μου".

----------------------

Είμασταν πλάσματα που φτερουγίζανε, περιπλανιώντουσαν κι επιθυμούσανε χίλιες χιλιάδες χρόνια προτού η θάλασσα κι ο άνεμος στο δάσος να μας δώσουν λέξεις.
Τώρα πώς μπορούμε να εκφράσουμε τον Αρχαίο των Ημερών που είναι μέσα μας, μονάχα με τους ήχους του χτες μας;

----------------------

Κάποτε κύτταξα το πρόσωπο μιας γυναίκας, κι είδα όλα τα παιδιά της που ακόμα δεν είχαν γεννηθή.
Και μια γυναίκα κύτταξε στο πρόσωπό μου και γνώρισε όλους τους προγόνους μου, που είχαν πεθάνει πριν αυτή γεννηθεί.

-----------------------
Τώρα θα ολοκληρώσω τον εαυτό μου. Μα πώς, αν πρώτα δεν γίνω ένας πλανήτης κατοικημένος από λογικές υπάρξεις;
Δεν είν' αυτός του κάθε ανθρώπου ο σκοπός;

"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 18/07/2006, 12:02:59  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


Είχε σταματήσει, σχεδόν, η βροχή ....
Κάτι αραιές, ξέμπαρκες ψιχάλες,
χτυπούσαν πότε πότε στο παράθυρο επίμονα.
Δε σ'έχουμε ανάγκη, φώναζαν στο σύννεφο.
Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς εσένα.
Δε σ'έχουμε ανάγκη.

Κάτι αδύναμες χαμένες ψιχάλες, που χτυπούσαν επίμονα στο παράθυρο ...
και παρίσταναν τη νεροποντή....


... χρωματίζοντας το ... ανέφικτο ...


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 21/07/2006, 14:29:41  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


Κάλβου 133-135
‘Σάλτα γαμήσου μωρή κάμπια!’ της φώναξα και ξεκίνησα να περπατάω πάνω κάτω στο δωμάτιο με τα νεύρα πάνω από το κεφάλι μου. Κάποιες φορές οι άνθρωποι περνούν περιόδους όπου τα πράγματα, καλά και κακά, συμβαίνουν όλα μαζί. Αυτές οι περίοδοι, ενώ πάντα τις αντιπαθούσα και όσο μπορώ τις αποφεύγω, έχουν μια ικανότητα να κατατρέχουν τις περισσότερες από τις μέρες του. Πολλές φορές συλλογίστηκα αν φταίω εγώ. Αν χωρίς να το επιδιώκω καταφέρνω να είμαι λάθος. Όχι πως κατάφερα ποτέ να απαντήσω στους συλλογισμούς μου. Μου άρεσε όμως ανέκαθεν να φιλοσοφώ πάνω στα μικρά πράγματα. Σταμάτησα να βηματίζω για λίγο. Στάθηκα μπρος στο παράθυρο μου. Στην άκρη βέβαια. Μου αρέσει να κοιτάζω έτσι - κρυφά. Μέσα μου η κίνηση αυτή λειτουργεί σχεδόν ηδονοβλεπτικά κι αυτό με αναζωογονεί. Δάγκωσα το κεράσι που ανάδευα για ώρα στο στόμα μου. Το βαθυκόκκινο δέρμα του ώριμου καρπού σκίστηκε στα δύο και ο χυμός του, λίγος σε ποσότητα – ικανός ωστόσο να ξυπνήσει τη γεύση, ταξίδεψε εκεί που η γλώσσα αντιλαμβάνεται το γλυκό. Τράβηξα με δύναμη την καμποτένια κουρτίνα και ένιωσα άσχημα για όσα σκέφτηκα για τη γειτόνισσα μου. Βούλιαξα ανόρεχτα στον καναπέ μου και πάτησα το play στο remote. H Peggy Lee συντρόφεψε τ αυτιά μου. ‘Get out of town before its too late my love’… Για μια στιγμή σκέφτηκα να κάνω πράξη τους στίχους. Δεν μπορούσα να φύγω όμως. Αυτό το ήξερα καλά. Δεν είναι αρκετό να θέλεις κάτι αν οι συνθήκες δεν σου επιτρέπουν να το πραγματοποιήσεις. Και οι συνθήκες σίγουρα δεν το επέτρεπαν. Πήγαινε ένα εξάμηνο που χα μείνει χωρίς δουλειά. Τα χρέη με έπνιγαν. Τα λιγοστά λεφτά μου –δανεικά κι αυτά- δεν μου αφήναν άλλα περιθώρια απ το να πάρω ένα ταξί μέχρι το κέντρο της πόλης. Για ποια απόδραση λοιπόν ήμουν ικανός να ονειρευτώ; Κοίταξα το μισοβαμμένο τοίχο απέναντι μου. ‘Φαίνεται πως τελικά δεν θα καταφέρω να τον βάψω ποτέ...’ σκέφτηκα πικρά. Όταν μετακόμισα σ αυτό το σπίτι έπαθα κατάθλιψη. Ένα εσωτερικό δυάρι του δευτέρου ορόφου. Η Η. το βρήκε πολύ χαριτωμένο. Της άρεσε που ήταν τόσο φωτεινό. Ίσως αυτό να ήταν και το μόνο πλεονέκτημα αυτού του κατά τ άλλα άθλιου σπιτιού. Αυτό και το χαμηλό του ενοίκιο βέβαια. Άλλωστε πλέον είχα μόνο το σπίτι. Η Η. είχε ήδη φύγει...


Τα κεράσια στο μπολ λιγόστεψαν θεαματικά. Σαν να με είχε πιάσει μια παράξενη μανία κι όσο συνειδητοποιούσα την αδυναμία μου να ξεφύγω από τον ξυπνό του εφιάλτη τα καταβρόχθιζα με ταχύτητα. Παράτησα το μπολ με δύναμη στο τραπέζι και δυνάμωσα τη μουσική. Δεν είχε σημασία πια τι άκουγα. Μόνο παρέα ήθελα. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Τα κράτησα επίτηδες κλειστά θαρρείς και φοβόμουν ν αντικρύσω ξανά το περιβάλλον μου. Δεν ήμουν ευχαριστημένος με τη ζωή μου. Αυτό ήταν σίγουρο.


Κατευθύνθηκα στο μπάνιο. Με το ζόρι. Άνοιξα τη βρύση και άφησα το νερό να τρέξει. Πολύ σύντομα ο μικρός χώρος γέμισε υδρατμούς. Έξω το τηλέφωνο χτυπούσε συνέχεια. Κάποιος επέμενε να μου μιλήσει. Μόνο που δεν άκουγα...
Ελαφρά ζαλισμένος προχώρησα και μπήκα κάτω από το ντους. Αυτή ήταν η στιγμή που πάντα μου άρεσε περισσότερο. Μέσα σ ένα ζεστό μπάνιο γεμάτο από πνιγηρούς υδρατμούς, κάθιδρος να μπαίνω κάτω από το παγωμένο πλέον νερό. Την ίδια στιγμή η μητέρα μου άφηνε στο μήνυμα της στον τηλεφωνητή μου: ‘είσαι καλά; Ανησυχώ. Πάρε τηλέφωνο. Την Κυριακή σε περιμένω για φαγητό. Μην μ αφήσεις πάλι μόνη...’. Βγαίνοντας από το μπάνιο είδα το φωτάκι που αναβόσβηνε. Απλώς πάτησα το erase και έσβησα το μήνυμα χωρίς να το ακούσω. Για κάποιο λόγο οι φίλοι είχαν χαθεί . Το ήξερα πως ήταν η μάνα μου. Δεν χρειαζόταν ν ακούσω το μήνυμα. Ο μοναδικός φίλος μου που συνήθιζε να μου τηλεφωνεί καθημερινά έλειπε σε διακοπές. Τώρα που το ξανασκεφτόμουν ίσως όμως να ήταν κάποιος άλλος... Ίσως ήταν τηλεφώνημα για δουλειά... Σήκωσα νευρικά το ακουστικό και τηλεφώνησα στο πατρικό μου. Κατειλλημένο. Ξανά. Κατειλλημένο. ‘Γαμώτο!’ μουρμούρισα. Την τρίτη φορά επιτέλους καλούσε.

- Μαμά;
- Έλα!
- Τι έγινε;
- Καλά. - Σε πήρα τηλέφωνο.
- Πότε;
- Πριν λίγο. - Σου άφησα μήνυμα.
- Το άκουσα.
- Θά ρθεις;
- Μπορεί. Θα σου τηλεφωνήσω. Κλείνω-έχω δουλειά.
- Μην μ αφήσεις πάλι μόνη Κυριακή μεσημέρι...
- Θα δούμε μαμά. Αν προλάβω...
- ‘θα δούμε’...
- Προτιμάς να σου πω πως θα ρθω και να μην έρθω;
- Όχι. Προτιμώ να ρθεις.
- Οκεϊ μαμά.
- Έλα...
- Θά ρθω. Το υπόσχομαι.
- Την Κυριακή.
- Την Κυριακή...


Δεν ήταν για δουλειά το τηλεφώνημα λοιπόν. Η κατάσταση συνέχιζε να είναι η ίδια μόνο που τώρα πρόσθετα σε ότι συνέβαινε, έπρεπε να πάω και στο πατρικό μου την Κυριακή. ‘Καλή φάση’ ψιθύρισα και ξαναπήγα στο σαλόνι. Ξαφνικά ένιωσα πως θέλω μια αγκαλιά. Πλησίασα πάλι το παράθυρο μου. Αναρωτήθηκα πως η διπλανή δεν είχε φάει τα λυσσακά της με τη μουσική. Για μια στιγμή ανησύχησα αλλά μετά έπνιξα την ευαισθησία μου. Δεν μου ήταν διόλου συμπαθής. Είχαμε επανειλημμένα μαλώσει επειδή πολύ συχνά έπρεπε ν αντιμετωπίσω τις ηχηρές παρατηρήσεις της, καθώς παραμόνευε και την λίγο περισσότερο από το επιτρεπτό έντονη αναπνοή μου. ΄Ωρες-ώρες ένιωθα πως ήμουν φυλακισμένος στο ίδιο μου σπίτι και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκα να απαγάγω το σκύλο της και να της τον επιστρέψω ψητό με πατάτες. Δεν το έκανα ποτέ γιατί έτσι κι αλλιώς ένα τέτοιο γεγονός μπορούσε να συμβεί μόνο στη σφαίρα της φαντασίας μου. Είμαι χαρακτηριστικά ήρεμος. Τόσο ήρεμος μάλιστα που αγγίζω τα όρια του νωθρού, ειδικά εκείνο τον καιρό που δεν εργαζόμουν. Με σκέψεις ανάκατες, σ ένα μυαλό που ένιωθα πως ‘με πονάει’, αποκοιμήθηκα στον καναπέ. Δεν ξύπνησα παρά για να πάω στο κρεβάτι μου κατά τις 4 το πρωί. Τα κουνούπια έκαναν καλή δουλειά πάνω μου και κατάφεραν να μου χαλάσουν την ησυχία. Ξημέρωνε Σάββατο.


Δεν ήθελα και πολλά. Απλώς μ έπιασε μια δίψα στις 8 το πρωϊ. Σηκώθηκα λοιπόν και πήγα στην κουζίνα. Πόσο θόρυβο μπορεί να κάνει κανείς πίνοντας ένα ποτήρι νερό; Πήρα το ποτήρι από το ντουλάπι, άνοιξα στη βρύση, γέμισα το ποτήρι, έκλεισα τη βρύση. ‘Ηπια. Ακούμπησα το ποτήρι μαλακά στο μαρμάρινο πάγκο. Καταστροφή! ‘Ε! Δεν είναι δυνατόν πρωϊ-πρωϊ! Μα καλά είσαι ζώον;’ Έγινα πυρ και μανία. Όπως ήμουν, μισόγυμνος, της χτύπησα την πόρτα. Δεν ξέρω τι ακριβώς την τρόμαξε αλλά μου την έκλεισε κατάμουτρα φωνάζοντας. Ένα περίεργο ντεκλίκ τσίμπησε το μυαλό μου. Χαμογέλασα με κακία και επέστρεψα στο κρεββάτι μου αρχίζοντας να σκιαγραφώ με απαλές αλλά αποφασισμένες γραμμές τον τρόπο εξόντωσης της. Επιτέλους είχα ένα σκοπό! Δεν είχε σημασία αν δεν είχα δουλειά ή λεφτά, δεν με πείραζε πια ούτε καν το κακομούτσουνο διαμέρισμα μου. Η δυστυχία μου για την Η. που με άφησε υποχώρησε μεμιάς και ούτε το γεγονός πως την επομένη έπρεπε να πάω στη μάνα μου για φαγητό με πτοούσε. Α! Ναι! Ήμουν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. ‘Θα την τρελλάνω την κάργια σκέφτηκα’ και μπήκα χαρούμενος στο ντους. Όταν βγήκα, σε χρόνο μηδέν από την ανυπομονησία που με είχε πιάσει, έφτιαξα ένα καφέ κάνοντας όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσα. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από δίπλα. Στιγμιαία μ έπιασε μια απίστευτη κατήφεια στη σκέψη πως θα μπορούσε να χει αυτοκτονήσει από τα νεύρα της, στερώντας μου έτσι την ευχαρίστηση να την οδηγήσω στην παραφροσύνη. Ευτυχώς οι φόβοι μου διαλύθηκαν όταν άκουσα μουσική από δίπλα. Ήταν λοιπόν ζωντανή! ‘Ωραία! Θα τη σκοτώσω λοιπόν εγώ!’ σκέφτηκα και ξέσπασα σε ένα γάργαρο γέλιο που την οδήγησε σ ένα μεγαλειώδες ‘Σκάσε’ το οποίο μ έφτιαξε ακόμη περισσότερο. ‘Κι εγώ σ αγαπώ’ της φώναξα και βάλθηκα να γράφω σ ένα χαρτί:


‘Αγαπημένη μου,

πάει καιρός που σε σκέφτομαι. Μην πιστεύεις πως η επιθετικότητα μου είναι κάτι άλλο παρά ο τρελλός έρωτας μου για σένα. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, ένιωσα συγκίνηση σε σώμα και ψυχή. Πριν λίγο, όταν εμφανίστηκα μπρος σου με το εσώρουχο ο σκοπός μου ήταν ερωτικός. Άλλο αν εσύ με έκανες πέρα κλείνοντας μου την πόρτα στα μούτρα. Δεν απογοητεύομαι όμως. Ξέρω πως βαθιά μέσα σου κι εσύ δεν περιμένεις κάτι άλλο απ αυτό που έχω κι εγώ στο νου μου. Θέλω να σε δω και να μιλήσουμε. Θέλω να σου πω τα όσα υπέροχα έχω σκεφτεί για μας τους δυο.

Δώσε μου ένα σήμα...
Ν.’

Διαλύμενος από τα γέλια έβαλα τη σελίδα σ ένα φάκελο και τον πέταξα κάτω από την πόρτα της χτυπώντας την ελαφρά. Η απάντηση δεν άργησε να ρθει. Ένα ανορθόγραφο σημείωμα που έγραφε ‘ΕΙΣΑΙ ΑΝΟΜΑΛΟΣ ΡΕ!’ γλύστρησε πολύ σύντομα κάτω από την πόρτα μου. Το διάβασα χαμογελώντας με ευχαρίστηση. Τώρα ο πόλεμος είχε ξεκινήσει και τυπικά. Κι εγώ ήμουν έτοιμος να δώσω τον καλύτερο μου εαυτό. Έτσι κι αλλιώς δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Άνεργος, ναι – άεργος, όχι. Κι έπιασα δουλειά. Κατ’ αρχάς έβαλα πολύ δυνατά μουσική. ‘Κάτι να την τρομάξουμε...’ σκέφτηκα. Σε δευτερόλεπτα ‘τα άνθη του κακού’ από τη Diamanda Galas άρχισαν να δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά. Μετά από καιρό το σήκωσα χωρίς να περιμένω να ‘ανοίξει’ τηλεφωνητής:

- Παρακαλώ;
- Κλείστο!
- Μωρό μου! Πως βρήκες το τηλέφωνο μου;
- απ’ τις πληροφορίες. Κλείστο!
- εγώ για σένα τόβαλα γλυκειά μου!
- χέστηκα! Κλείστο! Κλείστο! Κλείστο!
- μήπως προτιμάς κάτι άλλο;
- είσαι ανώμαλος ρε...


Έχασε την ψυχραιμία της. Ήταν φανερό. Ήμουν σε εξαιρετικά καλό δρόμο. Πήρα τα άπλυτα μου και τα κρέμασα σαν μπουγάδα στο μπαλκόνι φροντίζοντας να μπορεί να τα δει. Τα άπλυτα είναι πάντα άπλυτα. Και πάντα μυρίζουν. Ντύθηκα και βγήκα. Θα μάζευα τους καρπούς της προσπάθειας μου στην επιστροφή. Ήμουν σίγουρος.


Κατέβηκα περπατώντας στο κέντρο. Η Αθήνα έκαιγε αλλά εγώ ήμουν χαρούμενος. Ίσως τελικά να είχε δίκιο. Ίσως ήμουν ανώμαλος, αλλά δεν μ ένοιαζε. Δεν μου καιγόταν καρφί για την ακρίβεια. Κατεβαίνοντας την Ζωοδόχου Πηγής χτύπησα το κουδούνι της Φ. Πρωτοτύπως ήταν σπίτι. Η πρόβα της ακυρώθηκε κι αποφάσισε να μείνει για να διαβάσει. Ανέβηκα για λίγο. Είχα τουλάχιστον 8 μήνες να την δω ή να μιλήσουμε. Από τότε που χώρισα με την Η. απέφευγα όλους τους κοινούς μας φίλους. Ξέχασα όμως πως η Φ. ήταν ουσιαστικά δική μου φίλη. Μου το παραπονέθηκε αυτό. Φτιάξαμε καφέ και καθήσαμε στο βεραντάκι της στον ακάλυπτο. Υπό άλλες συνθήκες μ έπιανε κατάθλιψη σ αυτό το βεραντάκι αλλά εκείνη την ημέρα ήμουν τόσο διαφορετικά ζωντανός που σχεδόν μου άρεσε κιόλας. Μου είπε για το Μ. που μόλις είχαν χωρίσει γιατί τον ενοχλούσε λεει που ήταν ηθοποιός και δεν την έβλεπε αρκετά μόνη της. Τι μαλάκας κι αυτός... Σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας είχα εκείνο το ανεξήγητο ηλίθιο χαμόγελο που την έκανε να με ρωτήσει: ‘Ν. τι φάτσα ειν αυτή; Μήπως είσαι ερωτευμένος;’. Και της τα πα όλα. Χαρτί και καλαμάρι. Τα προβλήματα μου έξι μήνες τώρα, το χωρισμό μου με την Η., τα χρέη και τα άγχη μου, την κακή υγεία της μητέρας μου που όλο και χειροτέρευε. Και της είπα και για τη γειτόνισσα και τα σατανικά μου σχέδια. Ξέσπασε σε γέλια. ‘Είσαι τρελλός!’ μου είπε. ‘Ρε είσαι σίγουρος πως δεν την γουστάρεις;’ Την κοίταξα σαν να μου χε μόλις πει πως ο θείος μου ο φορτηγατζής (δεν έχω θείο φορτηγατζή) ψωνιζόταν στο πεδίο του Άρεως. ‘Είσαι καθόλου καλά ρε Φ.; Την έχεις δει;’ Η αλήθεια είναι πως δεν την είχε δει. Για να είμαι ειλικρινής κι εγώ εκείνη τη στιγμή δεν καλοθυμόμουν τη φάτσα της. Ελάχιστες φορές την είχα δει. Συνήθως την άκουγα. Έμεινα για λίγο ακόμη με τη Φ. η οποία πήρε προσωπικά το θέμα και μου πε πως αν σκεφτόταν κάτι αρκετά κακό θα μου το ‘δάνειζε’ για τον ιερό μου σκοπό. Είχε πάει σχεδόν μεσημέρι. Ίσα που προλάβαινα την αγορά στην Ευριπίδου. Κατέβαινα συχνά εκεί και χάζευα τα κουζινικά στα καταστήματα με τους εξοπλισμούς ξενοδοχείων. Έτσι για πλάκα. Μετά χωνόμουν στου Ψυρρή και συνήθως κατέληγα στο Μοναστηράκι ή στο Θησείο για καφέ. Μέσα στο μυαλό μου χόρευαν ανάκατες σκέψεις. Καλές – Κακές. Για κάποιο λόγο είχα καταφέρει και είχα απομονώσει το συναίσθημα και κατόρθωνα έτσι να διακρίνω τις λάθος συμπεριφορές μου σε όσα μου συνέβαιναν. Όχι, με διάθεση μετάνοιας. Απλώς για να ξέρω τι να αποφύγω την επόμενη φορά. Σε ότι αφορούσε τη γειτόνισσα μου βέβαια δεν διέκρινα κανένα λάθος. Η παραμικρή τύψη άλλωστε θα μ έκανε να τα παρατήσω. Τό ξερα αυτό.

Χαζεύοντας στα μικρομάγαζα του Ψυρρή η ώρα πήγε 3.

Όταν επέστρεψα σπίτι σίγουρα είχα κάθε λόγο να αισθάνομαι ικανοποιημένος με τον εαυτό μου. Λίγο αφού μπήκα στο διαμέρισμα χτύπησε η πόρτα μου. Ήταν ο διαχειριστής. Έντρομος με παρακάλεσε να μαζέψω την παράδοξη μπουγάδα μου από το μπαλκόνι λέγοντας μου πως η γειτόνισσα μου κόντεψε να πάθει νευρικό κλονισμό εξαιτίας της. Του εξήγησα με το πιο αθώο μου ύφος πως πλένω στο χέρι και ως εκ τούτου δεν τα καταφέρνω πολύ καλά και γι αυτό ίσως τα ασπρόρουχα μου δεν παρουσιάζουν το επιθυμητό αποτέλεσμα μετά το πλύσιμο. Δεν φάνηκε να πείθεται. Ανάμεσα σε άλλα φεύγοντας μου είπε: ‘κοίταξε παιδί μου. Ξέρω πως προσπαθείς να της κάνεις πλάκα, αλλά η γυναίκα είναι τρελλή. Μην μπέκεις μαζί της...’


Δεν πτοήθηκα. ‘Άλλωστε το γεγονός πως είναι τρελλή αυτή, δεν αναιρεί το γεγονός πως είμαι κι εγώ άλλο τόσο’ σκέφτηκα και βάλθηκα να μαζεύω την ‘μπουγάδα’ μου διπλώνοντας τακτικά τα άπλυτα ρούχα. Σε λίγο χτυπούσα το κουδούνι της έχοντας στα χέρια μου μια στοίβα καλοδιπλωμένα βρώμικα εσώρουχα. Μου άνοιξε και με κοίταξε με μίσος. ‘Τι θες;’ μου είπε. ‘Να, επειδή εσύ έχεις πλυντήριο σκέφτηκα μια και δεν καταφέρνω να τα πλύνω καλά στο χέρι, μήπως μπορώ να χρησιμοποιήσω το πλυντήριο σου, αγάπη μου;’. Δεν ξέρω τι την ενόχλησε περισσότερο. Η παράφρονη επιθυμία μου ή το ‘αγάπη μου’ στο τέλος. Πάντως σίγουρα θα με σκότωνε αν μπορούσε. Η σκηνή ήταν πράγματι απείρου κάλλους. Άρχισε να με σπρώχνει ενώ μου φώναζε πως είμαι στα σίγουρα βλαμένος κι εγώ της απαντούσα με τα πιο εντυπωσιακά γλυκόλογα που μου κατέβαιναν εκείνη την ώρα. Η στιγμή κορυφώθηκε όταν σε μια κίνηση δήθεν πληγωμένου εγωϊσμού της πέταξα μια από τις βρώμικες κάλτσες μου στη μούρη. Αυτό την έβγαλε εκτός εαυτού. Αν εξαιρέσει κανείς την αηδία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της, θύμωσε τόσο που αν είχε τατουάζ θα ξέβαφαν από τα νεύρα της. Σε δευτερόλεπτα μου επιτέθηκε σκορπώντας τη ‘μπουγάδα’ μου στο πάτωμα. Άρχισε να πατάει τα σώβρακα μου και να μου τα πετάει παίρνοντας τα από κάτω, κάθε στιγμή που της δινόταν η ευκαιρία. Ομολογώ πως είχα μείνει άναυδος με τόση οργή. ‘Χρειάζεσαι επειγόντως διακοπές μωρό μου’ της είπα ΄και της χαμογέλασα πονηρά. Για λίγο κοντοστάθηκε οπότε κι εγώ άρπαξα την ευκαιρία να συνεχίσω λέγοντας: ‘ορίστε! Μου τα λέρωσες!’. ‘Είσαι βλαμένος ρε! Βλα-μέ-νος!’ μου φώναξε κλείνοντας μου την πόρτα. Μαζί με την δική της πόρτα έκλεισαν η μια μετά την άλλη και οι υπόλοιπες πόρτες του ορόφου μαζί με ηχηρούς ψιθύρους του τύπου ‘το καημένο το παλληκάρι...’ ή ‘είναι σαλεμένη, πάντα το λεγα’ κλπ. Είχα κερδίσει την συμπάθεια του ορόφου, αν όχι ολόκληρης της πολυκατοικίας λοιπόν. Αυτό από μόνο του ήταν μια νίκη. Χωρίς πλάκα τώρα έπρεπε επειγόντως να πλύνω τα εσώρουχα μου, ειδικά μετά την πανωλεθρία που είχαν υποστεί. Ευτυχώς θα πήγαινα στη μάνα μου την επομένη. Ευκαιρία για μπουγάδα. Κι ας γκρίνιαζε... Παράχωσα το άπλυτο μου βιός σε μια μαύρη σακκούλα σκουπιδιών και βάλθηκα να καθαρίζω με επιμέλεια το σπίτι. Έκανα ομολογουμένως απίστευτο θόρυβο μ αυτή μου τη λύσσα για καθαριότητα, αλλά τώρα είχα κάθε λόγο και κάθε διάθεση πολύ περισσότερο. Σύντομα βγήκε στο μπαλκόνι και μου είπε με ύφος που μετέφερε απολύτως την κατάσταση στην οποία την είχα φέρει : ‘είναι Σάββατο απόγευμα. Τώρα αποφάσισες να κάνεις γενική καθαριότητα;’. Αδιαφόρησα πλήρως και συνέχισα να καταβρέχω τον τοίχο με το λάστιχο. ‘Σου μιλάω!’ ούρλιαξε. Τι πιο φυσιολογικό; Γύρισα και την κοίταξα μόνο κρατώντας το λάστιχο στην ίδια ακριβώς θέση που το είχα προκειμένου να καθαρίσω τον τοίχο. Ήταν πράγματι διασκεδαστικό το ότι κατάβρεξα τόσο αυτή όσο και τον κοπρίτη της, τον οποίο από την τρομάρα της τον άφησε να πέσει κάτω αφήνοντας μια ηλίθια στριγγλιά. Δεν μπαίνω καν στον κόπο να ανασύρω το υβρεολόγιο με το οποίο με στόλισε.


‘Μήπως να κάνω μια παύση;’ σκέφτηκα ένοχα, σαν πιτσιρίκος που μόλις αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της σκανταλιάς του. Έκανα στα γρήγορα ένα ντους, άλλαξα και βγήκα έξω. Περπατούσα χωρίς κάποιον προορισμό στους νυχτερινούς δρόμους. Σάββατο βράδυ, μεσοκαλόκαιρο η Αλεξάνδρας άδεια. ‘Όπως κάθε καλοκαίρι...’ σκέφτηκα. Κατέβηκα βαδίζοντας ως την Πατησίων χαζεύοντας έναν ορίζοντα που καθημερινά αγνοούμε λόγω της κίνησης που συνήθως επικρατεί. Στην πλατεία Αιγύπτου ένιωσα αυτή την τεράστια επιθυμία να δω θάλασσα. Αισθάνθηκα τυχερός που είχα αυτή την ιδέα δίπλα από τη Βικτώρια. Συνήθως θέλω πράγματα που δεν γίνονται. Πήρα το τρένο χωρίς να χτυπήσω εισιτήριο. Είχα καιρό να το κάνω αυτό. Παρά το ‘λάθος’ της κίνησης χαμογέλασα στην εφηβεία μου που πέρασε γρήγορα μπρος απ τα μάτια μου. Κατέβηκα στο σταθμό του Πειραιά και μπήκα στο λιμάνι. Στο σελφ-σερβις κόσμος περίμενε ένα ακόμη βραδυνό πλοίο. Ανάμεσα στα δεκάδες αλαλιασμένα από τη ζέστη βλέματα, αναγνώρισα ένα που ήξερα καλά. Δεν μπόρεσα να το αποφύγω. Με είχε δει. Δεν μπορούσα πλέον να μην της μιλήσω. Πλησίασα χαμογελαστός. Ιδρωμένη αλλά πανέμορφη με ένα άσπρο πουκάμισο. Ένα δικό μου άσπρο πουκάμισο. Απ αυτά που αγαπούσα και συνήθιζε να μου κλέβει ‘γιατί έχω πολλά’... Στα χέρια όπως πάντα ένα βιβλίο. Ο καλύτερος της σύντροφος. ‘Τι διαβάζεις αυτό τον καιρό Η.;’ τη ρώτησα. Με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε δείχνοντας μου το εξώφυλλο του βιβλίου. Της έκλεισα το μάτι κι έφυγα. Καθώς απομακρυνόμουν ένιωσα τα μάτια της στην πλάτη μου. ‘Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς δεν θα στεναχωρηθεί για πολλή ώρα...’ μουρμούρισα και συνέχισα το δρόμο μου. Το ένα μέρος στο οποίο είχα την ελπίδα να ξεχαστώ φάνηκε να με περιγελά. Βγαίνοντας από το λιμάνι κοντοστάθηκα για λίγο προσπαθώντας ν αποφασίσω προς τα που να κατευθυνθώ. Δεν ήθελα να επιστρέψω σπίτι. Όσο κι αν δεν το παραδεχόμουν ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό, είχα ταραχτεί. Η Η. επέστρεψε στιγμιαία κι απρόσμενα και κατάφερε να με ρίξει από το σύννεφο μου. ‘Την επόμενη φορά θα φροντίσω να χω το discman μαζί μου’ σκέφτηκα και άρχισα να περπατώ παράλληλα με τη θάλασσα. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκείνη τη στιγμή η καλύτερη ιδέα μου φάνηκε η εικόνα της Αθήνας. ΄Επρεπε έτσι κι αλλιώς να προλάβω το τρένο. Είχε πάει 11.30. Δεν άντεχα να επιστρέψω από τον Πειραιά με τα πόδια. Ανέβηκα ως το Γηροκομείο και κατηφόρισα στο σταθμό του Φαλήρου. Είχα βουλιάξει σε μια απίστευτη λύπη. Κάθισα ανάποδα προς τη φορά του τρένου και παρακολουθούσα τις εικόνες να με προσπερνάνε απειλητικά. Βλέποντας τους σταθμούς να εναλλάσονται γέμιζα σκέψεις, απομόνωνα στιγμές, έβλεπα τον εαυτό μου στις πλατφόρμες να περιμένω, προηγούμενες μέρες – προηγούμενες νύχτες. Θυμήθηκα τον ‘πληθυντικό αριθμό’ της Δημουλά και είπα δυνατά: ‘οι νύχτες από δω και πέρα’. Μοναστηράκι. Είπα να το παίξω τουρίστας. Ανέβηκα την Ερμού χαζεύοντας την κλειστή αγορά. Στο βάθος το Σύνταγμα με περίμενε αμετακίνητο μέσα στη καλοκαιρινή νύχτα. Διψούσα. Είχα καεί από τη ζέστη. Μπήκα στο μακντόναλντς και παράστησα τον πελάτη για ένα ποτήρι νερό. ‘Πού πάμε τώρα;’, αναρωτήθηκα. Βασιλίσσης Σοφίας. Ο παράδεισος μου. Άδεια. Περπατώ – περπατώ - περπατώ. Στην πλατεία Μαβίλη στέκομαι κάτω από το πατρικό μου. Φως στην κρεβατοκάμαρα. Η μάνα μου ήταν ακόμη ξύπνια. Για μια στιγμή πήγα να ανεβώ. Ήθελα μάλλον να νιώσω πως κάποιος θα χαρεί πραγματικά που θα με δει. ‘Μεγάλωσες πια’. Μάλωσα τον εαυτό μου και προσπέρασα. Είχα κουραστεί από το περπάτημα μες στη ζέστη. Δεν κατάλαβα πότε έφτασα σπίτι. Όταν γύρισα το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος, η επίθεση της γειτόνισσας με βρήκε απροετοίμαστο. Την άφησα να φωνάζει στο διάδρομο. Δεν την άκουγα. Χρειαζόμουν ύπνο.

Και κοιμήθηκα.

"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 24/07/2006, 10:44:55  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


"Κάποιοι από σας με φώναζαν μονόχνωτο, μεθυσμένο με την ίδια μου τη μοναξιά.
Λέγανε: «πιάνει κουβέντα με τα δέντρα του δάσους κι όχι μ' ανθρώπους.
Στις κορυφές των λόφων κάθεται μονάχος κοιτάζοντας από ψηλά την πόλη μας».
Είναι αλήθεια ότι ανέβηκα στους λόφους και περπάτησα σε τόπους απόμερους.
Πώς αλλιώς θα μπορούσα να σας δω, αν δε βρισκόμουνα σε μεγάλο ύψος ή σε μακρινή απόσταση;
Πώς μπορεί κάποιος να είναι αληθινά κοντά, αν δε βρεθεί μακριά;

Και κάποιοι άλλο από σας μιλούσαν μέσα μου, όχι με λόγια, λέγοντας:
«ξένε, ξένε, εραστή τους απρόσιτου ύψους, γιατί για κατοικία σου έχεις τις κορφές, εκεί που χτίζουν φωλιές οι αετοί;Γιατί αναζητάς το ανέφικτο;....
μες στη μοναξιά των ψυχών τους τέτοια ήταν τα λόγια τους.
Μα αν βαθύτερη ήταν η μοναξιά τους, τότε θα ήξεραν ότι δεν έψαχνα τίποτε παραπάνω από το μυστικό της χαράς και του πόνους σας.
Κι ότι κυνηγούσα τους ανώτερους εαυτούς σας που βαδίζουν στα ουράνια.
Μόνο που ο κυνηγός ήταν και το θήραμα.
Καθώς πολλά από τα βέλη που το τόξο μου πετούσε, προορισμό τους είχαν μόνο το δικό μου στήθος.
Και ο ουράνιος ταξιδευτής την ίδια στιγμή σερνάμενο ερπετό ήταν.
Γιατί την ώρα που τα φτερά μου στον ήλιο απλώνονταν, χελώνα στη γη ήταν η σκιά τους.
Κι εγώ ο πιστός ήμουν, επίσης, και δύσπιστος.
Γιατί συχνά τα δάχτυλα έβαλα στην ίδια την πληγή μου, ώστε μεγαλύτερη να γίνει η πίστη μου σ' εσάς και πιότερη η γνώση.

Με τούτη την πίστη και τη γνώση έρχομαι να δηλώσω.
Δεν είστε μες στα σώματα εγκλωβισμένοι, μήτε περιορισμό κανένα έχετε από τα σπίτια σας ή τα χωράφια.

Αυτό που είστε για κατοικία έχει το βουνό και οδηγό στην περιπλάνηση τον άνεμο.
Δε σέρνεται κάτω απ' τον ήλιο για να ζεσταθεί, μήτε σκάβει τρύπες σκοτεινές για την ασφάλειά του.
Μα είναι ελεύθερο, ένα πνεύμα που περιβάλλει ολόκληρη τη γη και εισδύει στον αιθέρα.

Αν ασαφή ακούγονται τα λόγια μου κι αόριστα, μην ψάξετε για ερμηνείες.
Η ασάφεια και η αοριστία είναι η αρχή των πάντων, μα όχι και το τέλος τους.
Και θα προτιμούσα στη μνήμη σας να με κρατήσετε σαν αρχή."

Χαλίλ Γκιμπράν (Ο Προφήτης)

"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/07/2006, 16:00:14  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Τρία ποιήματα από τη
"Φιλοσοφία των λουλουδιών"

ΓΕΝΕΣΗ

Αυτό το γαρύφαλλο, που κρατώντας το
ανάμεσα στα τρία μου δάχτυλα
το σηκώνω στο φως, μου μίλησε και
παρά τον κοινό νου μου το κατανόησα.
Μι' αλυσίδα από ατέλειωτους γαλαξίες συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στη γη φωταψίες
- το σύμπαν ολόκληρο πήρε μέρος στη γέννηση
αυτού του γαρύφαλλου.

Κι' αυτό που ακούω είναι οι φωνές
των μαστόρων του μέσα του.

_________________________

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ

Αν με βλέπουν να στέκομαι
όρθιος, ακίνητος, μες
στα λουλούδια μου, όπως
αυτή τη στιγμή,
θα νόμιζαν πως τα διδάσκω. Ενώ
είμαι εγώ που ακούω
κι αυτά που μιλούν.
Έχοντάς με στο μέσο
μου διδάσκουν το φως.

___________________________

ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Αναδύθηκε δάσος ζοφερό
απ' το πνεύμα μας
κι εκάλυψε τον ορίζοντα.
Μόνο ατραποί τρυπώνουν
και χάνονται μέσα στο φόβο.
Μέλλον δεν φαίνεται.

Τρέχουν, χορεύουν ανύποπτα
για ό,τι γίνεται πάνω τους
τα παιδια, ενώ γέρνοντας γύρω
και κάτω απ' τα πόδια τους, (ως
ν' ακούν τη βοή και να βλέπουν
το σύννεφο) σαν ένα απέραντο
υπαίθριο εκκλησίασμα
τα λουλούδια προσεύχονται.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/07/2006, 16:10:03  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Ι

Μετατόπιζε το αγριοπούλι πιτ-πιτ πάνω στους βράχους την αλήθεια
Μες στις γούβες τ' αρμυρό νερό τλιπ-τλιπ όλο τσιμπολογούσε
Κάτι κάτι Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει

Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω Πέταξα γένι καλογερικό
που όλο χάιδευα κι έξυνα Κάτι κάτι Κάτι άλλο να βρεθεί

Κάποια φορά το πήρ' απόφαση Τράβηξα έτσι όπως τραβάς μια
βάρκα στη στεριά τον άνθρωπο από μέρος που να βλέπεις μέσα του

-Ε ποιος είναι αυτός;- Ο φονιάς που πέρασε - Κι ο τόσος σαματάς
γιατί;-Το γεράκι το γεράκι φτάνει έφτασε - Καλά και ποιος ορίζει εδώ;
- Ούτις Ούτις - Δεν άκουσα ποιος λέει;

Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα λόγια Τι να πεις πια Τέτοια η αλήθεια.

II

Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια
φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος

Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν
απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα ταξιδεύανε
όλο καπνούς δίχως να προχωράνε Και παντού στις βρύσες
και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέβαινε
πριχού σπάσει σε δρόσο

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα
το κορίτσι μου σαν όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα
φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημών

Μ' ένα τίποτα έζησα.

III

Μ' ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ' ενός
περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου φχιά
φχιού φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες
φούχτες τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας

Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο
σχήμα του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι
αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ' τη γλώσσα

-Ε καβάκια μαύρα φώναζα κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από
μένα;-Θόη θόη θμος - Ε; Τι; - Αρίηω ηθύμως θμος - Δεν άκουσα
τι πράγμα; - Θμος θμος άδυσος

Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα' να μ' έλεγαν τρελό
πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

(........................................................)

Ελύτης


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 26/07/2006, 16:16:34  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά
μια ν' ανεβαίνουνε ως τα ύψη πάλι

Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ' ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι ποιος να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας μπατάρει

Έτσι κι αλλιώς στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε

Π ρ ό σ ω

Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ

Πρόσω ήρεμα

Έπρησεν δ' άνεμος μέσον ιστίον αμφί δε κύμα στείρη πορφύρεον
μεγάλ' ίαχε νηός ιούσης

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο
ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη
άλλοτε ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν
στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό

Κι όπως έχουν να λένε δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες
μικρά λευκά παιδιά μηδαμινά στο ζύγι έπεφταν συνεχώς σαν απαλές
νιφάδες και με το πρώτο που άγγιζαν έλιωναν κι έμενε η δροσιά

Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ' τους δρόμους τους γνωστούς
όπου δεν ήταν εύκολο να πιάσεις και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα
έφεγγαν σαν πυγολαμπίδες

Δόξα να 'χει ο Θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ' αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ' αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα μπουκαλά-
κια με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες

Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη
που την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω
μόνο αυτή μου παραστέκει

Όλο δεξιά

Στο σημείο το ίδιο σαν σταματημένοι που οι στεριές αργούσαν να φανούν

«Νόμισες εσύ σταμάτησες άλλ' οι άλλοι που μάκρυναν αυτοί σε
ακινητούν» έλεγε διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας

Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα

Μ' άλλα λόγια που άρπαζε από το καλάθι των σοφών ο αέρας ή
απ' της γύφτισσας το στόμα (είχε κάνει χρόνους όρνεο και κατέβαζε
γνώση απ' τα βουνά)

Πολλά δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο
παραδείγματος χάριν «Το νερό που 'σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου»
ή «τίποτα να μην έχω εγώ μονάχα εσένα»

Κι ό,τι άρχιζα να σκέφτομαι μου το συνέχιζε ο αέρας και πολλές
φορές μου το 'παιρναν τα ιστιοφόρα με σωρούς καρπούζια και άλλα οπωρικά

Στο επάνω καμαράκι με τον στρογγυλό φεγγίτη

Ολοένα η γύφτισσα έψαχνε μες στο φλιτζάνι του καφέ
κι ολοένα σκυφτοί πάνω από χάρτες παλαιούς κι εξάντες συζητούσανε
οι εφτά σοφοί του κόσμου: ο Θαλής ο Μιλήσιος
ο Ιμπν Αλ Μανσούρ ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ο Παράκελσος ο Χάρντενμπεργκ
ο Γιώργης ο ψαράς κι ο Αντρέας Μπρετόν

Γραμμή

Και να μάθεις υπάρχουνε χιλιάδες τρόποι αλλά να μπεις έτσι
στα μέλλοντα θέλει ευπιστία

Θέλει να 'χεις γνωρίσει τη Μαρία τη μεγάλη και τη Μαρία τη μικρή
που το ρόδι το βάζουν στο κρεβάτι κι είναι Μάιος πάντα ως το πρωί

Κάπου εκεί πρέπει να 'τανε κι η δική μου Εγγύς Ανατολή επειδή

Και το Ρόδο του Ισπαχάν και τη Φαριζάντ τη φημισμένη που 'χε
από το 'να μέρος τα χρυσά μαλλιά και απ' τ' άλλο τ' ασημένια
μες στην κλειδαρότρυπα τις είχα

Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε
μια δω μια κει κι εγώ το ισορροπούσα

Με λαχτάρα να δω πως το πόδι μεγαλώνει κει που πάει να χωρίσει
απ' τ' άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο
αχινός μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και νεράκι μέντας μου έτρεχε στον
ουρανίσκο άντρας ε μεθαύριο κάποια γνώμη θα 'χα κι εγώ

Κράτει

Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο
σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο:

Η άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι

Πόντισον

Έσκυβα ν' ακούσω μέσα μου

Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε που
δεν ήξεραν τα φούλια κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σαν να είχα αγα-
πηθεί

Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα που σ' έπιανε από τα
ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική του ψίλυθρου τα χνότα και το κά-
τουρο του δέντρου άξαφνα η άλλη όψη

Ριπιδωτός ιωδόκοσμος Κόρες Κυρές η βιόλα η βιενλαβιέλα τα
σπαθιά του Οσμάν και το τρίκλινο του Νικηφόρου

Που και μόνον το παγόνι του έπιανε μια τετραωρία επάνω στα
νερά με τη σούρα εδώ κι εκεί της νεροφίδας

Ή που εάν οσμίζονταν βροχή σε τριών και τεσσάρων ημερών
απόσταση καραδοκούσε ώσπου ο ήχος έπεφτε και τα κουκάκια

Μπλε και ροζ μυριάδες τρόμαζαν κι έτρεμαν

Αλλ' ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή και τότε όλο το
σύδεντρο αγκυροβολούσε.

(........................................................)


Ελύτης


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 05/08/2006, 12:55:46  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΣΤ ΑΧΝΑΡΙΑ ΣΟΥ ΖΩΗ
(εσύ είσαι ο μαγνήτης κι εγώ το μέταλλο)


Να ξετρυπώσω θέλω τ’ αχνάρια σου…
αν θες σε λέω Ζωή, αν θέλεις Κοινωνία…
κι όλα να τα γυρίσω ανάποδα ετούτη τη στιγμή
να σε παρακαλέσω, αν χρειαστεί,
να σκούξω, αν σου ταιριάζει
κι αν θες βροχή να δεις στα μάτια μου και έχεις ξεραθεί,
πάλι θα τα ιδρώσω,
αρκεί ν’ αφήσεις μια φορά τα στήθια σου ν αγγίξω.

Να τα ανοίξω μια φορά και μέσα τους να μπω
κι αν έχεις αίμα, όπως λέν, πρόσωπο και καρδιά,
μία σταγόνα θα γενώ μες στους ωκεανούς σου
και σαν μια φθινοπωρινή βροχή π ακούγεται να κλαίει
μόνο για σε θα τραγουδώ
κι απ τον δικό σου τον πνιγμό τον καθημερινό,
μια ώρα αρχύτερα το δρόμο μου θα βρω.

Είμαστε ετούτη τη στιγμή οι δυο μας μοναχοί
μέσα σ ένα δωμάτιο γιομάτο με κουτιά,
λίγα απ’ αυτά είναι χρήσιμα, τα πιότερα άδεια κι άχρηστα
και πού ’σαι, άραγε, να δεις, μήπως και το ξεχάσω,
μοιάζεις μ αυτά και μάλιστα πολύ, σαν δίδυμη αδερφή,
μυρίζεις κιόλας άσχημα και αποκρουστικά.

Κι όλο σου επιτίθεμαι κι όλο σε προκαλώ
κι αν ήμουν μάγος, φακίρης ή θεός,
θα σ’ έκανα στα πόδια μου έστω για μια φορά,
να σέρνεσαι με την κοιλιά διωγμένη,
άσπονδα κι ανελέητα απ’ το ταγμένο μας παραδεισάκι.

Σε βλέπω, στέκεσαι ωχρή και κλαις θεατρικά,
σα να σ’ ακούω να μου λες λέξεις γλυκές, χαϊδευτικές,
μα δεν καταλαβαίνω,
μοιάζεις, συμπεριφέρεσαι, όπως η μάνα στο παιδί
που ’κανε μια ζημιά, που το φιλά, χαϊδολογά
και που το συμβουλεύει να μην το ξανακάνει,
έτσι που να με πιάνει ένας έξαλλος θυμός,
-από την ειρωνεία σου-και να θαρρώ πως είμαι ξεραμένος
όπως το νέο κλίμα που ζητά να πιει νερό και καρτερά
να ’ρθει μια καταιγίδα καλοκαιρινή,
μα αντί βροχή, φέρνει στο στόμα μου σάλιο πικρό
-τόσο που δεν τ ’αντέχω-
οι πόνοι της ψυχής μου ακόμα κι οι σωματικοί,
-ξέρεις, δικά σου κατασκευάσματα, δικιά σου τακτική-
γίνονται γομολάστιχα και τραβούν στον άμορφο πίνακα
τις χαρακιές του μηδενός

όπως ο δάσκαλος στο μαθητή, που είναι σαν κούτσουρο
οκνηρό και απελέκητο.

Σε πλησιάζω γιατί έτσι τάχτηκε.
Να είσαι εσύ ο μαγνήτης κι εγώ το μέταλλο.

Με έλκεις, ανάθεμά σε, και νομίζω, πολλές φορές,
ότι απλώνεται κάτι μπροστά μου που είναι δικό μου,
για να δω αμέσως τη γενναιοδωρία σου και τη μεγάλη
απλοχεριά της τυραννίας και του σαδισμού σου.

Κι όλο γελάς και χαίρεσαι· χτυπάς, χτυπάς, ξαναχτυπάς
και νιώθω όλα μου τα εξαρτήματα διαλυμένα,
σαν τη μηλιά, που τη χτύπησε κεραυνός.

Και πάλι σε συγχωρώ,είναι κι αυτή μια αδυναμία, βλέπεις,
και προσπαθώ να ξεφύγω από το χάδι του εφιάλτη,
που τις νύχτες μου τον έχω συντροφιά.

Σε ψηλαφίζω, όπως ο νέος ψαχουλεύει τα παρθένα
στήθια της αγαπημένης του, κι ανάβουνε και οι δυο
απ’ τον μαγευτικό καύσωνα του έρωτα
και ένας οίστρος καθηλώνει και διαλύει
την αδύναμη ύπαρξή μου,
όπως τα κύματα στα μεράκια τους συντρίβουν τη βάρκα,
για να τη βγάλουν κάποιοι άλλοι υπηρέτες της στην άμμο.

Τραβώ την άυλη κουρτίνα,
τη γιομάτη μπογιές και μασκαραλίκια που φοράς,
την κάνω πέρα, για να δω τον κόσμο και το θέατρο
και αμέσως μία άλλη από βελούδο,
μετάξι και με χρυσά κρόσσια
παρουσιάζεται περήφανη στεφανωμένη με κείνο
το απλησίαστο «Εγώ» σου
και οι καλλιτέχνες ετοιμάζονται να παίξουν τους ρόλους τους,
που δεν έχουν καμία διαφορά από τους κλόουν
στο τσίρκο, που παριστάνουν τις μαϊμούδες,
κάνοντας κωλοτούμπες να βγάλουν το ψωμί τους
δείχνοντας τα κόκκινα μεριά τους.

Ντυμένος ο τόπος της παράστασης κατά πώς ταιριάζει:
προβολείς από πάνω, προβολείς από κάτω,
στημένοι σε ψεύτικα πόδια και από πάνω τους
οι γλόμποι να γυαλίζουν απ’ την ακτινοβολία
οι φαλάκρες τους,
λες και καταυγάζονται με εξωγήινο φως.

Κι όταν καμιά φορά βραχυκυκλώνονται τα σύρματα
και γίνεται σκότος,
μοιάζουν σαν βιδωμένα κοκαλόδοντα σε μασέλες
που χορεύουν κροταλίζοντας το χορό της ανθρώπινης
ρητορείας ή σαν γύπες πάνω σε γυρτά παλούκια,
τα αργοκαμένα απ’ την ανάσα της ερήμου
και του χαμηλού ήλιου
και καραδοκώντας να περάσει μια εξαντλημένη καμήλα
για να επιτεθούν.

Τραβώ ακόμα μια φορά, προς την άλλη μεριά,
την άυλη κουρτίνα και πίσω της ένας άσπρος μπερντές
που χαζομοιάζει με σεντόνι ξεθωριασμένο.

Οι λαμπάδες χύνουν το λιτό φως,
που μοιάζει χλωμός ήλιος την ώρα που αγωνίζεται
να σκαρφαλώσει το θαμπό ουρανίσκο του σκοταδιού
και δείχνει να ’ναι νεκροταφείο ήσυχο,
ήρεμο και απομακρυσμένο απ’ τους βραχυκυκλωμένους καλλιτέχνες.

Να παίζουν μουσική με λαούτο, βιολί και με τραγούδια
και οι καραγκιοζοπαίχτες να θυμίζουν
παίζοντας και το ρόλο του λιτού σωσία
και να αντιπαραθέτουν στην τρύπια τους κουρελού,
που στα βασανισμένα πόδια τους σέρνεται,
την πλούσια εγκατάλειψη και άφορη ειρωνεία
και με αγωνία να κρατούν τα λιγοστά και ακριβά αγαθά
που απόμειναν απ’ την θεομηνία σου,
μοιάζοντας μάλιστα πολλές φορές με το σκύλο που τρέχει
απεγνωσμένος να σώσει ό,τι μπορεί από αρνάκια,
στη μεγάλη μεσονύκτια επίθεση των λύκων.

Κλείνω τις κουρτίνες τρομαγμένος.
Αλλα περίμενα να δω, άλλα είδα.
Σε νιώθω εδώ κοντά μου και η ανάπνα σου βρώμικη
και αποπνικτική απλώθηκε παντού.

Πάλι θυμώνω
κι όλο σε αναζητώ και απορίες μου γεμίζουν το μυαλό.

Σε θωρώ σαν τη νεράιδα του παραμυθιού
που έχει μακριά μαλλιά κι εγώ να έχω πέσει κάτω,
στα βάραθρα του πύργου και όλο να σε φωνάζω.
Ασπρη, σου λέω, είσαι σαν το γάλα, κόκκινη σαν το μήλο,
το φρύδι κορακίσιο, την ομορφιά σου
-που περνά κι εκείνη των αγγέλων-
τη ζήλεψαν όλοι οι θεοί,
η απλοχεριά σου χύνεται σαν λάβα στους πυρωμένους δρόμους, στους κάμπους, στις θάλασσες
και στους ωκεανούς, περνάει και ξεχύνεται σε πολιτείες
και σ’ όλα τα χωριά
και πάνω στα μαλλιά σου, που είναι κυματιστά,
σπάζουν, πριχού αρχίσουν να πρήζονται του νέου
αγράμπελου άγουροι μαστοί
και κείνες σαν χρυσόχλομες του ήλιου οι ματιές,
παράξενα θολώνουν στου κάλλους σου ομορφιά
και απ’ το στραφτάλισμά σου,
κι εγώ να σε κράζω, να σε κράζω
ρίξε μου τα σε παρακαλώ, ν’ ανέβω, να σωθώ.

Χαμογελάς, σκύβεις να δεις και όλα χάνονται με μιας,
παίρνεις άλλη μορφή, που ξεπερνάς όλων των εποχών
τις μάγισσες, τα τέρατα, τους δράκους
κι όλο γελάς, γελάς, αχ!
Αχ! Και να ξερες, ότι ξεπέρασες και τον πιο τελευταίο σκλάβο, που πάντα είχε μέσα του της λευτεριάς πνοή,
μα εσύ όλα τα ξέχασες, απ την υποταγή.

Γιατί τάχα να είναι έτσι;

Πνίγομαι στους παραλληλισμούς και στους συλλογισμούς,
στοχάζομαι καμιά φορά και μοιάζω το φαντάρο,
που ξέχασε το όπλο του πριν πάει στη σκοπιά,
και πάλι σε συγχωρώ.

Σου δίνω μορφή, μου έμαθες εσύ, σε κάνω μάνα, πατέρα,
γυναίκα, παιδί, σε φωνάζω παππού,
προσπαθώ ν ανέβω στο δικό σου επίπεδο,
σ αυτό που παλιά αχνοπρόβαλε γεμάτο αγάπη, αρετή
κι αυτό που αντικαταστάθηκε από κάτι χειρότερο
κι απ’ την προπατορική αμαρτία,
εκείνη που φοβήθηκε ο Θεός και έδιωξε.

Σε ονομάζω προπάππου, προγιαγιά, γυρνώ πολύ πίσω,
κάπου σε συναντώ, σαν ένα λιόγερμα του ουρανού,
με ένα πρόσωπο ήρεμο και πράο
κι εκεί άρχισαν οι ορέξεις των μακελάρηδων
να διευρύνονται και να ετοιμάζονται για τη μεγάλη σφαγή
κι εκεί, σαν αστραπή χάνεσαι ξαφνικά
στους όμορφους ορίζοντες του Σύμπαντος.

Πάλι ξαναγυρνώ, σε κάνω εγγονή,
θέλω να σε δω και δισέγγονη,
φεύγει η ψυχή, γίνεται πουλί με άυλα φτερά,
πλανιέται και πάλλεται στην απεραντοσύνη,
προσπαθώ να δω σε μια φλογισμένη ανατολή
στο πρόσωπό σου τυχόν αλλαγή,
τα σύννεφα χοντρά, σαν καρβέλια φουσκωτά,
ρίχνουν λυσσαλέα και καταδιωκτικά ραπίσματα,
γυρνώ πάλι εδώ, αυτή τη στιγμή που είμαστε μαζί,
εγώ κι εσύ.

Πέρασε το ταξίδι μου μεταξύ σφύρας και άκκμωνος,
η καρδιά μου χτυπά σαν αραβικό ταμπούρλο,
ιδρώτας, διέγερση και κάποιος πανικός,
πρώτη μου φορά νιώθω έτσι,πέρασα τον αντιπερισπασμό,
γλιτώνω από αφύσικο πνιγμό και αναρωτιέμαι
για άλλη μια φορά αν όλα αυτά που νιώθω,
είναι πραγματικά.

Ολα αυτά και άλλα πολλά έχουνε όγκοι μαζευτεί,
μοιάζουν πολλές φορές σαν φαλακρά βουνά,
που μέσα στα στήθια τους, όταν ανακατεύονται,
καθώς βρυχιούνται ξερνάνε πυρκαγιά.

Λογικεύτηκα και είδα πως είναι πιο εύκολο να δω
τον ήλιο σαν σμάλτινη πανσέληνο
ή να του ζητήσω ν αλλάξει πορεία ή τ αστέρια να πέσουν να πνιγούν σ ανθρώπινη λησμονιά,
παρά να σε φέρω στα νερά μου.

Ξέρασα ωστόσο κι εγώ με σιωπηλή συγκίνηση
και απόβαλα από μέσα μου ξόρκια και δεινά
και αρχίζω πάλι να σε θαυμάζω,
ίσως για μια ακόμα φορά, δίνοντας μια ευχή!

Ενα πουλί ήρθε και στάθηκε στο ανοιχτό παράθυρο
με τις μαζεμένες κουρτίνες.

Από κει που μπορείς να δεις καθαρά τον κόσμο,
την πρόοδό του, τον πολιτισμό του, ενσωματωμένο πιστά
στα κοινωνικά λειτουργήματα και διατάξεις,
αυτές που υπαγορεύονται και επιβάλλονται, να πάλλονται
κι αυτές μέσα στο στρόβιλο της κάθε μιας καταιγίδας,
εκείνων που δεν πέφτουν από πάνω, αλλά αντίστροφα.

Λάλησε μια φορά το πουλί στη γλώσσα του
και πέταξε τρομαγμένο,
την ώρα που τραβούσα να κλείσω καλά

τις ανοιχτές κουρτίνες του θεάτρου.


(Από την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Β. Φ.)


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 19/08/2006, 11:06:54  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Yπάρχουμε... Συνυπάρχουμε;

Tο φανταστικό ημερολόγιο ενός παιδιού



«Δεν γνωρίζω από πού κατάγομαι ακριβώς. H μάνα μου κατάγεται από τη Μολδαβία. Εγώ μπήκα στην κοιλιά της στη Βουλγαρία. Δεν ξέρω ποιος είναι ο πατέρας μου. Ξέρω ότι η μάνα μου ήθελε να φύγει από την πατρίδα της πάση θυσία. Στο σπίτι της υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Υπήρχε και ένας άνδρας που ήταν άνεργος, μεθούσε και την έδερνε αλύπητα. Ήταν ο πατέρας της. Ένα πρωινό η μάνα μου μάζεψε τα ρούχα της και έφυγε. Ήταν μόνο δεκαεπτά χρόνων...

***

Πήγε στη Μόσχα, όπου έμενε σε μια ξαδέλφη της, προσπαθώντας να βρει δουλειά. H μάνα μου δούλεψε κάποιες εβδομάδες καθαρίζοντας το σπίτι ενός πλούσιου κυρίου. Μια μέρα όμως στο σπίτι ήρθε η αστυνομία και έπιασε το αφεντικό της.

H μάνα μου έμαθε πως αυτός είχε κάνει πολλά χρήματα στέλνοντας κάποιες σακούλες με άσπρη σκόνη σε όλα τα μέρη του κόσμου και ειδικά στην Ευρώπη.

Εκείνος κατέληξε στη φυλακή, ενώ η μάνα μου έμεινε χωρίς δουλειά.

Μια μέρα, η ξαδέλφη της τής είπε ότι έχει βρει μια καλή ευκαιρία για δουλειά και χρήματα, αλλά έπρεπε να πάνε μακριά, σε μια χώρα που την έλεγαν Ελλάδα.

***

Έτσι ένα πρωινό, σαν εκείνο που είχε φύγει από το σπίτι της, η μάνα μου, η ξαδέλφη της και άλλα κορίτσια ξεκίνησαν για την Ελλάδα. Δεν ξέρω με τι ταξίδεψαν. Δεν ξέρω πού βρήκαν τα χρήματα για τα εισιτήρια. Ξέρω ότι τα συνόδευε ένας κύριος που τα είχε κανονίσει όλα. Πριν φθάσουν στην Ελλάδα, η μάνα μου και τα κορίτσια πήγαν στη Βουλγαρία. Εκεί τα έκλεισαν σε ένα σπίτι σαν αποθήκη. Ο κύριος που τα συνόδευσε ξαφνικά έγινε κακός, περίπου σαν τον πατέρα τής μάνας μου. Δεν της έδινε φαγητό, την έδερνε και την απειλούσε πως θα τη γυρίσει πίσω στον πατέρα της. Από ό,τι έχω καταλάβει, σε εκείνη την αποθήκη μπήκα εγώ στην κοιλιά της μάνας μου...

***

H μάνα μου στην αρχή δεν με ήθελε. Ήθελε να με πουλήσει στην Ελλάδα. Κάτι πήγε στραβά όμως και στο τέλος δεν με πούλησε. Έτσι εγώ έμεινα με τη μάνα μου και όχι με κάποια άλλη μάνα. Δεν ξέρω εάν αυτό είναι καλύτερο ή χειρότερο. Δεν θυμάμαι πώς μεγάλωσα ακριβώς. Θυμάμαι μόνο που η μάνα μου έμεινε σε ένα δωμάτιο με άλλα κορίτσια. Έφευγε το πρωί και επέστρεφε το βράδυ πολύ κουρασμένη. Θυμάμαι πως μόνο τις Κυριακές με έπαιρνε μαζί της, σε μια μεγάλη Πλατεία και μου αγόραζε σοκολάτες. Μία από αυτές τις Κυριακές μάς σταμάτησε η Αστυνομία. Ζήτησαν τα χαρτιά της μάνας μου. Εκείνη δεν είχε. Μετά, μας έβαλαν σε ένα μικρό αυτοκίνητο, μας έκαναν μια βόλτα και μας έκλεισαν σε ένα μέρος όπου υπήρχαν κάποια δωμάτια με σίδερα. Έμαθα πως αυτό το μέρος το λένε Αμυγδαλέζα. Εδώ υπάρχουν πολλές γυναίκες σαν τη μάνα μου και πολλά παιδιά. Οι γυναίκες μένουν πολλές μαζί σε ένα δωμάτιο και τσακώνονται μεταξύ τους. Το ίδιο και τα παιδιά. Εγώ πάντως δεν τσακώνομαι με κανέναν. Μόνο καμια φορά κλαίω και λέω πως μου λείπει η μάνα μου. Γιατί μου λείπει. Οι αστυνομικοί τη μάνα μου τη φωνάζουν "πουτάνα", ενώ έναν κύριο που έρχεται και την βλέπει τον φωνάζουν "ο γκόμενός της". Σε αυτό το μέρος το φαγητό είναι λίγο, το νερό είναι κρύο και δεν βλέπουμε ποτέ τον ήλιο. Είναι χειρότερο και από το δωμάτιο όπου ζούσαμε και εγώ δεν ξέρω τι θα απογίνουμε εγώ και η μάνα μου. Περιμένω, περιμένουμε...


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 19/08/2006, 11:15:31  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Η Καλημέρα

Αναρωτιέμαι, ειλικρινά,
Τι κάναμε εσύ κι εγώ πριν ερωτευτούμε.
Δεν είχαμε, άραγε, απογαλακτιστεί ακόμη,
Αλλά βυζαίναμε παιδιάστικα τις χαρές της εξοχής;
Ή φρουμάζαμε στη σπηλιά του ύπνου του βαθύ;
Έτσι ήταν. Όλες οι χαρές πριν απ’ αυτήν
Ήταν ψευδαισθήσεις.
Όποια ομορφιά ποτέ κι αν είδα, πόθησα και πήρα,
Δεν ήταν παρά όνειρο, σκιά δική σου.

Και τώρα, καλημέρα στις ψυχές μας που ξυπνάνε
Και που από φόβο δεν γυρνούν να κοιταχτούν.
Γιατί ο έρωτας μας κάνει να αγαπάμε κάθε θέα
Κι ένα μικρό δωμάτιο το κάνει σύμπαν.
Ας παν' σε νέους κόσμους οι θαλασσοπόροι
Ας δείχνουν τόσους κόσμους όλοι οι χάρτες
Εμείς θα κρατήσουμε το δικό μας κόσμο.
Καθένας έχει έναν κι είναι ένας.

Το πρόσωπό μου φαίνεται στα μάτια σου,το δικό σου στα δικά μου
Και στα πρόσωπα φαίνονται οι αληθινές καρδιές.
Πού θα βρούμε δυο καλύτερα ημισφαίρια
Χωρίς δριμύ βορρά, χωρίς τη δύση;
Ό,τι πεθαίνει δεν είχε αναμιχθεί σωστά.
Αν οι δυο έρωτές μας είναι ένα
Ή αν εσύ κι εγώ με την ίδια ένταση αγαπιόμαστε,
Τίποτε δεν πεθαίνει.

John Donne (1572-1631)


Μετάφραση: cyrusgeo 26 Μαρτίου 2006



"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius


Edited by - lorenzo on 19/08/2006 11:18:01Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 20/08/2006, 10:23:27  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


Eνα Bλεμμα,

Ποια προσμονή φέρνουν οξύτερη οι γιορτές; Πάνω απ’ όλα θα έβαζα τον χρόνο. Τον χρόνο της σχόλης, τον χρόνο των επισκέψεων και των τραπεζωμάτων, τον χρόνο που παγώνει για λίγο και αργοκυλάει και σταλάζει σε καναπέδες και φορτωμένες ροτόντες, σε καφενεία και φωτεινούς πεζοδρόμους, που καθυστερεί γενναιόδωρα ακόμη και σε πολύβουα γραφεία όταν με σηκωμένα μανίκια οι χαρτογιακάδες προσομοιώνουν ένα τσούγκρισμα με το κύπελλο του βιαστικού ουίσκι και ανταλλάσσουν ευχές. Είναι ειλικρινείς.

Πώς συναρπάζουν αυτές οι ξεχειλωμένες ώρες, όταν όλα διαστέλλονται εντός τους: οι προσδοκίες, η κούραση, οι ψευδαισθήσεις, η ακατακρισία, η μελαγχολία, οι ψυχροί απολογισμοί, η θυμόσοφη διάθεση. Στην εσχατιά του έτους όλα επιμηκύνονται, αποπνέουν άλλο νόημα.

Και το παράδοξο: μέσα στον διεσταλμένο χρόνο, ο στοχασμός ακριβώς του χρόνου είναι πιο επίπονος… Αιωρούμενος μέσα στην αλλόκοτη αυτή φυσαλίδα, αναλογίζεσαι πόσος χρόνος σού λείπει, πόσο στριμώχνεσαι καθημερινά, πόσο γρήγορα κυλάει η ζωή μες στις ελλείψεις και τις αναβολές, πώς διαφεύγει γλιστερή και επείγουσα. Αμείλικτη.

Χρόνο ζητάμε και χρόνο χαρίζουμε σε όσους αγαπάμε. Πεντάλεπτα τηλεφωνήματα σε μακρινούς γονείς, αποκαρωμένα μοιράσματα σιωπών το μεσονύχτι, αισθητικά σχόλια πεταχτά στο φουαγιέ, ανταλλαγή θερμών κοινοτοπιών στο κινητό, ωφέλιμες ασυναρτησίες πάνω από έναν καφέ στο όρθιο, ένα απρόοπτο πρωινό με την αναδυόμενη γενιά.

Ο ψυχωφέλιμος χρόνος, ο απολύτως ζωτικός, στριμώχνεται σε έκτακτα μεσοδιαστήματα, σε φτενά ένθετα. Ο πολύς χρόνος ρουφιέται από την ανάγκη, τη ρουτίνα, τον μόχθο, την υποταγή. Είσαι ένα κλαράκι, μπορεί κομψό, κι ανθεκτικό ίσως, μα κλαράκι – και αρμενίζεις ανέλεγκτο στα νερά του ποταμού. Οσο πιο νέος, τόσο πιο χαρίεν το κλαράκι, τόσο πιο παιγνιώδες το αρμένισμα, οι πτώσεις στον καταρράκτη, οι προσκρούσεις στις όχθες. Οσο μεγαλώνεις, οι πτώσεις πονάνε, δυσκολεύεσαι να κρατήσεις το κεφάλι έξω απ’ το νερό, η ανάσα λιγοστεύει. Το ποτάμι, θολό. Το ποτάμι, ο χρόνος. Σε διαπερνά το πέρας, αισθάνεσαι ότι η ροή κάπου τελειώνει για σένα, σε περιμένει η εκβολή, στο σχεδόν ορατό βάθος περιμένει η θάλασσα. Μια χάντρα πέφτει. Μια χρονιά. Αχνολαχταράς ότι η χάντρα που έρχεται δεν θα μοιάζει με την προηγούμενη. Γνωρίζεις όμως κιόλας ότι θα μοιάζει. Οι μέρες ίδιες θα κυλούν, το βάρος τους θ’ αυξάνει. Είπαμε δα: ο χρόνος μάς κάνει σοφότερους, πιο κυνικούς, και από μια χάντρα πιο ευάλωτους. Η σοφία των ουλών.

Κοιτάς γύρω. Ο χρόνος είναι λιγοστός για τους περισσότερους που ξέρεις. Παραπονιούνται. Φταίει η εποχή, η παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα, ο μητροπολιτισμός, το άξενο άστυ. Ναι. Αλλά μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας έξω από αυτήν την τερατώδη σύμφραση; Χωρίς αυτοκινητοδρόμους και ακαριαίες τηλεπικοινωνίες, χωρίς αυτοματισμούς και ηλεκτρικά facilities, χωρίς νεοευμάρεια και μικροευκολίες; Μπορούμε να σκεφτούμε τους εαυτούς μας σήμερα σε υλικοτεχνικό περιβάλλον του ’60, του ’70, του ’80 ακόμη; Μπορούμε να διανοηθούμε να ζούμε τώρα με την τότε αίσθηση χρόνου, με την τότε πλησμονή του χρόνου; Δεν μπορούμε. Είμαστε το παρόν μας. Το παρελθόν, ακόμη κι αν το κρατάμε στη μνήμη μας, είναι στάχτη.

Τώρα ο χρόνος είναι συμπιεσμένος. Τον λένε και πυκνό και γρήγορο – ας το δεχτούμε. Ομως πόση πύκνωση, πόση ταχύτητα, πόση συμπίεση να αντέξει η περατή μας η ζωή; Πόσο να συμπυκνώσουμε τις εμπειρίες, να στριμώξουμε αισθήματα, όνειρα, ομιλίες, παραμιλητά; Πώς να καταργήσουμε το χάσιμο, το άδειασμα, το χασομέρι, τη φυγή; Πώς να χτίσεις τη ζωή χωρίς κρίσιμα κενά, δίχως διαφυγές; Δεν ζεις χωρίς διάκενα, χωρίς άδειο χρόνο.

Τώρα, αυτό είναι το άλγος: δεν έχεις κενό, δεν έχεις άδειο χρόνο, δεν έχεις χώρο να χαθείς. Ο ωφελιμιστικός βίος σε τραβάει απ’ το μανίκι, σου σφίγγει τα σπλάχνα, κι εσύ ψελλίζεις δικαιολογίες στο τηλέφωνο, κρύβεσαι από φίλους, κρύβεσαι από τον αλήτη βίο, κυνηγημένος από τον μόχθο και τον υπόδουλο εαυτό.

Κοιμάσαι βαριά, ανονείρευτα. Ξυπνάς από κράμπες. Ενα πρωί ξύπνησες από όνειρο: έπεφτε το ασανσέρ σε κτίριο γραφείων και ήσουν μόνος μέσα. Στα όνειρα τα ασανσέρ πέφτουν αργά, κι έτσι είχες τον χρόνο να σκεφτείς ότι δεν θα πάθεις τίποτε, στον πυθμένα υπάρχει αμορτισέρ. Ομως τινάχτηκες. Ανακατεμένος στα σεντόνια θυμήθηκες την παλαιά πολύτιμη στάχτη, το όνειρο το πιο αγαπημένο: όταν πετούσες κι έβλεπες τα κτίρια από πάνω κι έδινες ώθηση και μαλακά βρισκόσουν στα ψηλά. Αυτό το όνειρο έρχεται ακόμη.


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

nst
ΜΕΛΟΣ "Forums ESOTERICA"

Greece
2538 Μηνύματα
Απεστάλη: 21/08/2006, 00:15:45  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους nst  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
Ανακατεμένος στα σεντόνια θυμήθηκες την παλαιά πολύτιμη στάχτη, το όνειρο το πιο αγαπημένο: όταν πετούσες κι έβλεπες τα κτίρια από πάνω κι έδινες ώθηση και μαλακά βρισκόσουν στα ψηλά. Αυτό το όνειρο έρχεται ακόμη.
Κλέφτες των ονείρων...και νόμιζα οτι οι πτήσεις ήταν η ειδικότης μου...χέρια ανοιχτά ως φτερά, ύψος και ταχύτης ελεγχόμενη...
Ενα αεράκι χωρίς άνεμο, και μια μοναχικότητα γεμάτη,
Κάποιοι το '' μετέφρασαν'' ως τάσεις φυγής απο την πραγματικότητα,
μην τούς πιστεύεις, ζηλεύουν ίσως και παρακαλάνε πότε θα ξανασυμβεί...

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 21/08/2006, 22:42:54  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)

Ακόμα συνηθίζω να στέκομαι σε ένα ψηλό σημείο και θα παρατηρώ τους άλλους, ίσως και σε κάποια πλατεία ή σε ένα μπαράκι ή σε μια συγκέντρωση ή σε μια επίσκεψη..
Βλέπεις δεν με ενθουσιάζει το αντικείμενο που παρατηρώ αλλά οι αλγόριθμοι και οι διαδικασίες που εκτελούνται από αυτό σε καθημερινή και εβδομαδιαία βάση.

Εμείς είμαστε οι παρατηρητές και οι άλλοι το παρατηρούμενο,

το Ύψος που πρέπει να σταθείς ώστε να δεις ..
Όχι τους άλλους αλλά το..
Τι κυνηγούν και Τι προστάζονται να κάνουν
Την Ρουτίνα πίσω από τη Ζωή,
την Αλήθεια πίσω από τη Μάσκα,
την Πραγματικότητα πίσω από τη Φαντασία,
το Μυαλό πίσω από το Μάτι,
το Εγώ πίσω από το Είμαι,
τη Συνείδηση πίσω από την Επιλογή,
Εμένα μέσα από Εσένα,
τα Πάντα μέσα από Εμένα.

Μόνο αν μάθεις Ποιος Είσαι θα διώξεις Εμάς από Εσένα,
μόνο αν μάθεις Τι Είσαι θα γίνεις σαν Εμάς..

Ποιοι Είμαστε Εμείς;

Όλοι Αυτοί που Δεν Είναι οι Άλλοι….

.......

τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι Θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ ένα ίσκιο πλάγιασε σα να είταν πλάσμα ατόφιο
κι’ εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια

.......

για ’ένα λινό πουκάμισο για μια νεφέλη
μιάς πεταλούδας τίναγμα, το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη.

Καλή σου νύχτα γλυκιά μου Ε....

Είμαι καλά


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius


Edited by - lorenzo on 21/08/2006 23:06:34

Edited by - lorenzo on 21/08/2006 23:16:25Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 29/08/2006, 11:08:43  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


Αυτό που με πονά τις νύχτες και με εξαντλεί όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι, το ανακάλυψα μόλις λίγο καιρό πριν, στον καθρέφτη του μπάνιου. Μια αόρατη στους άλλους, αλλά ορατή σε εμένα, τεράστια γρατζουνιά. Ξεκινά από το πίσω μέρος του λαιμού και καταλήγει στο τέλος της ραχοκοκκαλιάς.

Είναι λιγότερο κόκκινη στην αρχή της και όσο κατεβαίνει παίρνει ένα πορφυρό έντονο χρώμα.

Είναι η γρατζουνιά της μοναξιάς μου, γιατί μετά από κάθε "αναχώρηση" δική μου ή κάποιου άλλου, η υπάρξή της πάνω στην πλάτη μου μεγαλώνει ακόμα μερικά εκατοστά.

Πολλές φορές, στις βραδινές μου βόλτες, την νοιώθω να με «τραβάει».
Είναι όταν κοιτάζω τα φτηνά ξενοδοχεία γύρω από την Ομόνοια , όταν τυχαία κάποιος μου ζητήσει τσιγάρο ή αναπτήρα και ξέρω ότι στην πραγματικότητα έχει διάθεση για κουβέντα γιατί μπορεί να έχει να μιλήσει και καμιά βδομάδα με άνθρωπο, όταν βλέπω διάφορους τύπους να κοιμούνται στα παγκάκια, όταν γράφω μηνύματα στο κινητό και μετά αντί να στα στείλω, τα αποθηκεύω και τα έχω να τα διαβάζω εγώ αντί αυτός/η στον οποίο απευθύνονται, όταν θέλω να σου πω μα δεν σου λέω, όταν δεν μπορώ να σηκώσω το γαμημένο το τηλέφωνο να σε πάρω, έτσι χωρίς λόγο, όταν ακούω από διάφορους αυτό το πρέπει – τι θα πει πρέπει, δεν αντέχω τα πρέπει- όταν μετράω τις ώρες που είμαστε μαζί και ξέρω ότι αυτό είναι, τόσο χώρο μπορώ να πιάσω στην ζωή σου, δεν έχει άλλο, όταν νοιώθω ενοχές που σου δημιουργώ ενοχές για αυτό που αισθάνομαι, όταν ξέρω ότι θα σε χάσω ακριβώς γι'αυτό. Γι'αυτό που αισθάνομαι.
Όταν μου λες ότι δεν σε αφήνω να πετάξεις, όταν δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό, όταν βραδιάζει και έχω να αντιμετωπίσω ολόκληρη νύχτα που έρχεται πλήρως εξοπλισμένη καταπάνω μου.

Όταν με ψάχνουν οι φίλοι μου στις 5 το πρωί χτυπώντας κουδούνια, να δουν αν είμαι καλά, όταν δεν έχω την δύναμη να τους το ανταποδώσω, κι αντ’αυτού δεν σηκώνω τηλέφωνα, δεν απαντάω πουθενά, χάνομαι για μέρες, φέρομαι εγωιστικά και πολύ φτηνά με το να επιλέγω ποιόν θα δω, πότε και που, γιατί τώρα, αυτόν τον καιρό, οι άμυνές μου είναι ανύπαρκτες, όπως και οι αντοχές μου.


Κουράστηκα να μεταφράζω από Ελληνικά σε Ελληνικά. Κουράστηκα να ακούω ότι δραματοποιώ την ζωή μου, ότι κλαίγομαι, χωρίς αυτοί που το λένε να ξέρουν ούτε το ένα εκατομμυριοστό από μένα. Να στηρίζονται μόνο σε δέκα γραπτά που γράφονται συγκεκριμένη στιγμή, για συγκεκριμένους λόγους.
Κουράστηκα να πνίγω το μέσα μου αντί να το αφήνω να πετάξει ελεύθερο, αφού ξέρω ότι έχω κάτι όμορφο εκεί, που λάμπει μα φοβίζει τους ανθρώπους και τους διώχνει μακριά μου,
-συγνώμη, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να κατανοήσω πως, κάτι όμορφο κάνει τους άλλους να φεύγουν- κουράστηκα να πρέπει να αποδυκνείω συνέχεια τον λόγο της ύπαρξής μου.

Το μόνο που θέλω τώρα, είναι να με σκεπάσεις και να μου χαιδεύεις την γρατζουνιά μου μέχρι να κοιμηθώ.

Τίποτα άλλο. Τίποτα απολύτως...

by Xνούδι


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

nst
ΜΕΛΟΣ "Forums ESOTERICA"

Greece
2538 Μηνύματα
Απεστάλη: 29/08/2006, 14:03:57  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους nst  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
quote:
Κουράστηκα να πνίγω το μέσα μου αντί να το αφήνω να πετάξει ελεύθερο, αφού ξέρω ότι έχω κάτι όμορφο εκεί, που λάμπει μα φοβίζει τους ανθρώπους και τους διώχνει μακριά μου,

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

galazia_sfaira
Μέλος 3ης Βαθμίδας

Greece
544 Μηνύματα
Απεστάλη: 29/08/2006, 14:11:17  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους galazia_sfaira  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
-Τι χρώμα έχει η λύπη; ρώτησε τ'αστεράκι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά.Δεν άκουσες; Σε ρώτησα,τι χρώμα έχει η λύπη;
-Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στην αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλέ.
-Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
-Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
-Τι χρώμα έχει η χαρά;
-Το χρώμα του μεσημεριού,αστεράκι μου.
-Και η μοναξιά;
-Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
-Τι όμορφα που είναι τα χρώματα!Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο να το ρίχνεις πάνω σου όταν κρυώνεις.
Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράχτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
-Και η αγάπη; ξέχασα να σε ρωτήσω,τι χρώμα έχει η αγάπη.
-...Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού,απάντησε το δέντρο.
-Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
-Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού όταν είναι πανσέληνος.
-Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τ'αστέρι...Κοίταξε μακρυά στο κενο...Και δάκρυσε...

...-Ποιός είναι ο δυνατός;ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.
- Αυτός που περπατάει μέσα στη νύχτα μόνος του.Κι όμως φοβάται τόσο το σκοτάδι.Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους. Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους. Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες. Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή, μέσα σ'αυτό το χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.
αλκυόνη παπαδάκη

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

lorenzo
Πλήρες Μέλος


1432 Μηνύματα
Απεστάλη: 14/09/2006, 16:00:57  Εμφάνιση Προφίλ  Επισκεφθείτε την Προσωπική Σελίδα του Μέλους lorenzo  Απάντηση με Παραπομπή (Quote)


«Οι πιο ανώφελες (και σικέ) μάχες που δίνει ο άνθρωπος είναι τρεις: η μάχη με τον εαυτό του, η μάχη με το χρόνο και η μάχη με το θάνατο (και το φόβο που γεννάει). Μάχες ανούσιες, αυτοκαταστροφικές που σε οδηγούν σε φυλακές, νοητικές και ψυχικές». Χαμηλώνω το βλέμμα από συστολή και από χαρά μπρος σ' ένα πλάσμα με πρόθυμα αυτιά και ανοιχτά (όμορφα) μάτια. Είμαι χαρούμενος, συνειδητοποίησα (ελπίζω όχι αργά) το φορτίο των ανώφελων μαχών που σου κρύβει το φως, σε κάνει να νιώθεις μικρός και λίγος, σε απομακρύνει από τα σημαντικά και τα μικρά, σου κλέβει (ξεδιάντροπα και οριστικά) τις λεπτομέρειες που κάνουν τις εικόνες (που σου φανερώνονται) ενδιαφέρουσες, τους ανθρώπους που σε αγγίζουν μοναδικούς και την κάθε στιγμή που σε προσπερνά όμορφη.

*Στόχος πρώτος: «Δεν θα 'θελα να είμαι κάποιος άλλος». Ραγδαία γίνεσαι λιγότερο άνθρωπος όταν δυσανασχετείς με αυτό που είσαι προορισμένος να ζήσεις μαζί του: το εγώ σου, με ό,τι κλείνει μέσα του, αυτά που έζησες, αυτά που ένιωσες, ό,τι πόθησες, ό,τι φοβήθηκες και ό,τι αγνόησες γυρίζοντας (ίσως και από αδυναμία) την πλάτη σου.

Να αντιπαλέψεις αυτό που είσαι, να καταστρώσεις σχέδια για να τινάξεις στον αέρα το δυνάστη εαυτό σου, να φτερουγίζει το πληγωμένο σου μυαλό σε φαντασιακά ιδανικά τοπία και όταν οι δυνάμεις σου θα έχουν εξαντληθεί, τα βέλη που έστρεψες προς τα μέσα γίνουν σωροί από σκουπίδια που σαπίζουν στον ήλιο και την υγρασία, τότε να νιώσεις ότι δεν είσαι εσύ αυτός που θα σε νικήσει, είναι οι απέναντι, λίγοι «εκλεκτοί» που σε κοιτάζουν να σπαράζεις, μη τους κάνεις τη χάρη, μη!

* Στόχος δεύτερος: «Σπάστε τα ρολόγια». Οταν κάποια στιγμή λαχανιασμένος μετά το κυνηγητό με το χρόνο κάτσεις στη δροσερή γη και στρέψεις τα μάτια σου στα σύννεφα που περνάνε (σχηματίζοντας στο παιχνίδισμά τους γλυκές μορφές) θα καταλάβεις ότι η κούρσα του χρόνου είναι μια κούρσα που ποτέ δεν έπρεπε να κάνεις. Δεν έπρεπε να ξοδέψεις και να ξοδευτείς για να νικήσεις τον ατρόμητο χρόνο αντί να τον κάνεις «φίλο», να πορευτείς μαζί του με τα πλούτη που κάθε μια νεαρή στιγμή του φέρνει, να απελευθερώσεις το μυαλό και το βλέμμα σου που υπνωτίστηκαν από τη δύναμη του χρόνου και να τα στρέψεις στον ουρανό, τον ορίζοντα, το κοντινό (μικρό) σύμπαν και το άπειρο, να ζήσεις ελεύθερος και χαμογελαστός.

* Στόχος τρίτος: «Δεν φοβάμαι το τέλος». Και τέλος, αυτός ο σικέ αγώνας με το θάνατο, ο φόβος και το άγνωστο που σε τυλίγουν στη σκέψη του, η διαχείριση του φόβου από κάθε λογής θρησκείες και φιλοσοφίες που σου υπόσχονται τη σωτηρία από τη δυναστεία του. Και συ ιδιοτελής και φοβισμένος, λυπημένος που είσαι άτρωτος έτοιμος να θυσιάσεις την ανθρώπινή σου φύση, να πονέσεις, να ταπεινώσεις και να ταπεινωθείς για να σωθείς από τη δίνη του ή για να σώσεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Αντί να αφεθείς και όταν η κοσμική σπείρα σε ρουφήξει χαρούμενος να κάνεις τις καλύτερες φιγούρες, τα πιο τρελά σάλτα στο μεταφυσικό αέρα που σε οδηγεί στο οριστικό, τούμπες που θα ζήλευε και ο πιο καλός ακροβάτης. Οταν έρθει και σου χτυπήσει το ώμο φιλικά, να ξεκινήσεις αβίαστα να ζήσεις το τέλος μια και μόνο φορά, όχι χίλιες φορές, όχι τόσες όσες η ύλη και το σώμα (που έμαθαν να σε κολακεύουν) σου υπενθυμίζουν ότι δεν σου ανήκουν για πάντα.


"I hear and I forget. I see and I remember. I do and I understand."

--Confucius

Μετάβαση στην Κορυφή της Σελίδας

Το Θέμα καταλαμβάνει 3 Σελίδες:
  1  2  3
 
 Νέο Θέμα  Απάντηση στο Θέμα
 Εκτυπώσιμη Μορφή
Μετάβαση Σε:

ESOTERICA.gr Forums !

© 2010-11 ESOTERICA.gr

Μετάβαση Στην Κορυφή Της Σελίδας
0.2949219
Maintained by Digital Alchemy