Φίλε TsortsΘα ήθελα να σχολιάσω και ‘γω δυο-τρία πράγματα σε σχέση με τα διλήμματά σου και να σου προτείνω να τα δούμε λίγο μεθοδολογικά:
ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΛΟΓΗ, είναι να εξετάσουμε το ζήτημα του στρατού καθεαυτό, χωρίς να εμπλέκουμε Κρισναμούρτι, Δασκάλους, Ευαγγέλια και τα λοιπά.
Η συμμετοχή στο στρατό, είναι μία σύμβαση την οποία συνυπογράφουν όλοι οι άνθρωποι που ζουν στις πολιτισμένες κοινωνίες, μαζί με τις υπόλοιπες συμβάσεις. Δεν είναι βεβαίως ένας χώρος ελευθερίας, αλλά είναι πολύ πιο υποφερτός απ’ ό,τι ήταν κάποτε. Και περισσότερα προβλήματα ενδέχεται να αντιμετωπίσεις από τους συν-φάνταρούς σου, παρά από τους αξιωματικούς τους ίδιους.
Το πώς λοιπόν, θα συνυπάρξεις στον ίδιο χώρο με ανθρώπους που δεν είναι της δικής σου επιλογής, γούστου, συμπεριφοράς, μυρουδιάς κλπ, ίσως να είναι σημαντικότερο πρόβλημα για σένα από την εκπαίδευση στα όπλα καθεαυτή – που αναφέρεται σε έναν μελλοντικό πόλεμο που ίσως και να μην γίνει ποτέ. Είναι κι αυτό ένα καθεστώς μερικής στέρησης ελευθερίας λοιπόν, περισσότερο ελεύθερο από τη φυλακή, αλλά όχι και εντελώς ελεύθερο.
Δες αυτό λοιπόν, κατ’ αρχάς: Ότι για έναν χρόνο, ή για τέσσερα χρόνια, η πλήρης ελευθερία σου θα είναι υπό περιορισμό, έτσι κι αλλιώς, ανεξαρτήτως επιλογής.
Πάμε στο συνειδησιακό ζήτημα τώρα: Αν για σένα η εντολή «ου φονεύσεις» είναι αδιαπραγμάτευτη, τότε να δηλώσεις αντιρρησίας συνείδησης και να πληρώσεις το τίμημα της συνειδησιακής επιλογής. Θα θητεύσεις παραπάνω, αλλά θα είσαι σε πλήρη συμφωνία με τον εαυτό σου. Αν δεν έχεις τις εσωτερικές δυνάμεις να το πράξεις, μπες στη διαδικασία χωρίς να το σκέφτεσαι, ρισκάροντας να τις βρεις στη διαδρομή. Δόξα τω Θεώ, δεν ζούμε και στην εποχή που έστελναν τους «Ιαχωβάδες» στη Μακρόνησο.
Αν πάλι, η επιλογή του να κάνεις εναλλακτική θητεία, σου φαίνεται βουνό, ή θεωρείς τόσο φοβερό να φορέσεις ακόμα και μια απλή στολή, απλά κατατάξου στο στρατό, αναβάλλοντας την τελική λύση των διλημμάτων σου για μετά την αποστράτευση. Τρόποι να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο, όπου οι άνθρωποι δεν θα ‘ναι εκ γενετής υποψήφιοι νεκροί, υπάρχουν πάμπολλοι – και πολύ προσφορότεροι από την άρνηση της θητείας.
Θα ήθελα όμως, στο ίδιο πλαίσιο, να σε καλέσω να σκεφτείς πολύ σοβαρά το εξής: Το να μην κάνεις τη θητεία σου, μένοντας πιστός στις αρχές σου, δεν απαλλάσσει κάποιον άλλον από το να κάνει εκείνος τη θητεία του για δικό σου λογαριασμό: Τα σύγχρονα κράτη, τοκίζουν πλέον σε μισθοφορικούς στρατούς, οι οποίοι μάλιστα είναι και περισσότερο χειραγωγήσιμοι, καθώς καμία οικογένεια δεν θα διαμαρτυρηθεί στην κυβέρνηση για το πού στέλνει το γιό της. «Γι’ αυτό πληρώνονται κυρία μου, για να στέλνονται εκεί που το κράτος αποφασίζει» είναι η απάντηση.
Εξίσου σοβαρά θα πρέπει να σκεφτείς και το υπόλοιπο: Το ότι ο στρατός, όπως και το κράτος, η αστυνομία και οτιδήποτε άλλο μας θυμίζει «καταστολή», είναι θεσμοί που ιστορικά καλούνται να διαχειριστούν καταστάσεις που βρίσκονται έξω απ’ αυτούς. Είναι πολύ εύκολο για κάποιον επί παραδείγματι, να διαμαρτύρεται για την ύπαρξη της αστυνομίας όταν δεν έχει τίποτε να υπερασπιστεί. Η αξία των διακηρύξεων ωστόσο, βρίσκεται στα δύσκολα – εξ ου και το προσωπικό ερώτημα: ΕΣΥ, δεν έχεις τίποτα «δικό σου» να υπερασπιστείς; Πώς επιλέγεις να το πράξεις; Ήπια; Βιαιότερα; Ανάλογα με τις συνθήκες; Με το λόγο; Με το βραχίονα;
Κι εδώ, ερχόμαστε και στη…
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΛΟΓΗ: Να εξετάσουμε το δίλημμα περί του στρατού με βάση τη «διδασκαλία» του Κρισναμούρτι.
Ο Κ., δεν υπήρξε άνθρωπος κοινωνικά μαχητικός – τουλάχιστον με την τρέχουσα έννοια. Σε μια εποχή που ο κόσμος δονείτο από τους αγώνες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ισότητα μαύρων και λευκών, τη φτώχεια, τη δημοκρατία, ο Κ. επέμενε στο ίδιο μονότονο κήρυγμα, χωρίς να κάνει την παραμικρή παραχώρηση, ή άνοιγμα προς αυτές τις κατευθύνσεις. Θαρρείς πως αν ζούσε για άλλα χίλια χρόνια, θα έγραφε το ίδιο βιβλίο πεντακόσιες φορές με άλλο τίτλο.
Δεν νομίζω λοιπόν, πως η ελευθερία, όπως την εκήρυττε ο Κ., έχει να κάνει με την άρνηση ή την αποφυγή της υποχρεωτικής στράτευσης. Ο Κ. θα στεκόταν στην αποδέσμευση του ατόμου από την έννοια του «έθνους», της «πατρίδας», του «προαιώνιου εχθρού», την ιδέα του «εμείς και οι άλλοι» και της προτεραιότητας των «δικών μας». Αλλά και πάλι, αν κάποιος θα τον πλησίαζε να του μιλήσει για τη στήριξη μιας «αντιεθνικιστικής» κίνησης, θα τους έλεγε με το γνώριμο ύφος του: «Φίλε μου, θέλει πολύ αγώνα για να αποδεσμευθεί κανείς από το έθνος που είναι απότοκο της σκέψης».
Δεν νομίζω, μάλιστα, πως αν του έθετες το δίλημμά σου θα του έδινε την παραμικρή σημασία. Θα σε ρωτούσε «γιατί δεν θέλεις να πας στο στρατό» και όταν εσύ θα του απαντούσες πως κάτι τέτοιο θα ήταν στερητικό της ελευθερίας σου, θα σε οδηγούσε στα γνώριμα μονοπάτια: «Τι είναι για σένα η ελευθερία; Είναι φίλε μου η ελευθερία του να ζεις όπως θέλεις; Κι αν ναι, μήπως αυτό είναι η μεγαλύτερη σκλαβιά – να ενεργείς σύμφωνα με τις επιταγές της σκέψης σου; κλπ. κλπ.»
Κάποιος παραπάνω, μίλησε για την «χριστιανική υποκρισία» του ευγενικού ερωτήματος, «κύριε, μήπως είστε τρελός;» Το ερώτημα κατά τη γνώμη μου ήταν αντιθέτως, πολύ εύστοχο - και φυσικά δεν έτυχε καμίας ευθείας απάντησης, όπως δεν τύχαινε καμίας ευθείας απάντησης, κανένα ερώτημα προς τον Κ.
Εγώ θα τον ρωτούσα: «Κύριε, σας έχει σηκωθεί ποτέ;». Αλλά εκείνος θα μου απαντούσε: «Γιατί έχει τόση σημασία, τι συμβαίνει στον ομιλητή;»
Αν δεν έχεις πάει ήδη στο στρατό tsorts, τώρα που σου γράφω, σκέψου πως ίσως εκεί να μάθεις να κάνεις χώρο στον εαυτό σου εσωτερικά και να διεκδικείς και χώρο για τον εαυτό σου εξωτερικά. Αν έχεις ήδη στρατευτεί - καλός πολίτης!