Ω! Εικόνες του ασυνείδητου,
Καθρέπτες της ψυχής
Πίνακες του μυαλού
Ονειρικά ταξίδια μου…ΤΑ ΑΣΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Ι
Της Σελήνης το πρόσωπο χλωμό, αγέραστο κοιτούσε
στον ύπνο τον πολεμιστή και πονηρά γελούσε
«Μαρμάρινο το στήθος σου, ατσάλι στην καρδιά σου,
αρχαίο πυρ το αίμα σου, γρανίτης η θωριά σου
σε μάχες αναλώνεσαι, το αίμα σου σταλάζεις,
στον πόνο ανδρειώνεσαι, κι ουδέ αναστενάζεις.
Τον Έρωτα δεν γνώρισες, Αγάπη δεν κατέχεις.
Περιγελάς τους εραστές, ανάγκη εσύ δεν έχεις.»
Τα άστρα κατασκόπευαν και σιγοψιθύριζαν
τα σχέδια του φεγγαριού, όλο κλωθογύριζαν.
«Κοιμήσου, του παράγγελναν κοιμήσου, μη σε μέλει
πριν την επόμενη νυχτιά, ο έρωτας θα έρθει.»
Τ΄ αστέρια έψαξαν παντού, σ’ ανατολή, σ’ δύση
στα νότια, στα βόρεια, πριν πετεινός λαλήσει.
Την βρήκαν να χτενίζεται μ’ ένα χρυσό κοράλλι
κι αποφάσισαν σωστά, πως δεν υπάρχει άλλη.
Πετάξανε χορεύοντας και το ‘παν στη Σελήνη
την κοίταξε προσεκτικά, συμφώνησε κι εκείνη.
«Άστρα, τινάξτε αστρόσκονη, να πέσει απάνωθι της,
για να κατέβει στο νερό να πλύνει το κορμί της.»
Η διαταγή του φεγγαριού, έγινε επιθυμία
κι όλα τα άστρα του ‘ρανού τινάχτηκαν με βία.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Η ΠΑΝΩΡΙΑ
ΙΙ
Οι συνωμότες χάρηκαν με την επιτυχία,
το σχέδιο τους έμπαινε στην τελική ευθεία.
Από τα πέπλα έγδυσε την όμορφη μορφή της,
και στης λιμνούλας τα νερά, έλουζε το κορμί της.
Ο παφλασμός ετάραξε τον αλαφρή του ύπνο,
στην όχθη γλίστρησε κρυφά και θαύμασε τον κύκνο.
Το θέαμα μαλάκωσε τ’ ατσάλι στην καρδιά του
κι ο Έρωτας εκίνησε να κάνει την δουλειά του.
Τόξευσε με προσοχή το αργυρό του βέλος
στα πάθη του πολεμιστή, έβαλε πλέον τέλος.
Τις μάχες ξέχασε με μιας, του πόλεμου την άψη,
σπαθί κι ασπίδα πέταξε, την πένα έχει πιάσει.
Η κόρη βγήκε απ’ το νερό, χαρούμενα γελούσε
και το κορμί της στέγνωνε στα πέπλα που φορούσε.
Έτρεξε στην ακρολιμνιά, κοιτώντας τη Σελήνη
ο Έρωτας δεν μπόρεσε, αστόχησε σ’ εκείνη.
Τραγούδια ψιθυρίζοντας, κίνησε να γυρίσει
στο σπίτι του πατέρα της προτού αυτός ξυπνήσει.
Ο ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΟΣ
ΙΙΙ
Μεσ’ απ’ τα χέρια του έφυγε το ταιριασμένο ταίρι
και στην καρδιά του φώλιασε του πόνου το αγέρι.
Στο σεληνόφως έκλαψε γιατί ‘χε αγαπήσει
την πανώρια κοπελιά που είχε συναντήσει.
Το θάρρος, η αντρεία του, τον είχανε αφήσει
κι αυτή πέρασε δίπλα του, χωρίς να την κρατήσει.
Έκλαψε που την έχασε, θρηνούσε γιατί τώρα,
της μοναξιάς η άγρια, γοργά ερχόταν, ώρα.
Στο μαρμαρένιο στήθος του, σπάραζε η καρδιά του
το χώμα πότιζε βαθιά με τα πικρά δάκρυα του.
Στην μνήμη του εστοίχειωσε η τόση ομορφιά της
τα χείλη του πετρώσανε χωρίς το όνομα της.
Που να την βρει δεν ήξερε, ούτε που να την ψάξει
από τον τρόμο πάγωσε, πως πια την είχε χάσει.
Τα χέρια σήκωσε ψηλά κοίταξε την Σελήνη
και καταράστηκε βαριά της νύχτας την σαγήνη.
Τ’ αστέρια τον λυπήθηκαν και σκύψαν στοργικά
στην μαραμένη του ψυχή είπαν τα μυστικά.
Του ‘παν για το σπίτι της στου δάσους την αγκάλη
και πως ο Έρωτας σ’ αυτήν τα μάγια του θα κάνει.
Υπόσχεση του έδωσαν το δρόμο να φωτίσουν
και με φροντίδα περισσή αυτόν να οδηγήσουν.
Μα εκεί στου δρόμου τα μισά κάλπασε η αυγή
οι οδηγοί του χάθηκαν, ο ήλιος είχε βγει.
Έσβησε η ελπίδα του, την κόρη για να βρει
και πικραμένος ξάπλωσε για να ξεκουραστεί.
Μεσ’ την απελπισία του σε μαύρες σκέψεις μπήκε,
και πα στις φτέρες τις πυκνές, απόγνωση τον βρήκε.
«Δεν έχω λόγο για να ζω, αν είμαι μακριά της.
την τελευταία ανάσα μου δίνω για τ’ όνομα της.»
Ο Χάρος παραφύλαγε το νέο, χρόνια τώρα
κι η πονηριά του γνώρισε, πως είχε έρθει η ώρα.
Πετώντας τον πλησίασε, έσκυψε στο πλευρό του
και στο αυτί φανέρωσε το μέσα μυστικό του.
«Για χρόνια σε απέφευγα στης μάχης τα πεδία,
μα τώρα σ’ αποδέχομαι με περισσή λατρεία.»
Κοιτάχτηκαν με σεβασμό και έσφιξαν τα χέρια
σα να ‘ταν φίλοι καρδιακοί στα ίδια τα λημέρια.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όλη η πλάση έκλαψα το άξιο παλικάρι
κι ο Χάρος κάθισε σιμά ως να βγει το φεγγάρι.
Και σαν η νύχτα κύλησε στου κόσμου το κρεβάτι
τ’ άστρα έψαξαν να βρουν τον άξιο στρατηλάτη.
Στο κάλεσμα τους μάταια περίμεναν να ‘ρθεί
και σαν τον Χάρο είδανε, κατάλαβαν, κακό τον είχε βρει.
Η νύχτα έσκυψε μαλακά στο κρύο προσκεφάλι,
φιλί γλυκό απέθεσε, σαν να ‘ταν μάνα άλλη.
Τ’ αστέρια κι η Σελήνη τον Θάνατο κοιτούσαν
και μόνο με τα μάτια, να μάθουν, τον ρωτούσαν.
«Ο νέος που στις φτέρες γέρνει κοιμισμένος
μάχες αμέτρητες κέρδισε, κι ας ήταν λαβωμένος,
στα μάτια με κοιτούσε πάντα θαρρετά
κι από τα νύχια μου γλιστρούσε την κάθε μια φορά.
Στο δάσος που περνούσα σήμερα το πρωί,
άκουσα αυτόν τον ήρωα, σπαρακτικά να θρηνεί,
με σεβασμό και θάρρος κάναμε συμφωνία,
τ’ όνομα της καλής του, με αντάλλαγμα, αιώνια ηρεμία.
Αδέλφια του ‘ρανου, αλήθεια σας το λέω.
Πρώτη φορά λυπήθηκα, πολεμιστή, και κλαίω.»
Ο Χάροντας γονάτισε βαριά και κουρασμένα,
τ’ άψυχο σώμα σήκωσε, τράβηξε για τα ξένα.
Λαμπρινή Ερμίδου
Ο μεγαλύτερος Εχθρός
Όποιο δρόμο κι αν πάρω με πληγώνει…