ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣΑΝΘΥΓΙΕΙΝΟ ΚΑΡΜΑ
(αποσπάσματα)
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΕΖΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΩΝ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
Το μυαλό μες στην αλάνα έρχεται και φεύγει. Η ύπαρξη είναι μόνιμη - κι αυτό το όνειρο της επιστροφής παραδίνω στο μέλλον, μα προς το παρόν ο θάνατος είναι το ένδυμα της σκέψης.
Μόνο οι λέξεις διαρκούν παραπάνω απ' όσο μετρά ο χρόνος
Δεν βρίσκεις διαφορά στο ξεφτισμένο και στο γυαλιστερό απλούστατα γιατί η διαφορά δεν βρίσκεται σε διαφορετικά σημεία - Διαφορά είναι αυτό που δεν ξανακούστηκε ΠΟΤΕ....
Τούτες οι σιδηρογραμμές έρχονται από πολύ μακριά όπως και οι σκέψεις μου που προσποιούνται πως είναι μια εξουσία στα τελευταία σκαλοπάτια μιας απογευματινής αιωνιότητας.
Το σούρουπο μου δείχνει ό,τι γνώριζα μέχρι χθες.
Οι σκιές έχουν μια blaze προσωπικότητα.
......................................................................
ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΧΑΜΟΥ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΙΝΟΥ ΗΛΙΟΥ πίσω από τα πράσινα καλαμπόκια, πίσω από σιδηρογραμμές που ελίσσονται σε ακατέργαστους κάμπους που δεν περνά κανείς πέρα από κάποιο ζαχαρωτό σύννεφο. Ο εξώστης ψιθύριζε καθώς τα αναρριχόμενα τρυπούσαν κατακόρυφα τη σιωπή που έτριζε μέσα στο ξύλο. Την ώρα που ο ιριδίζων άγγελος σκούπιζε τον βρόχινο ιδρώτα του στην όχθη του ποταμού της λύπης. Κι αν τραγουδούσα σαν τον Skip James θα το έκανα με ευχαρίστηση μέσα στο λυωμένο μεσημέρι σ' αυτήν την τόσο ευθυγραμμισμένη θύμηση της θέας της ανάμνησης του χρέους απέναντι στο παρόν. Και πάλι σαν ακινητοποιούμαι απ' το κρασί στην πολυθρόνα μου δεν ξέρω, ίσως - κι αυτή είναι η πιο χρήσιμη απάντηση. Κι έτσι μέσα στη δυστυχία του να βλέπει κανείς οράματα δίπλωσα διάπλατα στο μυαλό την συντετριμμένη κιθάρα μου. Βγαίνουν σκιές το μεσημέρι - προσμένω την κλωτσιά (στ' αρxίδια) της Φώτισης ανοίγοντας ένα μαγνητικό παρασόλι μέσα στο δονούμενο από αγνωσία δωμάτιο. Τι σκατά κάνω 'δω χάμω. Πίσω από το ψηλό πράσινο ακούγεται κουδούνι ποδηλάτου: επιστρέφω με γεμάτα μπουκάλια που δεν θα πιείς σταγόνα από δαύτα, σκότωσε τη δίψα σου με λΕΞΕΙΣ. Πάψε να κάνεις περίεργες ερωτήσεις, είναι κατακαλόκαιρο και μέσα σε κάθε γαϊδουράγκαθο χουζουρεύει μια μελλοντική πεταλούδα.
......................................................................................
Εγώ στο διάστημα του χώρου απ' το καρώ τραπεζομάντηλο μέχρι το ανακυκλωμένο χαρτί του μπλοκ και των ανοησιών που γράφω απλά γιατί το άλογο πρέπει να καλπάσει ως το νεροχύτη, το τσάι πρέπει να κολυμπήσει μέσα στο σκοτεινό μου στομάχι, το λουλούδι πρέπει να μαραθεί, το περιστέρι πρέπει να πετάξει, η κανάτα πρέπει να πλυθεί και η μουσική να παίξει.
Ένας άνθρωπος μόνος μέσα σε μια κουζίνα με τα μεταφυσικά της σύνεργα, τον φούρνο, τη βρύση και τη σακούλα με τα σκουπίδια της. Τριγύρω η πόλη μέσα στην απογευματινή Κυριακάτικη ανάπαυλά της με τα ζωντανά μνημεία των ανθρώπων της, τα αυτοκίνητα να λαγοκοιμούνται αραγμένα στα σκουπισμένα πεζοδρόμια - οι τηλεοράσεις ανοιχτές και οι εφημερίδες ανεμίζουν. Ανάμεσα σ' όλα: το πρεζάκι ακουμπά σε μια γωνία και σβήνει, οι γάτες περπατούν αδιάφορες ενώ γαυγίζουν σκύλοι - τελετές κηδειών σε συνοικίες, γέροι σκυφτοί δεν ξέρουν που βρίσκονται μέσα σε εναπομείναντα καφενεία. Τα σύννεφα που πόνεσαν βαθιά στη Νέα Υόρκη ήρθαν να κλάψουν γοερά εδώ. Κι απο 'δω η βροχή θα χαθεί σε κάποια πλαγιά μες στην Ασία. Έρχομαι ή φεύγω; Κατά που στρίβω; Μέσα στο δρόμο μου έχασα τον κόσμο - κι εκείνος μ' έχει για χαμένο. Το μόνο αποτέλεσμα είμαι εγώ και τι αποτέλεσμα είναι αυτό μέσα στα τόσα εγώ του απόλυτου Μη - Εγώ που είναι αυτό το ρίγος της μοναξιάς στη μουντή κουζίνα που με κάνει να λέω ψιθυριστά στον εαυτό μου γράφοντας αυτές τις λέξεις που ακούω και νιώθω μόνο εγώ. Shaw 'Nuff. Ψάχνω για τον ψίθυρο που θα κλονήσει αυτόν τον κόσμο. Όταν οι άνθρωποι άκουσαν πως δεν υπάρχει ΑΡΧΗ και τέλος πίστεψαν πως δεν υπάρχει ΤΙΠΟΤΑ μέσα στο δικό τους ΑΥΡΙΟ. Μα το ΑΥΡΙΟ είναι το αγαπημένο σου όνειρο αν πιστέψεις πως δεν υπάρχει ΑΥΡΙΟ - θα ξημερώσει ο ήλιος μ' ένα παρδαλό σαξόφωνο πάνω στο άλογο της κούπας μου με τα μαδημένα μου λουλούδια πάνω στο καυτό του πέτο φορώντας το καρώ μου τραπεζομάντηλο για ρούχο, να κλέψει λίγες αράδες από το σημειωματάριο μου για να ψιθυρίσει τη μελωδία που γαργαλά τις γυμνές πατούσες της Λήθης.
.................................................................................
Κάθομαι και θαυμάζω παλιούς στίχους. Στα αυτιά μου οι φούγκες του Μπαχ. Οι στίχοι έρχονται με τόση δύναμη που συγκρούονται με το μέλλον. Το μέλλον όλων ανήκει στους στίχους.
Οι ποιητές του παρελθόντος, πιο ζωντανοί απο τους ζωντανούς ποιητές. Ποιός μπορεί να τα βάλει με τους σπουδαίους πεθαμένους; Σε ποιόν να πω πως τους βλέπω εδώ. Πάνε κι έρχονται σαν σιγανές στιγμές μέσα στο θόρυβο των αναβρασμών της διαφυγής των λέξεων. Εγώ τώρα είμαι εδώ ή στο μέλλον - κι εσύ αν διαβάζεις αυτές τις λέξεις να ξέρεις πως είμαι για πάντα στο ξύλινο γραφείο μου θαυμάζοντας τις σιγανές στιγμές των στίχων μου καθώς παλιώνουν μέσα στις βραδινές υγρασίες του Μπαχ, νεκρός μέσα στο παρόν και ζωντανός μέσα στο δικό σου μέλλον.
Κανείς δεν καταλαβαίνει (ω, τι ανακάλυψις!) - όλοι θέλουν να γίνουν Κολόμβοι. Κανείς δεεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει μέσα στη δική του ψυχή. Ψυχή αν έχει. Για να μην υποφέρουν, ζητούν ο κόσμος να πάψει να υπάρχει. Δεν υποφέρουν την ύπαρξη μέσα στην Ύπαρξη. Δεν υποφέρουν την ίδια την ψυχή. Θέλουν μόνο η ψυχή να υποφέρει, όχι αυτοί. Θέλουν να βγεί από μέσα τους η ψυχή για να νιώσουν ελεύθεροι. Τον ποιητή όμως τον λευτερώνει η Ψυχή. Ο Μπαχ γνωρίζει πως Είναι εδώ αυτή τη Στιγμή. Εγώ θέλω πολύ χρόνο για να φτάσω Εκεί. Κι ο χρόνος της δικής μου ψυχής μετριέται με λέξεις. Μέσα στις λέξεις υπάρχει η τελική ψυχή. Κι αυτή είναι η μόνη που γνωρίζει την μυστική αυτή συνάντηση της στιγμής του Μπαχ, εμένα κι αυτής, σε μία Ψυχή που εμφανίζεται για μια Στιγμή. Αν υπάρχει στιγμή.
Τα ίδια χτίζονται και μέσα στου Coleman τη μουσική - αν έχεις αυτί για να δείς, μάτι για να ακούσεις, δάκρυ για να γευθείς, ψυχή για ν' ακουμπήσεις. Αν έχεις εαυτό μέσα στην ψυχή. Αν φανταστείς θα ανακαλύψεις - αν στ' αλήθεια Σκεφτείς, Θα Το Δεις.
Η μουσική μιλά τόσο δυνατά που μου ξεσκίζει την καρδιά. Αργά - το συκώτι του Ψυχικού Προμηθέα είναι αλκοολικό και δεν ξαναγίνεται πια. Το όρνιο εξάλλου προτιμά να κλωσάει αυγά. Πόσα όρνια θα γεννηθούν απ' αυτά. πόσα συκώτια δεν θα ξαναγίνουν πια. Η μόνη αλήθεια είναι η Καταστροφή, και το Τέλος η μόνη συμπόνοια γι' αυτήν.
Παν μέτρον Άριστον - Με τι μετρά κανείς την Αντίληψη; Με το Μίτο της Κτηνώδους Άγνοιας. Κτήνος, εγώ, τα μπουκάλια, η απαξίωση του αναγνώστη να μάθει τα μυστικά μου κάνει καλό στην τέχνη της γραφής: παραθέτω τα πάντα μπροστά του άφοβα, αφού ξεφυλλίζει με το μάτι που βλέπει τις λέξειες να πεθαίνουν στον αποξηραμένο βάλτο στην Καρδιά του της κεντρικής Αφρικής. Οι γυναίκες Μασάι έχουν κρεμαστά βυζιά γιατί δεν πιστεύουν στις λέξεις του κινηματογράφου. Οι λέξεις μιλούν από μόνες τους αν έχουν τη μοναξιά τους - και τα στήθια τρέχουν γάλα για τους επιγόνους της Ερημικής Αθωότητας. Ιθαγενικά πνευστά μιμούνται τον άνεμο της Καταστροφής, χρονομετρώντας τον ερχομό της σε σόλο αυτοσχεδιασμούς Μυστικιστικής Περιοπής.
ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΟ ΗΜΙΦΩΣ - τα πόδια γυμνά σην καρέκλα - η αύρα μιας πνιγμένης απ' τους κολυμβητές θάλασσας μπαίνει από την ανοιχτή πόρτα σαν θεϊκά χνώτα. Σκυμμένος πάνω στο τετράδιο: η τελευταία λέξη δεν γράφτηκε ακόμα και αυτό ακριβώς είναι που σκέφτομαι με μια φλόγα στο στήθος να καίει φτάνοντας ως το κουκούτσι του μυαλού μου - Τρώω και τρώω, μασάω το τροπικό κρανίο μα πουθενά κουκούτσι - ίσως να φύτρωσε μέσα στο θόλο του κρανίου μου και γερνώντας ένα δέντρο θα ξεπροβάλλει γύρω απο το σοφό μου κεφάλι. (πωωως;)
Α- διανόηση. Α- κατάκτηση, α- κατάσταση, Α- τσιγαρία, Α- πορία, Α- πορεία, Α- βυζάκια κωλαράκια που τρέχουν Ααα! στα πιτσιλισμένα προϊστορικά νερά. Α- υτό ακριβώς λέω.
Είναι Μάϊος και οι μύγες δεν έμαθαν ακόμα να τσιμπούν. Οι πετσέτες και το σεντόνι μου κρέμονται πλυμένα στο μπαλκόνι, από κάτω τρελά παιδιά με βιασμένη καρδιά περνούν σαν παλαβά έντομα πάνω σε γιαπωνέζικα μηχανάκια.
Τι θες να πεις; Ακριβώς αυτή την ερώτηση. Ο ποιητής της Εύκρατης Συγκίνησης πρέπει να ρίξει την κοιλιά που απέκτησε απ' το κρασί πίνοντας κι άλλο κρασί, τι να πεις. Κάθομαι στη θέση της τρομερής μου ακινησίας φεγγοβολώντας σκοτάδι υπηρετώντας τον σκοπό που μου παρέδωσαν. Γράφω - ¨γράψε¨ μου είπαν μια νύχτα στον ύπνο τηςς εγρήγορσης μου, ¨Η Γραφή είναι πορεία¨ κι έτσι στρώθηκα κι άνοιξα τους τσαλακωμένους μου χάρτες για να φτάσω στο Σωστό Μέρος του Τίποτα της Μελλοντικής μου Διαθήκης.
Τα λουλούδια αντιστέκονται, το κύμα ξεσπά. Τα σοφά ψάρια μας κοιτούν να γαμούμε την διάφανη θάλασσα αμίλητα.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΜΠΥΡΑ Brasseur en Alsace, depuis 1821. Εδώ και μέρες Το Πρόσωπο του Θανάτου κοκκινίζει στα λουλούδια, οι αγροί χτενίζονται με τον άνεμο, η σαύρα στην κορυφή του βουνού προσέχει το πέταγμα του μονόφθαλμου γερακιού. Τι μπορείς να γράψεις αααανν ξεχαχαχααχάσεις τα πάντα. Κι αυτό είναι η μόνη Αλήθεια. Τι νόημα έχουν χωρίς τους νεκρούς οι τάφοι. Κι αντίστροφα. Τόσοι πολλοί νεκροί μες στο κεφάλι μου, πλακώνονται ασταμάτητα για των δικών τους λέξεων τη Δευτέρα Παρουσία. Η Στιγμή Δημιουργίας του ποιητή είναι: ¨Μια Στιγμή!¨ διακοπής. Μην ενοχλείς. Ο ποιητής ξέρει. Εσύ μην απορείς.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΣΗ ΕΞΩΓΗΙΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΓΗ. Από το στόμα μου και στου θεού τ' αυτί - Ακούει ακόμα το Γεροντοπαλίκαρο της Σιωπής. Ας αφήσουμε πια τη σιωπή.
Ωωω, Τα ΠΟΤΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΙΚΑ, ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΠΙΤΑΦΙΑ ΣΤΟΛΙΔΙΑ Μου.
Το κουϊντέτο του Powell αντηχεί ¨No problem¨ - αρχετυπική νοσταλγική αργοπορημένη ανοιξιάτικη βραδιά - κρασί, το κρασί είναι ξανθό όπως και η φωτεινή καταιγίδα του σκονισμένου λαμπτήρα. Το τελευταίο τσιγάρο καίγεται σαν άμοιρος απόγονος μου. Η νύχτα με καλεί, έρπεται, κυκλώνει το βασίλειο των αναρχικών ιβίσκων - τα μυαλά ολόγυμνα μέσα στη λίμνη του θάμπους μιας ζοφερής κατήδειας. Οι τοίχοι στέκονται και οι στίχοι ξεπροβάλλουν σαν εξανθήματα. Τα αστέρια καίνε το φως τους παρατηρώντας τα τριζόνια και τα τριζόνια στοχάζονται τα σαξόφωνα - μου είναι αρκετό το παράθυρο μέσα στην πικρή μοναχική εξάσκηση της νιότης - οι σκέψεις μου πιο παλιές απ' το όνομα μου - ο καημός των πνευστών, τα πιατίνια καταλαβαίνουν απελπισμένα - η αστική έρημος δεν αντέχει την παλιά καλή μελαγχολική φιλοσοφία, εκτός απ' όλα τα ΑΛΛΑ.
Ότι γράφΩ είναι μιΑ προσευΧή με κραυΓές.
Σήμερα το μεσημέρι μιλούσα για μιάμιση ώρα στο τηλέφωνο με ένα νεογέννητο ποιητή.. Διαβάσαμε ποιήματα μας, στριμώξαμε τις λέξεις και τις τηλεφωνικές γραμμές μέσα στον κόπο μας να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα της ποίησης. Μέχρι τώρα 24:40 κάνω μεταγραφή. Σταματώ απ' την κούραση πίνοντας ούζο για την κούραση. Απ' έξω οι καλοκαιρινοί δρόμοι σφύζουν από ζωή, μέσα απ' τους τοίχους βλέπω το κορίτσι μου να κάνει γυμναστική (καλό κι αυτό!) ακούγοντας μουσική από το ραδιόφωνο, εγώ πίνω το ούζο ψάχνοντας τα ανακατεμένα μου χαρτιά - δεν αποφεύγω να σημειώσω, δεν αποφεύγω να κοιταχτώ. Κι αυτό είναι μια σπουδαία ευτυχία. Λεπτό προς λεπτό ο κόσμος γκρεμίζεται μέσα στα μυαλά μας. Απομένει αυτή η γαμημένη φασαρία μέσα στη νύχτα. Ποιό πουλί θα αντέξει να μείνει εδώ. Ποιό κλαδί καλοκαιρινής σκέψης θα δεχθεί το πουλί να κουρνιάσει μελετώντας την πράσινη ψυχή - το πνευματικό φύλλο που ανασαίνει. Θεέ μου, συγχώρα με για τούτο.
Τελευταία μέρα του Μαΐου - και πως κατρακύλησα πρωϊνιάτικα μέσα στο πολύφωνο χειμωνιάτικο ξεροβόρι του Evans - πως κύλησα στη λάσπη όπου διαγράφτηκαν τα πατήματα μου, προγενέστερα περαστικός και άλαλος σ' έναν ανεπαίσθητο χειμώνα. (Τριγμοί) Γράφω στον εαυτό μου που δε λέει να απαντήσει μ' ένα γράμμα, του στέλνω μόνος τις γραμμές με τα τρένα των λέξεων μου στον τελευταίο απάτητο σταθμό όπου η Αρχή του κόσμου στάθηκε κοιτώντας μέσα στην αχλύ με τα πεσμένα ποιήματα, τις μαύρες γραμμές που πάνω τους κύλησαν μια φορά τα αδέσποτα βαγόνια της ποίησης, κι από τότε στέκει στο ίδιο σημείο, ξημεροβραδιάζοντας με την ευχή να ακουστεί και πάλι κάποιο μακρινό, ατμομηχανής σφύριγμα μέσα στο σκοτάδι της Προσμονής.
Με βλέπω απόλυτα.
ΜΗΝ ΜΠΛΕΚΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΣΚΑΤΑ. Ότι αφορά παραπάνω από έναν είναι σκατά στην ουσία. Ότι αφορά Εσένα τον ίδιο και Μόνο, είναι Ουσία. Ότι αφορά δύο είναι σκατά αναγκαία - πάνω από δύο, σκατένια αναγκαιότητα - ότι αφορά όλους, Μέγα Ζήτημα Κοινής Κουράδας. Μα έτσι έχουν τα πράγματα που ανακατεύονται με τα σκατά. ΚΙ εσύ ο ίΔιος άλΛωστε είσαι μια πΑτημένη κουράδα που θες να γίνεις ξανά (γέλα έλα λα λα λα) Τροφή Αφάγωτη. Πρωταρχική ουσία κοσμικής χλωροφύλλης. Να επιστρέψεις στις ρίζες του δέντρου της Σιωπής. (Αυτό δεν είναι Βουδισμός;)
ΑΝΤΑΡΙΑΣΜΑ ΣΟΥΤΡΑ
ΜΑΝΟΥΒΡΑ ΣΟΥΤΡΑ
ΠΑΤΑΤΑ ΣΟΥΤΡΑ
ΚΑΡΜΙΚΟ ΣΤΕΡΕΩΜΑ
ΣΤΕΓΝΟ ΚΑΘΑΡΙΣΜΑ
ΨΥΧΙΚΟ ΑΡΑΙΩΜΑ
Μπομ! Φλιπ! Τοκ! Τσιρ, τσιρ, τσιρ! Τρικ! Τσοπ! Τσιριτρί! Σνοπ! (χελιδόνια)
ΓουΑΑουΒ! Μπρρστ, Ντοπ! Μπουβ! Ουουουστβμπ! (αυτοκίνητα)
Μπρρρρ.........μπρρρ.........μπρρρ! Μπρρρρ, μπρρρ.......! (μηχανάκια)
Πσστ! Φοϊνκ! Ντλούπ! Κλανκ! Τσουρουτουλίπ! Κλοκ! Ρεαντού πλίμπ! (άνθρωποι)
......................................................................................................... (εγώ που γράφω)
....................... ........................ ............................ (εεπ! ποιός είναι αυτός;)
Κ'ΕΝΟ ΠΗΓΑΙΝΩ Κ'ΕΝΟ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ
Κ'ΕΝΟ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ
Κ'ΕΝΟ ΜΕ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ
ΠΕΦΤΟΥΜΕ
ΣΤΟ
ΚΕΝΟ.
Κ'ενό σου μιλάω αιωρούμαστε στο Κενό.
Τι γυρεύει ένα αστέρι στη σελίδα; Τι γυρεύουν οι σελίδες στ' άστρΑ;
Πάψε αυτόν τον κινητήρΑ
μου πήρε τα αυτιΑ
& στα άστρα ανεμίζουΝ
κοιμητήριΑ
Αστρικά ΠανηγύριΑ
ΚΙ αυτΑ.
----------------------------------------------------------------------------
ΜΕ ΒΡΙΣΚΩ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟ να ακούω κάποιο παράλογο βιολί μέσα στο σπίτι. Κυνηγώ τον εαυτό μου με τη ψυχοσκοτώστρα. Η θύμηση του προηγούμενη λεπτού είναι ήδη αρχαία. Ξύνομαι, περατώνομαι, τρώγομαι & εντοπίζομαι.
Περισσότερη κωμωδία απ' όση μπορούν να δώσουν. Περιμένουν. Πήραν τον ήλιο μες στο θάνατο, γνωρίζω το τίποτα δεν το ξέρω ξεφυσώντας σαν διάστικτο κίτρινο τραίνο. Υπαγορεύει ο θάνατος. Η απόγνωση σου καταντάει ανώφελη ωστόσο ο καιρός τρυπώνει στη γωνιά σου σαν ποντικός. Αναρωτιέμαι, γιατί του έχεις ρίξει τόσο ποντικοφάρμακο.
Εκείνο το βράδυ των οινοπνευματικών συμπτώσεων, πήγα να ακούσω τον Σέσιλ Τέϊλορ. Η συναυλία σκέτη αποτυχία, οι περισσότεροι έκοψαν βόλτες, έφυγαν. Παρέμεινα. Όταν έπαψε το πιάνο είχα πάψει κι εγώ να αναρωτιέμαι.Στην έξοδο Θριάμβου συναντήθηκαν τα μάτια μας. Χίλια πεντακόσια πιάνα χτυπιούνταν μανιασμένα στο κεφάλι μου και μετά από τόσα χρόνια έγιναν μόλις χίλια τετρακόσια ενενήντα εννιά. Σμπαμ! Σαμουράι του Κλειδοκύμβαλου.
.........
Αν μπορούσα να φυτέψω τη μοναξιά μου - ένα ολόκληρο δάσος θα γεννιόταν. Τι ζώα και τι πουλιά μέσα του θα ζούσαν.
.........
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΠΟΕΜΙΣΜΟΣ: βράζουν δύο αυγά, ακούς τον Barry Altschul, ή Catalani έχεις μια χούφτα τσιγάρα κι ένα παλιό αναπτήρα, βράζει ο τόπος, πέφτει νύχτα, δεν υπάρχει κανείς και τα γραφτά γίνονται στοίβες. Όλα αυτά έχουν γίνει ξανά και κουράστηκα......
Ο Κόσμος είναι ένα μήλο πολύ άγουρο
για να δαγκωθεί και να δημιουργήσει αμαρτία -
ΣΕ ΕΝΑΝ ΙΚΑΝΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΔΕΝ ΛΥΝΟΝΤΑΙ ΠΟΤΕ ΤΑ ΚΟΡΔΟΝΙΑ
Ο κόσμος είναι μαλάκας όπως θα σουρουπώσει σε δυο ώρες κι ένα τέταρτο.(Τώρα...κάτι μας είπες...επιτέλους, τι συμβαίνει, που είναι το συγγραφικό σου ταλέντο;) Ανοίγω, μπαίνω. Μέσα σ' αυτή τη διαφορά θερμοκρασίας αισθάνομαι σαν κάτι περιζήτητο. Τα κλειδιά μου όπως κρέμονται μοιάζουν με αρxίδια - τα μεταλλικά αρxίδια στο χέρι. Η πόρτα είναι στη θέση της αν και κυκλοφορούν υπόνοιες πως έχει μετακινηθεί ελαφρά προς το καλύτερο - στα σημεία που γυαλίζει βλέπω τον εαυτό μου που ξεκλειδώνει που κραδαίνει τα αρxίδια, που έχει ένα τσιγάρο στο στόμα (το στόμα δεν φαίνεται πάνω στην πόρτα, από το τσιγάρο καταλαβαίνεις πως υπάρχει). Μπήκα, διαφορά θερμοκρασίας. Έχω κάβλες και από το σούπερ μάρκετ ως το σπίτι άνοιξα το ουίσκι και του έδωσα να καταλάβει όλα αυτά που δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι. Ελάττωση, λιγόστεμα, φθορά: το βασιλικό φίδι χώνεται στην άμμο τη νύχτα όλο και βαθύτερα ώσπου φτάνει στην επιφάνεια. Το φίδι εμφανίζεται κατά παραγγελία κάτω από τα πόδια μας - δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ του δίνω μια μ' ένα μάτσο σελιδοποιήματα και ποιηματόχαρτα πάνω στα χρυσά του μούτρα και βυθίζεται ξανά στη διαφορά της παν-ερημικής του θερμοκρασίας. Η θερμοκρασία είναι λιγότερο του κανενός απ' ότι η ψυχροκρασία, τα κρασιά ή η ψυχρολουσία. Προτίμησα το ουίσκι ακριβώς γι' αυτό. Κάθε πράγμα, ακαδημαϊκόλουτρε φίλε μου έχει καθώς λες τη σημασία του. Βάζω την έξαλλη φωνή να τραγουδήσει και κάθομαι στη δροσερή γωνία μου - ο χάρτος του αναλυτικού λογαριασμού των τηλεγραφικών τελών είναι πιο απότομος απ' το σημειωματάριο και τον γέμισα αλογάριαστα ποιήματα, σιγοντάρω τη φωνή και πηγαίνω προς το κρεβάτι. Τώρα πιστεύεις πως είμαι ένας ατάλαντος αλκοολικός. Κάτι γαυγίζει. Δεν είμαι στιλπνός είμαι στιλέττο που σημαδιακά καρφώθηκε στο τραπέζι μεξικάνικης ταβέρνας σε ένδειξη παραλογισμού για τον βιασμό μιας αλογόμυγας. Με ουρανοκατακασκοπεύεις και θες να τραβήξεις τη λάμα απ' το τραπέζι. Χαίρομαι που μέχρι τώρα έχω διανύσει την αιωνιότητα λίγων στιγμών για τις οποίες θα' πρεπε να λείπω αξιόπιστα. Βάλε και το φίδι, την ερπετογαμήσαμε. Το πιο προχωρημένο πράγμα στον κόσμο είναι που δεν ανήκουμε σ' αυτόν. Βάζω να παίξουν και τα σαξόφωνα. Την ακούω που ανεβαίνει τις σκάλες είναι μια γυναίκα με ένα ***** που ανεβαίνει τις σκάλες οι σκάλες αντηχούν αγανακτώ με τις κάβλες και βάζω τα κλειδιά μου στο ψυγείο. Τι να περίμενε κανείς πως μπορούσα να κάνω κάτω απ' αυτές τις παγκόσμιες συνθήκες. Η θερμοκρασία ανεβαίνει, βγάζω τα ρούχα και ξαπλώνω στο πάτωμα. Ο κόσμος είναι γαμήσι που έρχεται - οι άνθρωποι ζούν σα νεκροί και θέλουν να πεθάνουν σαν ζωντανοί. Σημασία έχει να μείνω ζωντανός ακόμα λίγο εδώ με την αίσθηση πως είμαι σίγουρα εγώ. Οι λέξεις απαιτούν ηρωϊκή έξοδο, η εποχή συνεχίζει σαν γριά πουτάνα του δρόμου που χασκογελά σαπισμένη και ασθμαίνει. Ελπίζω να με κατατροπώσουν οι κριτικοί.